Ήταν μια από τις τελευταίες χειμωνιάτικες λιακάδες. Πρωινό. Περπατούσα συλλογισμένος, με σκυφτό το κεφάλι, μπροστά από το τελωνείο, απέναντι απ’ το νεκροταφείο. Κάπως έτσι χαμηλώνει το βλέμμα, λες και αναζητά τη χθόνια βεβαιότητα: όταν χάνεις τον αυτοματισμό της οικείας συνήθειας. Και την ξενοιασιά του βηματισμού, την κανονικότητα του κοινωνικού βηματισμού. Με ένα... «ξάφνιασμα». Γιατί θέλει χρόνο και έγνοια να ξεπεραστεί το «ξάφνιασμα» από τα τελευταία γεγονότα. Κυρίως, εκείνη η νεανική «κραυγή», του φόβου τους, όπως μας τον κοινολόγησαν. Του «φόβου που έχει τα πιο μεγάλα μάτια» (Πάστερνακ). Μένει να δοκιμαστεί και μια σημείωση, από παλιά: «Ό,τι αξίζει στην κραυγή είναι oτι προηγείται της σκέψης...».
Το πρώτο πράγμα, λοιπόν, που τράβηξε την προσοχή μου, καθώς τον πλησίασα από πίσω, ήταν το κομπολόι, με τις μεγάλες κεχριμπαρένιες χάντρες. Τις μέτραγε δυο-δυο, με τα χέρια πίσω του, σταυρωμένα. Γυαλισμένο σκαρπίνι, παντελόνι με τσάκιση (σίγουρα παραγγελιά...), χοντρό αδιάβροχο (μάλλον κινέζικο...) και ρεπούμπλικα σένια. Αυτός ήταν! Μόνο που, όταν τον γνώρισα, φορούσε πέτσινη τραγιάσκα, ή χειροποίητο πλεχτό σκούφο στα κρύα, χοντρές μαύρες γαλότσες , χειμώνα-καλοκαίρι, για να τσαλαβουτά στα νερά, στα χαντάκια, να καλαφατίζει με μαστοριά το μολύβι στους μαντεμοσωλήνες του ΟΥΗΛ... Αυτός ήταν! Είχα πάλι μπροστά μου έναν αντιστασιακό: τον αντιστασιακό στη μιζέρια.
Οι κακουχίες, η κούραση, τα βάσανα, οι αρρώστιες και οι θάνατοι, το βαρύ φορτίο του, έγιναν ένα πράγμα εκείνη τη στιγμή: το τραγούδι του. Είχε πάρει στον ίσιο, χαμηλόφωνα, ένα δημοτικό... Και σωστός!
«Ρε, αυτός τραγουδάει!» ήταν η δική μου «κραυγή», καθώς τον ακολουθούσα διακριτικά. Και το μαρτυρώ γιατί αξίζει, μέρες που είναι, να μοιραστούμε την ενέργεια από μια... ΑΠΕ. Μιαν «Ανανεώσιμη Πηγή Ευψυχίας», για την ακρίβεια. Μας χρειάζεται το τραγούδι αυτού που γνώρισε και ξεπέρασε τον φόβο. Τους φόβους, τους πολλούς. Το τραγούδι του, της λεβεντιάς και της ανάγκης, είναι ένα «κλειδί» για να κατανοηθούν, ίσως και να αντιμετωπιστούν, οι φόβοι της νεολαίας μας. Το πρώτο που μας αποκάλυψαν, με κρυστάλλινη ειλικρίνεια και κραυγαλέα αθωότητα. Και μας το δείχνουν κατάμουτρα!
Η καλή μέρα, όπως λεν, απ’ το πρωί φαίνεται. Και τελειώνει καλά, αν μάλιστα μεσολαβήσει μια φόρτιση της θετικής διάθεσης, από μια... ΑΠΕ. Το βράδυ της ίδιας μέρας επιδίωξα να συναντήσω, με καλή προδιάθεση, φίλο αναγνώστη που με είχε...τριχοτομήσει. Όταν εκδηλώθηκε η νεανική έκρηξη. «Ξέρεις ότι κάνω δυο δουλειές, πρωί-βράδυ, το ίδιο και η κυρά». Αυτό το ήξερα. «Εκείνο που δεν ξέρεις είναι ότι έχω τρεις. Ο μεγάλος είναι στην Αθήνα, στην Αστυνομία, από τους πρώτους με εξετάσεις. Ο δεύτερος τελειώνει το Αριστοτέλειο, στο πτυχίο. Και ο μικρός στο Λύκειο, εδώ. Πες μου τι θα έκανες στη θέση μου;».
Κράτησα το ευγενικό πατρικό χαμόγελό του (μια άλλη...ΑΠΕ) και γι’ αυτό επιδίωξα τη συνάντηση. Όχι για να του πω τι θα έκανα, αλλά για να μάθω.
-«Τώρα που φαίνονται να ηρεμούν τα πράγματα, πώς τα βλέπεις;». Δεν τον ξάφνιασα. Είχε αρχίσει να ψαύει τη λύση, ξεπερνώντας το «ξάφνιασμα» που μας επιφύλασσαν οι νέοι.
-«Κοίτα» μου λέει «τους μάθαμε να αγαπούν και να αγαπιούνται. Όπως κάνουν όλοι οι γονείς. Εκείνο που θα χρειαστούν από μας είναι να τους δείξουμε και πως να μη φοβούνται τη ζωή...Θα πάρει χρόνο. Το χρειάζονται όμως και οι τρεις...Ξέρουν πολλά...Αλλά αυτό δεν το ξέρουν!».
Ο φόβος συνοδεύεται από συστολή, ίσως και ντροπή. Έτσι είναι. Αυτή, όμως, ένας αναστολέας επαφής και επικοινωνίας, χάνεται όταν γίνει κοινή. Όταν πάψει να είναι αδιέξοδη- ατομική και γίνει κοινή-κοινωνική. Απαλύνει ο φόβος, χάνεται και η ντροπή, όταν το κοινό πρόβλημα, αναγνωρισμένο πια, αναζητεί κοινή λύση. Ιδίως στο πυρηνικό κύτταρο, την οικογένεια, όπως είναι σήμερα. Στην οποία θα συζητηθεί, ή θα αποσιωπηθεί...
Οι μέρες αυτές προσφέρονται για μια τέτοια αντιμετώπιση, και μάλιστα εξ όνυχος...Από την «αρχή» των φόβων. Σε μια τέτοια οικογενειακή περιδιάβαση, που την ευνοούν οι γιορτές, το σκίτσο του φίλου Ηλία Μακρή μπορεί να συντροφέψει.
«Καλήν εσπέραν άρχοντες-αναγνώστες,
κι ας έχετε τις ευχές μου».
xatzis@hotmail.com