Ήταν μια νύχτα παγερή, φωτεινή και ξάστερη, από άκρη ως άκρη. Είκοσι τέσσερις Δεκεμβρίου.
Η μικρή πολιτεία κοιμόταν από ώρα, παραδομένη στο όνειρο, στην ελπίδα και την προσμονή της άλλης μέρας που ήταν η μεγαλύτερη της χριστιανοσύνης.
Πριν καλά-καλά να ξημερώσει, θ' αντηχούσαν οι καμπάνες για να φέρουν το μήνυμα, το χαρμόσυνο, το ελπιδοφόρο της γέννησης του Χριστού… Εκείνη τη νύχτα, την παγερή και ξάστερη, που έφερνε πού και πού και καμιά σπίθα χιονιού, που η μεγαλύτερη ευχαρίστηση ήταν ένα ζεστό κρεβάτι, κι ένα γλυκό όνειρο, δύο παιδιά ξαγρυπνούσαν και τουρτούριζαν απαγκιάζοντας σ' έναν ψηλό μαντρότοιχο.
Δεν θα ήταν παραπάνω από δεκαοχτώ χρονών. Έτριβαν και χουχούλιζαν τα χέρια τους, και τα μάτια τους ήταν καρφωμένα σ' ένα φωτισμένο παράθυρο του σπιτιού, που ήταν μέσα στο μεγάλο κήπο, στο πρώτο πάτωμα.
Εκείνο το σπίτι με τον επιβλητικό όγκο, με τα άπειρα παράθυρα, τα διπλοκλειδωμένα μόνιμα, τα δύο παιδιά το παρακολουθούσαν πολλές νύχτες.
Ήταν κτισμένο στην άκρη της πόλης μέσα σ' ένα τεράστιο κήπο, με αιωνόβια πανύψηλα κυπαρίσσια, και άλλα μικρότερα δέντρα, που γύρω τους είχαν τυλιχτεί, διάφορα αναρριχητικά φυτά.
Τα πλατιά μαρμάρινα σκαλοπάτια, είχαν σκουρύνει απ' το χρόνο, και η βαριά σιδερένια πόρτα του κήπου, με την τεράστια κλειδαριά, που τα χρόνια και η σκουριά την είχαν παραμορφώσει, δεν άνοιγε με τίποτα, κι ας ήταν το κλειδί κρεμασμένο σ' ένα καρφί, απ' το μέσα του τοίχου, εκεί δίπλα στην πόρτα.
Μια μαρμάρινη βρυσούλα έτρεχε μέρα νύχτα απ' το στόμα ενός λιονταριού, που είχε πρασινίσει απ' την υγρασία και την πολυκαιρία. Εκείνο το νερό χάνονταν στους θάμνους και στα άγρια φυτά, και τα έκανε να οργιάζουν και να βλασταίνουν όπως τους άρεσε.
Αυτή η βρυσούλα με το αδιάκοπο κελάρυσμα, έδινε ζωή σ' εκείνο το ρημαγμένο σπίτι.
Τελευταία απόγονος η κυρία Ασημίνα, ογδόντα χρονών και κάτι, εξακολουθούσε ν' αναπνέει μόνη και έρημη, στο ισόγειο του πελώριου τρίπατου σπιτιού.
Συντροφιά τις τρεις βιβλιοθήκες με βιβλία, χρυσόδετα, ασημόδετα, κι άλλα από ακριβό σκούρο δέρμα. Η κυρία Ασημίνα σπάνια έβγαινε απ' το σπίτι. Όλος ο κόσμος της ήταν εκεί μέσα. Ανάμεσα στα πορτρέτα των προγόνων της και τα βιβλία.
Τις μικρές της ανάγκες, που τις είχε περιορίσει στο ελάχιστο, τις ικανοποιούσε μια μακρινή της συγγέννισα, μα που τελευταία είχε αρρωστήσει, κι έτσι η κυρία Ασημίνα είχε ξεκόψει με τον έξω κόσμο.
Σπάνιες φορές τηλεφωνούσε στο κοντινό σούπερ μάρκετ, για να της στείλουν λίγο γάλα και παξιμάδια, που τα πήγαινε ο μικρός απ' το πίσω πορτάκι του κήπου.
Σαν ένιωθε μοναξιά συνομιλούσε με τον... εαυτό της, ή με κανένα ποντικάκι που θα τύχαινε να περάσει μπροστά απ' το κρεβάτι.
Δεν είχε παντρευτεί ποτέ, γιατί δεν είχε βρεί κάποιον που να της ταιριάζει απόλυτα. Δεν έκανε συμβιβασμούς, την είχε πάρει πολύ στα... σοβαρά τη ζωή. Νόμιζε πως θα ζούσε αιώνια στο μεγαλόπρεπο αρχοντικό, κι έπρεπε ο άντρας που θ' ανέβαινε τα πλατιά εκείνα σκαλοπάτια, να είναι από τζάκι. Να ΄χει τρόπους, μόρφωση, περιουσία, και να είναι τέλος πάντων αντάξιος όλων εκείνων των προγόνων, που κρέμονταν στους τοίχους, και επέβαλαν με τη βουβή παρουσία τους τη θέλησή τους...
Όμως εκείνος ο άνθρωπος, όπως τον είχε πλάσει με τη φαντασία της δεν βρέθηκε ποτέ.
Η ζωή, οι πόλεμοι, οι καταστάσεις οι διάφορες, άλλαξαν τους ανθρώπους, τους έκαναν πιο απλοϊκούς, πιο προσιτούς, μα ξένους προς τον κόσμο της Ασημίνας.
Υπήρξαν κάποιοι συνάδελφοι στο παρελθόν - δασκάλα ήταν η κυρία Ασημίνα - όταν ακόμα είχε νιάτα και φρεσκάδα, που της έδειξαν σοβαρό ενδιαφέρον, μα τους απέκρουσε ευγενικά.
Και νάτη τώρα μόνη στα ογδόντα, σέρνεται σαν φάντασμα μέσα σ' εκείνο το πελώριο σπίτι, με τα βαριά έπιπλα, τις βελούδινες κουρτίνες, που σήκωναν σύννεφο τη σκόνη αν τύχαινε να τις αγγίξει, το ακριβό εκκρεμές, που εξακολουθούσε να χτυπάει έναν αιώνα τώρα, τα πανάκριβα στρωσίδια, και τα στολίδια από σπάνιες πορσελάνες.
* * *
Κόντευε να ξημερώσει όταν το φως στο μοναδικό φωτισμένο παράθυρο του σπιτιού έσβησε... Τα δύο παιδιά γλίστρησαν απ' το μικρό πορτάκι στον κήπο. Έπρεπε απόψε να μπούνε στο σπίτι οπωσδήποτε... ξημέρωναν Χριστούγεννα, κι αυτοί δεν είχαν... μία στη τσέπη τους.
Κατά τη δική τους θεωρία, ήταν άδικο να τα έχει εκείνη η «γριά», που δεν της χρειαζόταν σε τίποτα, κι αυτοί να μην έχουν μια χιλιάρα, να την «καβαλάνε» και να πετάνε στην άσφαλτο. Να μην έχουν μερικά ... χιλιάρικα ευρώ, να τα ξοδέψουν όπως τους κάνει κέφι. Τι να σου κάνει εκείνο το ψωροχαρτζιλίκι που τους έδιναν απ' το σπίτι, με χίλιες γκρίνιες και μαλώματα.
Η ζωή τους έφευγε μέσα απ' τα χέρια, έπρεπε να την προλάβουν.
Και σκόπευσαν στο παλαιό αρχοντικό. Όλο κάτι θα υπήρχε εκεί μέσα που να έχει αξία, πέρα απ' τη σύνταξη της γριάς δασκάλας.
Στην αρχή ένιωσαν ένα κράτημα μέσα τους, ήταν πρωτάρηδες βλέπεις, μα γρήγορα το ξεπέρασαν.
Από μέρες κατέστρωσαν το σχέδιο και μελέτησαν τα πάντα. Τους βόλευε πολύ αυτό το σπίτι, γιατί ήταν ξεκομμένο απ' τα άλλα κι ο δρόμος λιγάκι ερημικός, από κάποια ώρα κι ύστερα. Επιπλέον η «γριά» δεν είχε σκύλο κι ούτε συχνά πάρε-δώσε με άλλους ανθρώπους.
Όλα αυτά έκαναν πιο εύκολη τη... δουλειά, γι' αυτό και την ξεκίνησαν.
Σερνόμενοι ανάμεσα από θάμνους, άγριες τριανταφυλλιές και άλλα αναρριχώμενα φυτά, έφθασαν στο παράθυρο της κουζίνας. Δεν ήταν καθόλου δύσκολο να σπάσουν το τζάμι και να βρεθούν μέσα.
Άλλωστε είχαν παρακολουθήσει τόσες φορές, διάφορα έργα στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο, που έδειχναν με κάθε λεπτομέρεια όλες τις κινήσεις, που ήταν σχεδόν παιχνιδάκι εκείνη η δουλειά.
Σ' ένα μικρό σακουλάκι είχαν όλα τα σύνεργα, μα δεν χρειάστηκε τίποτα, ούτε κάν να σπάσουν το τζάμι, γιατί το παράθυρο ήταν ανοιχτό.
Μ' ένα πήδημα βρέθηκαν μέσα στην κουζίνα.
Για λίγο ένιωσαν αμήχανα, άβολα, η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά, κρύωναν, μα προσπάθησαν να κατανικήσουν, να ξεπεράσουν, εκείνο τον... δειλό εαυτό τους.
Προχώρησαν στο εσωτερικό του σπιτιού κι άρχισαν να ψάχνουν μ' ένα μικρό φακό, προσεχτικά και μεθοδικά. Έψαξαν, έψαξαν, όλα τα συρτάρια, σε όλα τα έπιπλα, μα τίποτα, πουθενά τα λεφτά....
Άρχισαν ν' απογοητεύονται. Έμενε μόνο το δωμάτιο της «γριάς», εκεί έπρεπε να ήταν τα λεφτά. Υπήρχαν βέβαια παντού διάφορα πράγματα αξίας, μα ήταν δύσκολο να τα κουβαλήσουν... Σχεδόν κόντευε να ξημερώσει, κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή χτυπούσαν οι καμπάνες. Έπρεπε να τελειώνουν, γιατί σε λίγο οι δρόμοι θα γέμιζαν απ' τους χριστιανούς που θα πήγαιναν στην εκκλησία.
Προχώρησαν αργά προς το δωμάτιο της κυρίας Ασημίνας. Κοντοστάθηκαν για λίγο.... Την κοίταξαν απ' την πόρτα.
Το δωμάτιο ήταν φωτισμένο απ' το φως του φεγγαριού. Θαρρείς και στάθηκε επίτηδες εκείνο, πάνω απ' το παράθυρό της, για να την κρατήσει συντροφιά, μια τέτοια νύχτα.
Το πρόσωπό της έμοιαζε να χαμογελάει, ποιος ξέρει τι ονειρευόταν... Έτσι παραδομένο στο όνειρο, κι ανυπεράσπιστο το γέρικο κορμί της δημιούργησε ένα ... κάτι στην ψυχή των δύο παιδιών...
Ξαφνικά οπισθοχώρησαν, βγήκαν αθόρυβα απ' το δωμάτιο... Να ήταν οι καμπάνες που είχαν γεμίσει τον αέρα! Να ήταν ο καλός τους εαυτός που τον είχαν φιμώσει και αλυσοδέσει σε κάποια γωνιά της καρδιάς τους! Να ήταν κάποιες θύμισες απ' τα παιδικά τους χρόνια, τότε που σφιχτά πιασμένοι απ' το χέρι της γιαγιάς πήγαιναν στη μικρή εκκλησούλα της γειτονιάς τους! Τι να ήταν άραγε, ποιος ξέρει!
Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.....
ΚΑΛΛΙΤΣΑ ΓΚΟΥΡΑΒΑ - ΔΙΚΤΑ
Λογοτέχνις - Συγγραφέας