Τις τελευταίες μέρες, με αφορμή τα γεγονότα που προκλήθηκαν ως αποτέλεσμα της δολοφονίας του 15χρονου μαθητή Αλέξανδρου, έχει ξεκινήσει μία συζήτηση σχετικά με την παιδεία και με το είδος του σχολείου που θέλουμε να έχουμε. Στη συζήτηση αυτή, είναι καλό να συμμετάσχουν και να καταθέσουν τις απόψεις τους, όλοι οι εκπαιδευτικοί που θέλουν ένα καλύτερο σχολείο, γιατί μόνο έτσι θα δημιουργηθούν οι συνθήκες για ουσιαστικές αλλαγές, στον τρόπο λειτουργίας και τη φιλοσοφία που διέπει τη σημερινή εκπαιδευτική πραγματικότητα.
Τα σχολεία σήμερα, προσεγγίζουν την εκπαιδευτική μεθοδολογία με μια θεώρηση της εκπαίδευσης παθητική. Δηλαδή οι καθηγητές απαιτούν από τους μαθητές αποκλειστικά και μόνο να προσέχουν και να ακούνε την ώρα της διδασκαλίας. Μήπως όμως αυτό που ζητάνε είναι ένας παθητικός δέκτης πληροφοριών; Μήπως η ενεργητική από τη φύση της διαδικασία της μάθησης, περιορίζεται στην άκριτη παρακολούθηση; Επίσης, ζητάνε από τους μαθητές να υπακούουν στους κανόνες του σχολείου, χωρίς όμως να έχουν την παραμικρή συμμετοχή για τη διαμόρφωση ορισμένων από αυτούς. Πώς έχουνε τότε την απαίτηση να νιώσουν οι μαθητές μας ενεργά μέλη της σχολικής κοινότητας; Μήπως έχουμε ένα σχολείο και μια εκπαιδευτική διαδικασία που απαιτεί να την «ΑΚΟΥΝΕ» αλλά δεν ξέρει να «ΑΚΟΥΕΙ»;
Η εκπαιδευτική αυτή προσέγγιση έχει παρασυρθεί από τη θεμιτή επιθυμία, που έχει μετατραπεί σε αγωνία, να παράσχει γνώση. Ξεχνά όμως ότι για να γίνει αποδεκτή αυτή η γνώση, πρέπει ο μαθητής να νιώσει το σχολείο δικό του χώρο, να συμμετέχει, να συναποφασίζει και να είναι συνυπεύθυνος για θέματα της σχολικής κοινότητας. Με δύο λόγια να νιώσει ασφάλεια στο χώρο του σχολείου, γιατί μόνο σε ένα ασφαλές περιβάλλον οι μαθητές αλλά και όλοι μας μπορούμε να είμαστε δημιουργικοί. Σήμερα ο μαθητής κάθεται εφτά ώρες στο θρανίο με μόνη υποχρέωση να ακούει, ενώ κρίνεται ανά πάσα στιγμή για την επίδοσή του. Είναι δυνατόν κανείς, ακόμη και ο «καλός» μαθητής, κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις να αγαπήσει τη μάθηση; Με αυτό τον τρόπο διδάσκουμε στους μαθητές μας, να είναι παθητικοί δέκτες και μετά υποκριτικά ζητάμε από αυτούς να γίνουν ενεργοί πολίτες. Τελικά, ο σκοπός του σχολείου είναι να κερδίσει ο μαθητής τη συγκεκριμένη γνώση που του παρέχεται, έστω και με πιεστικό τρόπο, ή να αγαπήσει τη μάθηση και να την ψάχνει και εκτός σχολείου; Γιατί κάποια στιγμή το σχολείο τελειώνει, η ανάγκη όμως του ανθρώπου να αναζητά τη γνώση δεν πρέπει να σταματά.
Οι μαθητές σήμερα αλλά και οι εκπαιδευτικοί, ζητούν τη δημιουργία ενός σύγχρονου, λειτουργικού, αποδοτικού και ανθρώπινου σχολείου, το οποίο αναδεικνύει την προσωπικότητα και αναπτύσσει τις δεξιότητες των μελών του. Ένα σχολείο που αναγνωρίζει τη σημασία της ψυχικής, συναισθηματικής, κοινωνικής και σωματικής υγείας, το σεβασμό στη διαφορετικότητα, την ανάγκη για επικοινωνία μεταξύ των μελών του και που ενισχύει την αυτοεκτίμηση. Ένα σχολείο όπου τα μέλη που το απαρτίζουν νιώθουν ασφάλεια. Σταματούν να είναι παθητικοί ακροατές, που ακούνε τι είναι σωστό και τι είναι λάθος και αναπτύσσουν με βιωματικό τρόπο τις δικές τους στάσεις και συμπεριφορές. Γιατί μόνο έτσι το σχολείο γίνεται ένας χώρος δημιουργίας, ζύμωσης και οραμάτων.
Η επιλογή της ενεργητικής μεθόδου διδασκαλίας δεν είναι όμως ο εύκολος δρόμος για τον καθηγητή. Γιατί τι είναι πιο εύκολο, να έχει ένα ακροατήριο το οποίο θα δέχεται παθητικά αυτά που του λέει ή ένα ακροατήριο το οποίο θα συζητά για αυτά που ακούει; Το δεύτερο απαιτεί πολύ κόπο και υπομονή, γιατί μιλάμε για παιδιά και για εφήβους, που πρέπει να μάθουν να συμμετέχουν σε μια οργανωμένη συζήτηση, με όρια και κανόνες και που πολλές φορές παρασύρονται εξαιτίας του αυθορμητισμού της ηλικίας τους, με αποτέλεσμα η συζήτηση να διεξάγεται άναρχα και να δημιουργείται φασαρία.
Η επιπλέον δυσκολία εντοπίζεται στο γεγονός, ότι οι μαθητές έχουν υιοθετήσει όλα αυτά τα χρόνια, ένα ρόλο αντίδρασης απέναντι στους καθηγητές, έχουν κλειστεί δηλαδή σε ένα καλούπι «συμπεριφοράς σχολείου», που για να σπάσει θέλει υπομονή και προσπάθεια. Δεν είναι παράξενο, που οι ίδιοι μαθητές εκτός σχολείου και όταν βρίσκονται σε συνθήκες όπου νιώθουν ασφάλεια, έχουν μια τελείως διαφορετική συμπεριφορά; Καταδεικνύεται επομένως, ότι η επιλογή της ενεργητικής συμμετοχής των μαθητών, είναι ο δύσκολος δρόμος για τον καθηγητή. Είναι όμως ο δρόμος που έχει και τη μεγαλύτερη επιβράβευση. Από τη στιγμή που οι μαθητές βιώσουν τη νέα αυτή πραγματικότητα η δουλειά του εκπαιδευτικού μετατρέπεται σε διασκέδαση.
Τέλος με την ενεργητική διαδικασία της μάθησης, όπως αυτή παρουσιάζεται μέσα από τις σύγχρονες διδακτικές προσεγγίσεις και από τα προγράμματα αγωγής υγείας, βελτιώνεται η επικοινωνία των καθηγητών με τους μαθητές, οι συζητήσεις μαζί τους δίνουν την ευκαιρία να γνωρίσουν και τον άνθρωπο-μαθητή και, να αντιμετωπίσουν την παρουσία ή την αποχή του με πιο ολοκληρωμένο τρόπο. Από την άλλη πλευρά οι μαθητές γνωρίζουν τον άνθρωπο-καθηγητή, που δεν είναι κάποιος που έχει απαντήσεις για όλα, δεν κάνει ποτέ λάθος και δεν έχει αδυναμίες. Η προσέγγιση αυτή, απελευθερώνει τους καθηγητές και τους κάνει να συνειδητοποιήσουν, ότι σε μια τέτοια διαδικασία μάθησης, δεν είναι μόνο πομποί αλλά και δέκτες. Γιατί αλίμονο εάν θεωρήσουν ότι τα ξέρουν όλα, ή ότι δεν έχουν τίποτα να μάθουν από τους μαθητές.
Κλείνοντας, θα πρέπει να τονιστεί ότι όλα τα παραπάνω, αποτελούν μόνο ένα μικρό μέρος του συνολικού προβλήματος της εκπαίδευσης, το οποίο δυστυχώς δεν μπορεί να αποτυπωθεί μέσα σε λίγες μόνο γραμμές.
Ο Δημήτριος Σακατζής, είναι εκπαιδευτικός