Μέχρι το θάνατο του Μεταξά τον Ιανουάριο του 1941 η μαχόμενη με επιτυχία κατά των Ιταλών εισβολέων Ελλάδα τελούσε υπό δικτατορικό καθεστώς. Ο Αλέξανδρος Κορυζής, που τον διαδέχθηκε, δεν άντεξε να βλέπει τους κατακτητές να μπαίνουν στην Αθήνα στις 21 Απριλίου 1941 και αυτοκτόνησε.
Τότε ο βασιλιάς Γεώργιος κάλεσε για ευνόητους λόγους στην πρωθυπουργία έναν Κρητικό, βενιζελικών απόψεων, τον Εμμανουήλ Τσουδερό, μια που ήταν ενδεχόμενο να μεταβεί η νέα Κυβέρνηση στη Κρήτη.
Πράγματι, κυβέρνηση και βασιλιάς μετακινήθηκαν αρχικά στην Κρήτη, από όπου, όμως, αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν το βράδυ της 22ας προς 23η Μαΐου και να κατευθυνθούν στην Αλεξάνδρεια, οπότε και πέρασαν στην εξορία.
Ωστόσο, Κορυζής και Τσουδερός είχαν εκδηλώσει την προτίμησή τους για την Κύπρο, της οποίας ζήτησαν την παραχώρηση (ή έστω τμήματός της), ώστε να ασκεί η κυβέρνηση εξουσία επί εθνικού εδάφους, αλλά οι Βρετανοί αντέδρασαν σε μία προοπτική, που θα προδίκαζε τη μοίρα της Μεγαλονήσου μετά τον πόλεμο.
Η παραμονή στην Αίγυπτο δε μπορούσε να διαρκέσει επί μακρόν, μια που η Αιγυπτιακή κυβέρνηση ήταν τυπικά ουδέτερη και δεν ήθελε να φιλοξενήσει κυβέρνηση εμπόλεμου κράτους. Έτσι, στο τέλος Ιουνίου 1941, ο βασιλιάς, ο Τσουδερός και οι περισσότεροι Υπουργοί ανεχώρησαν για τη Νότιο Αφρική, από όπου, στα τέλη Αυγούστου μετακινήθηκαν στο Λονδίνο.
Στις 2 Ιουνίου είχε σημειωθεί μία ουσιαστική μεταβολή στη σύνθεση της κυβέρνησης. Απομακρύνθηκαν ορισμένοι μεταξικοί Υπουργοί, ενώ παράλληλα αποκαταστάθηκαν μερικοί βενιζελικοί αξιωματικοί, που είχαν διωχθεί κατά τη δεκαετία του 1930, γεγονός που μείωνε το ειδικό βάρος των μεταξικών αξιωματικών στο στράτευμα.
Στις 15 Ιουνίου ιδρύθηκε, επίσης, το Αρχηγείο Ελληνικού Στρατού Μέσης Ανατολής, το οποίο προχώρησε στην οργάνωση της πρώτης ελληνικής ταξιαρχίας βασισμένης σε πυρήνα 600 περίπου Αιγυπτιωτών και σε τμήματα της ταξιαρχίας Έβρου, που έφθασαν στη Μέση Ανατολή.
Στην οργάνωση του στρατού, όμως, συνεχίστηκαν οι αντιπαραθέσεις μεταξύ απότακτων βενιζελικών και αντιβενιζελικών αξιωματικών μέχρις σημείου που ετοιμαζόταν κίνημα των συντηρητικών αξιωματικών σε αντίδραση για την επαναφορά στην υπηρεσία βενιζελικών συναδέλφων τους. Αυτό, σε συνδυασμό με τη δημιουργία το φθινόπωρο του 1941 πολιτικών οργανώσεων στο στράτευμα έδειχναν ότι το έργο της αναδιοργάνωσης των Ενόπλων Δυνάμεων ήταν ιδιαίτερα περίπλοκο.
Στις 9 Μαρτίου 1942 με διμερή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Μ. Βρετανίας οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις τέθηκαν οριστικά υπό το βρετανικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής.
Εγκατεστημένη η κυβέρνηση στο Λονδίνο, στερημένη από τους πόρους του κράτους και με μόνο έσοδο την εκμίσθωση του ελληνικού εμπορικού στόλου στο Βρετανικό Δημόσιο, αντιμετώπιζε μύριες δυσκολίες για την κάλυψη των εξόδων του στρατού και τη συντήρηση 15.000 περίπου προσφύγων, που ζούσαν σε στρατόπεδα στην Τουρκία, Κύπρο και Μέση Ανατολή.
Προβλήματα της προκαλούσαν, επίσης, η μέριμνα για τον ανεφοδιασμό της κατεχόμενης Ελλάδας σε τρόφιμα και ιδιαίτερα η άρση του αποκλεισμού του εδάφους της από τους Βρετανούς.
Πέραν αυτών των προβλημάτων η εξόριστη κυβέρνηση Τσουδερού αντιμετώπιζε και άλλα προβλήματα σε πολιτικό επίπεδο. Οι Βρετανοί, βασικοί μας σύμμαχοι, προέκριναν την επιστροφή του Γεωργίου στην μεταπολεμική Ελλάδα, επιζητούσαν την ισχυροποίηση της κυβέρνησης με τη συμμετοχή προσωπικοτήτων από την κατεχόμενη χώρα, ενώ την πίεζαν να αποκηρύξει επίσημα το μεταξικό καθεστώς, κάτι που έγινε με τη Συντακτική Πράξη της 22ας Οκτωβρίου 1941 και με τη Συντακτική Πράξη της 4ης Φεβρουαρίου 1942, γεγονός που εξασφάλισε τη συνέχιση της υποστήριξης της Μ. Βρετανίας.
Στις 30 Μαρτίου 1942, πολιτικοί ηγέτες από την κατεχόμενη Ελλάδα, υπέγραψαν μανιφέστο, που τασσόταν υπέρ της σύστασης οικουμενικής κυβέρνησης μετά την απελευθέρωση, δήλωνε ότι το ζήτημα της επιστροφής του βασιλιά θα τεθεί τότε στην κρίση δημοψηφίσματος, καθώς και ότι τα κόμματα αυτά δε θα στήριζαν τη μοναρχία. Το πρόβλημα ήταν ότι για τους Βρετανούς ο Γεώργιος αντιπροσώπευε τον κρίκο με την ένδοξη ελληνική προσπάθεια του 1940 – 41 και δεν έβλεπαν με συμπάθεια μια τέτοια εξέλιξη.
Την άνοιξη του 1942 ο Τσουδερός και η κυβέρνησή του θα ισχυροποιηθεί σημαντικά με την έλευση του Π. Κανελλόπουλου στη Μέση Ανατολή, όπου ανέλαβε την αντιπροεδρία της Κυβέρνησης και την ευθύνη της οργάνωσης των Ενόπλων Δυνάμεων της επίσημης Ελλάδας. Ετσι τον Οκτώβριο του 1942 η 1η ταξιαρχία μετείχε και διακρίθηκε στη μάχη του Ελ Αλαμέιν.
Υπήρχε, ωστόσο, πρόβλημα συντονισμού της κυβέρνησης, μια που ο Τσουδερός είχε έδρα το Λονδίνο και ο Κανελλόπουλος το Κάιρο. Το πρόβλημα αυτό ξεπεράστηκε με την εγκατάσταση της Κυβέρνησης στο Κάιρο στις αρχές Μαρτίου 1943.
Μία κρίση, ωστόσο, στο στρατό με πρωτεργάτες στελέχη της Αντιφασιστικής Στρατιωτικής Οργάνωσης εξαιτίας τοποθέτησης στρατηγού φιλοβασιλικών φρονημάτων στην ενοποιημένη διοίκηση των δύο ελληνικών ταξιαρχιών, οδήγησαν στην αντικατάσταση της ηγεσίας τους, στον εγκλεισμό των στρατιωτικών, (συντηρητικών και αριστερών), σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, στην παραίτηση του Κανελλόπουλου, ο οποίος είχε βρεθεί ανάμεσα στα πυρά και των συντηρητικών και των αριστερών αξιωματικών. Η παραίτηση αυτή προκάλεσε ανασχηματισμό της κυβέρνησης.
Μετά την κρίση ο Τσουδερός κάλεσε τις αστικές πολιτικές δυνάμεις να αποστείλουν στην Αίγυπτο τριμελή επιτροπή για διαβουλεύσεις με την Κυβέρνηση και για συμμετοχή τους σε κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Επειδή, όμως, ο βασιλιάς αρνούνταν να δηλώσει ότι αποδεχόταν επίλυση του πολιτειακού με δημοψήφισμα, απέκρουαν την ιδέα αποστολής αντιπροσωπείας.
Τον ίδιο μήνα, Ιούλιο 1943, εκδηλώθηκαν νέες ταραχές στους κόλπους της 2ης Ταξιαρχίας, στις οποίες ενεπλάκησαν οι συντηρητικές και αριστερές οργανώσεις του στρατεύματος με αποτέλεσμα διάλυση της Ταξιαρχίας ως μάχιμης και εγκλεισμό και άλλων στρατιωτικών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Στις 10 Αυγούστου 1943, αντιπροσωπεία αντιστασιακών απ΄ την Ελλάδα έφθασαν στο Κάιρο για διαβουλεύσεις προς σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Προϋπόθεση γι΄αυτούς ήταν δήλωση του βασιλιά Γεωργίου ότι δεν θα επέστρεφε στην Ελλάδα πριν από διενέργεια δημοψηφίσματος. Ο βασιλιάς αρνήθηκε. Εξασφάλισε, μάλιστα, τη στήριξη των ηγετών της Βρετανίας και των ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων, ωστόσο, έγινε σαφές ότι οι αστικές πολιτικές δυνάμεις δεν επικροτούσαν την είσοδο στην κυβέρνηση των αντιστασιακών οργανώσεων και ιδίως του ΕΑΜ. Έτσι, οι εκπρόσωποι της αντίστασης αναχώρησαν από το Κάιρο στις 15 Σεπτεμβρίου 1943 χωρίς αποτέλεσμα.
Το σκηνικό θα αλλάξει ριζικά το Φθινόπωρο του 1943, μετά την επίθεση του ΕΛΑΣ εναντίον του ΕΔΕΣ, που θα αποδείξει στις αστικές πολιτικές δυνάμεις αλλά και στους Βρετανούς τη δύναμη του ΕΑΜ, θα δημιουργήσει στις άλλες πολιτικές δυνάμεις φόβους για τις προθέσεις του ΕΑΜ μετά τον πόλεμο και θα οδηγήσει έτσι στη συσπείρωσή τους.
Την εποχή αυτή, το ΕΑΜ πρότεινε στην κυβέρνηση Τσουδερού το σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Ο Τσουδερός τόνισε ότι η συνεργασία προαπαιτούσε παύση των εχθροπραξιών μεταξύ ΕΛΑΣ και των υπολοίπων οργανώσεων.
Τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο 1944, σε επιστολές τους προς τον Τσουδερό, πολιτικοί παράγοντες θα κατηγορήσουν το ΕΑΜ ότι αποβλέπει σε δικτατορία του ΚΚΕ, θα αντιταχθούν στη συνεργασία μαζί του, ενώ θα επιμείνουν στην ανάγκη να διοριστεί ως αντιβασιλιάς ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός και να τονιστεί ότι ο βασιλιάς δεν θα επέστρεφε πριν από τη διενέργεια δημοψηφίσματος.
Το ΕΑΜ, απ΄την πλευρά του, ζητούσε τη διεύρυνση της εξόριστης κυβέρνησης και μεταφορά κλιμακίου της στο βουνό, κάτι που δεν δέχονταν οι πολιτικοί του αστικού χώρου. Παράλληλα το ΕΑΜ προσπάθησε να αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων για σχηματισμό κυβέρνησης του βουνού, πιθανότητα ως εναλλακτική λύση σε περίπτωση που δεν γινόταν εφικτή η συγκρότηση ενιαίας κυβέρνησης. Η ίδρυση της ΠΕΕΑ (Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης) στις 10 Μαρτίου 1944 και η πρόσκλησή τους για σχηματισμό ενιαίας κυβέρνησης προκάλεσαν ραγδαίες εξελίξεις.
Ο Τσουδερός αντέδρασε προσκαλώντας στη Μέση Ανατολή πολιτικούς από τη κατεχόμενη Ελλάδα και όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις για διαπραγματεύσεις με σκοπό τη σύσταση ενιαίας Κυβέρνησης, αλλά απέρριψε και πάλι εγκατάσταση κλιμακίων της στο βουνό. Την ίδια ώρα, σχεδόν το σύνολο των αστών πολιτικών συμφωνούσε στην αναγκαιότητα να δηλωθεί ότι η επιστροφή του Γεωργίου δεν θα πραγματοποιούνταν πριν από διενέργεια δημοψηφίσματος, αλλά ο βασιλιάς εξακολουθούσε να αντιδρά και να μη δέχεται διορισμό αντιβασιλιά του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού.
Οι εξελίξεις θα λάβουν νέα τροπή με τη σοβαρή κρίση, που θα εκδηλωθεί με κίνημα στο στρατό της Μέσης Ανατολής. Η κρίση αυτή θα αποτελέσει το τελικό βήμα για να πεισθούν οι αστοί πολιτικοί για την αναγκαιότητα της μεταξύ τους συνεργασίας απέναντι στο ΕΑΜ.
Αλλά τα περί του κινήματος αυτού τον Απρίλιο του 1944 και περί του συνεδρίου του Λιβάνου θα γίνει λόγος σε άλλο σημείωμα.
Υ.Γ. Για όλα αυτά χρησιμοποιήθηκε ως πηγή η Ιστορία Ελληνικού Έθνους Εκδοτικής Αθηνών.