Όπως οι λέξεις «εστία», «φιλότιμο» κ.ά. έτσι και το «καφενείο» δεν έχει την αντίστοιχή του, σε άλλες χώρες.
Είναι από τις δύσκολες ελληνικές λέξεις, γιατί τον χώρο και τη λειτουργία του, τη χαρακτηρίζει μια ιδιομορφία. Ένας ιδιότυπος τρόπος. Εκφράζει ένα συνονθύλευμα ασυναρτησιών, που συνεχώς ανανεώνονται και για τούτο το κάνει ελκυστικό. «Τι το πέρασες εδώ, καφενείο;» Και δίνει στον χώρο, την έννοια της αταξίας, του χώρου, που όποιος θέλει μπαινοβγαίνει, της οχλαγωγής. «Δεν έχω μούτρα να βγω στο καφενείο». Λες κι αυτό είναι ο κριτής, το μέτρο κοινωνικής αναγνώρισης. Παρά την αντίθετη θεώρηση, ο Έλληνας, το θεωρεί σπίτι του. Η πατρότητα του καφενείου, ανήκει στους Πέρσες. Από κει πέρασε στους Άραβες, στους Τούρκους και τελευταία στη Ρωμιοσύνη, με ποικίλες εκφάνσεις. Στην εποχή του Όθωνα φυτρώνει το πρώτο καφενείο, «Η ΩΡΑΙΑ ΕΛΛΑΣ» (BELLA GRECIA) στην Αθήνα. Θαμώνες η ελίτ της πρωτεύουσας. Εξοπλισμένο με μπιλιάρδο, σκάκι, τράπουλες και φυσικά το τάβλι. Το τάβλι είναι ο βασιλιάς των παιγνιδιών. Βασίλισσα είναι η πρέφα. Το τάβλι πρυτανεύει και σήμερα. Ρίγη συγκινήσεως και ακουστικής πανδαισίας, προκαλούν στον ταβλαδόρο, οι δύο διάστικτοι κύβοι (ζάρια) καθώς κατρακυλούν στο τάβλι. Τέσσερα εναγώνια μάτια, αναμένουν τον ποθητόν δι' έκαστον παίχτη συνδυασμόν των δύο ακμών του κύβου.
Τελικώς οι κύβοι ηρεμούν και προκαλούν κραυγές εκνευρισμού ή και ανακούφισης που εκστομίζονται από παίκτες και ταβλοθεατές.
Παράλληλα τα έγχρωμα πούλια, ενίοτε στενάζουν από την «γκίνια» και την αναποδιά των δύστροπων ζαριών.
Δίπλα το «Καρέ της Πρέφας» ή του «κουμ-καν», αποτελούν σταθερή αξία και μεταμορφώνουν το καφενείο, σε στέκι στοιχειώδους τζόγου, με ενδεχόμενο ένα λαθραίο μπαρμπούτι.
Ψυχολόγοι και ψυχοδιαγνώστες, ταλαιπωρούνται με τεστ, ερωτηματολόγια κ.ά. τεχνάσματα, για να διακρίνουν την ψυχοσύνθεση και τον χαρακτήρα του ανθρώπου. Μέγα λάθος. Ας έλθουν στο καφενείο και εν τω άμα, θα προβούν σε επιτυχείς ψυχοδιαγνώσεις, παρατηρούντες τους ταβλαδόρους. Ο τρόπος, που ρίχνουν τα ζάρια, που κτυπούν τα πούλια ή βγάζουν μπαλαντέρ και καίνε τους άλλους, το συνεχές αναμμένο τσιγάρο, τα αθυρόστομα μαργαριτάρια, οι έντονες αντεκδικήσεις ή το βίαιο κλείσιμο του ταβλιού, αποκαλύπτουν χαρακτήρες. Όσοι διάβασαν τον «Παίχτη» του Ρώσου συγγραφέα Ντοστογιέφσκι θα απήλαυσαν χαρακτηρολογικές περιγραφές, λίαν ενδιαφέρουσες.
Τα καφενεία πέρασαν μέρες δόξης και μεγαλείου. Κάποτε φύτρωναν σαν μανιτάρια. «Τόσα καφενεία, όσες και οι περιιπτάμενες του καφέ μύγες», σάρκαζαν τα έντυπα της εποχής. Ο αστισμός και η αστυφιλία πολλαπλασίασαν τα καφενεία. Ήταν τα στέκια, που θα συναντούσε κανείς τους πατριώτες του, το συνάφι ή τους εργοδότες του, με ένα ηδύγευστο καφεδάκι. Επίσης κέντρο διακίνησης ιδεών και νέων. Φροντίζει μάλιστα ο καφετζής να αγοράζει 2-3 φύλλα, «προς χρήση των θαμώνων».
Αποκλειστικοί θαμώνες, οι άνδρες. Ίσχυε η απαγόρευση για τις γυναίκες. Καμία δεν παραβίαζε το άβατο. Άλλο που σήμερα, ιδίως σε χωριά, μένουν οι καφετζούδες στο πόδι του άντρα, που πήγε για δουλειά ή που πέθανε. Αν κάποια γυναίκα τολμούσε να περάσει κοντά από καφενείο, οι θαμώνες την έτρωγαν με τα μάτια τους ή της πετούσαν σπόντες και σφυρίγματα. Μερικές όμως καμένες από το καφενείο, εκδικούνταν σαν γύριζε ο σύζυγος στο σπίτι. «Πάλι στο καφενείο ανεπρόκοπε; Βρομοκοπάς τσιγαρίλα!» Και τα βράδια στο χωριό μου, κανείς δεν έπιανε πιρούνι αν δεν επέστρεφε ο κύρης! Το καφενείο παλιότερα, αλλά και σήμερα ακόμα, αποτελεί καταξίωση του κάθε θαμώνα.
Με το αντίτιμο ενός καφέ, έμπαινες σε μια άτυπη λέσχη «Κυρίων». Κι όταν κανένας σπιλωνόταν η υπόληψή του, δεν ήταν να περάσει το κατώφλι τού καφενείου. Αποτελούσαν μάλιστα και χώρο κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα απέφευγαν τα συνοικιακά καφενεία. Ο «Ζαχαράτος» λ.χ. στην Αθήνα, ήταν καφενείο προσιτό, μόνο σε πολιτικούς, καλλιτέχνες και την αθηναϊκή ελίτ.
Τα καφενεία κυρίως των χωριών, είχαν την ευελιξία της μεταμόρφωσης. Η χρήση κι ο σκοπός τους, όπως είπαμε, ενέπιπταν στην ασυναρτησία. Οι θίασοι, τα περιοδεύοντα μπουλούκια και μουζικάντηδες εδώ έκαναν τη σκηνή τους, για να ερμηνεύσουν «Το Τάσο και την Γκόλφω», την πονεμένη μάνα» κ.ά. Στις εκλογές, ερχόταν ο πολιτικός να τους παραμυθιάσει, με τ' ατέλειωτα «ΘΑ». Εδώ οι ομιλίες, τα εκλογικά κέντρα, οι κομματάρχες, που κερνούσαν «τσίπρα» και καφέδες, προς άγραν ψήφων. Στο Πανεπιστήμιο είχαμε το δικό μας καφενείο, το φοιτητικό, στη Σόλωνος με ομηρικές ταβλομαχίες. - Ο καφετζής φιλικός, γρήγορος, εξυπηρετικός... και πληροφοριοδότης. Ο δε καφές ήταν ο θεμελιώδης λίθος της καφενειακής λειτουργίας. Ο κρίκος, που έδενε θαμώνες, στέκι και καφετζή. Ο ευπρεπισμός της αίθουσας, ανάλογος της ψυχοσύνθεσης του καφετζή. Ο ευαίσθητος προτιμούσε τις Γενοβέφες, τους σταρ της εποχής, τα τοπία της φύσης. Ο Ελληναράς έβαζε, ήρωες του ΄21, Βασιλιάδες, σκηνές μαχών. Ο φίλαθλος κρεμούσε φάσεις αγώνων, ινδάλματα της μπάλας. Πάντα όμως με το μπακιρένιο μπρίκι στη χόβολη, να φτιάξει τον μέτριο, τον πολλά βαρύ και όχι, τον γλυκύ βραστόν. Να ικανοποιήσει κάθε αδυναμία του πελάτη. Ο δικός μου μάλιστα καφετζής, ο Δημήτρης στη στοά της Κούμα, πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός, με μια ιδιόμορφη παρέα. Πέντε έξι παπάδες σε μια γωνιά, συνταξιούχοι, συγκροτούν Ιερά Σύνοδο κάθε πρωί και μεταξύ χαμαιμηλίου και τέιου, πιάνουν εν χορώ και σότο βότσι, κανένα τροπάρι ή απολυτίκιο. Σε αντίθεση με την παραπλεύρως συντροφιά, όπου διαπληκτίζονται, Γαλάζιοι και Πράσινοι, ψώνια της πολιτικής. Παλιότερα ήκμαζαν και τα «φιλολογικά» καφενεία, όπου χαλκεύονταν οράματα και ιδέες.
(Παπαδιαμάντης, Δροσίνης κ.ά.) Οπωσδήποτε όμως η πολιτική, το ποδόσφαιρο, η πλάκα και οι φάρσες, οι κρυφοί έρωτες και νταλκάδες για πολλά χρόνια ήταν συνυφασμένοι με τις φουσκάλες του καφέ.
Σήμερα όπως κάθε παλιό χάνεται στο βασίλειο της λήθης, το καφενείο περνά κρίση. Το αντιμάχεται η καφετέρια, τα παμπ με τα ψηλά σκαμνάκια και τις «Μπόμπες». Πού είναι εκείνα τα παλιά καφενεία, που έβγαζαν έξω τα στρόγγυλα τραπεζάκια, με το ολόλευκο μάρμαρο. Υπαίθριο κουβεντολόι, Λακριντί. Και ο νεαρός με τον αρειμάνειο μύστακα και το γλυμμένο μαλλί, να περιμένει εναγώνια, τον ξυπόλητο γαβριά να του φέρει το ραβασάκι της καλής του.