Σε κινούμενη άμμο, εξαιτίας της διεθνούς οικονομικής κρίσεως, αλλά και του σκανδάλου της Μονής Βατοπαιδίου, είναι υποχρεωμένη να λειτουργήσει η κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία, εκ των πραγμάτων, είναι υποχρεωμένη να στρέψει όλη την προσοχή της στα δραματικά τεκταινόμενα στο χώρο της οικονομίας, τα οποία πλήττουν (ή θα πλήξουν) ακόμη περισσότερα τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, τα οποία αδιαφορούν για τα όσα «τσέπωσαν» τα διάφορα golden boys εν Ελλάδι και αλλαχού.
Την ίδια, όμως, στιγμή, αυτή καθ’ αυτή η οικονομική κρίση, σε συνδυασμό με το (διεθνώς αποτυχημένο) νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο, που, με πείσμα και δογματισμό, ακολουθούν τα τελευταία χρόνια ο Κώστας Καραμανλής και ο Υπουργός του επί των Οικονομικών Γιώργος Αλογοσκούφης, έχουν προκαλέσει (αθροιστικά με τις σκανδαλώδεις συμπεριφορές ορισμένων «γαλάζιων» στελεχών) βαθιά ρωγμή στις σχέσεις της κυβερνητικής παρατάξεως με την ίδια την κοινωνία.
Και αυτό καταγράφεται σ’ όλες τις έρευνες της κοινής γνώμης, από τις οποίες εμφαίνονται σημαντικές μεταβολές στο εν Ελλάδι πολιτικό σκηνικό, μεταβολές από τις οποίες προκύπτει δυναμική ανατροπής του μέχρι σήμερα παγιωμένου συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων. Από τις έρευνες προκύπτει ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ, ανατρέποντας για, πρώτη φορά στην 5ετία 2004 - 2008, το προβάδισμα, αλλά και την εμφανή πολιτική ηγεμονία της ΝΔ.
Μια ανάκαμψη η οποία οφείλεται στην επάνοδο στο «πράσινο» στρατόπεδο εν πολλοίς δικών του ψηφοφόρων, που ξεκίνησαν να φλερτάρουν με τον ΣΥΝ/ ΣΥΡΙΖΑ.
Βεβαίως, την ίδια στιγμή δεν φαίνεται να «εισπράττει» το ΠΑΣΟΚ από τη ΝΔ τα ποσοστά εκείνα τα οποία θα ήθελε και ανέμενε, ώστε να μπορεί κανείς να ομιλήσει για πλήρη ανατροπή.
Ωστόσο, είναι προφανές από όλες σχεδόν τις έρευνες της κοινής γνώμης ότι αυτό το οποίο πολλοί αναλυτές έσπευδαν να προεξοφλήσουν, δηλαδή το τέλος του δικομματισμού, ίσως και να μην είναι τόσο ορατό, αν και είναι νωρίς για την εξαγωγή οριστικών συμπερασμάτων, καθώς η κρίση που μαστίζει τις παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες – και θα χτυπήσει αν δεν το έχει ήδη πράξει και την πόρτα της Ελλάδος – λειτουργεί συσπειρωτικά υπέρ των κομμάτων εξουσίας, όσο δείχνουν πως μπορεί να διαχειρίζονται επαρκώς την κρίση.
Το δε γεγονός πως το σενάριο των πρόωρων εκλογών έχει μεν προσώρας απομακρυνθεί, αλλά δεν έχει αποκλειστεί, είναι αυτό που ενεργοποιεί τις κομματικές ταυτίσεις και αυξάνει τις συσπειρώσεις των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας.
Άλλωστε, σε περιόδους μεγάλων κρίσεων και ανασφάλειας, οι πολίτες επιλέγουν σταθερότητα ή, εν πάση περιπτώσει, «αυτό που ξέρουν» και αποφεύγουν να ρισκάρουν. Ο δε «φόβος για το αύριο», σε συνδυασμό με την αδυναμία των κομμάτων της Αριστεράς (ή της άκρας Δεξιάς) να υποδείξουν μιαν πειστική εναλλακτική και εφαρμόσιμη λύση (πέραν της διαχειριστικής) πιθανόν να επανεγκλωβίσει μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος στα υπάρχοντα σχήματα εξουσίας, έστω κι αν θα μπορούσαν να τα αποδοκιμάσουν σε άλλες πιο ήπιες περιόδους.
Υπό το πρίσμα αυτών των δεδομένων, δεν είναι τυχαία δύο βασικά στοιχεία, επί των οποίων κινείται η κυβέρνηση Καραμανλή:
Το πρώτο σχετίζεται με την προβολή του φοβικού διλήμματος «Καραμανλής ή χάος» (και του ξαναζεσταμένου παιγνιδιού «Καραμανλής ή Παπανδρέου, με το σημερινό πρωθυπουργό να θεωρείται ακόμη καταλληλότερος) και το δεύτερο με την εκ μέρους του Κώστα Καραμανλή προσπάθεια να αξιοποιήσει αυτήν καθ΄ αυτήν την οικονομική κρίση, για να προβληθεί ως ο εγγυητής της σταθερότητας και της αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας.
Επί της ουσίας, δηλαδή, ο Κώστας Καραμανλής προσπαθεί να πείσει την ελλαδική κοινωνία (πριν αυτή του γυρίσει οριστικά την πλάτη) πως αυτός και η κυβέρνησή του είναι εκείνοι τους οποίους πρέπει να εμπιστεύονται οι πολίτες, σε αντίθεση (προφανώς) με τους λαϊκιστές και τους δημαγωγούς (εννοώντας τη μείζονα αντιπολίτευση) που, είτε δεν έχουν εναλλακτικές (και εφαρμόσιμες) λύσεις και προτάσεις, είτε υπόσχονται παροχές, οι οποίες απαιτούν επιπλέον κονδύλια, τα οποία, όπως λέει το Μέγαρο Μαξίμου, δεν υπάρχουν.
Βεβαίως η κυβέρνηση δεν απαντά στο ερώτημα πώς δεν υπάρχουν αυτά τα κονδύλια, όταν την ίδια στιγμή βρίσκονται ως δια μαγείας, δισεκατομμύρια ευρώ για τη διάσωση των τραπεζών και των υπερκερδών τους.
Ο πρωθυπουργός προσπαθεί, με άλλα λόγια, να αξιοποιήσει την οικονομική κρίση και να «γυρίσει τα πάνω κάτω», ώστε να εξασφαλίσει η ΝΔ την ανάκαμψη της εκλογικής της επιρροής και να επανακτήσει την πρώτη θέση στις πρώτες επερχόμενες εκλογές.
Αλλά για να συμβεί αυτό απαιτούνται και πρακτικά μέτρα, πέραν των ποικίλων επικοινωνιακών και ανέξοδων τρικ (όπως οι φραστικές εγγυήσεις για την αντοχή της οικονομίας και των τραπεζών, ή της προσπάθειας, μέσω των διεθνών και αναγκαστικά υποχρεωτικών επαφών του πρωθυπουργού με τους ευρωπαίους ηγέτες και τραπεζίτες, να καταδείξει πως είναι αυτός που θεωρείται ο πιο αξιόπιστος Έλληνας συνομιλητής από τους ευρωπαίους ηγέτες), δηλαδή απαιτείται στροφή στην κοινωνία.
Γιατί η κρίση δεν αντιμετωπίζεται με επικοινωνιακά τρικ, αλλά απαιτεί αντιμετώπισή της με κοινωνικά κριτήρια, διότι έτσι και μόνον έτσι θα καταστεί δυνατόν (στο μέτρο του εφικτού) να καταλαγιάσει πραγματικά το οργισμένο και πενόμενο τμήμα της κοινωνίας (και συνακόλουθα και της «γαλάζιας» εκλογικής βάσεως). Αυτό, όμως, για να συμβεί σημαίνει ουσιαστικά αλλαγή της οικονομικοκοινωνικής πολιτικής, δηλαδή απομάκρυνση από το άκρατα νεοφιλελεύθερο μοντέλο αναπτύξεως. Δηλαδή λελογισμένο παραμερισμό των νεοφιλελεύθερων και είσοδο στην κυβέρνηση στελεχών που απηχούν τις απόψεις της λεγομένης λαϊκής δεξιάς, στελεχών που φρονούν πως πρέπει να στηριχθεί η κατακερματισμένη κοινωνική συνοχή, ώστε να αποφευχθούν – στο μέτρο του δυνατού – κοινωνικές εκρήξεις και δη οι ανεξέλεγκτες. Εν κατακλείδι, αν αυτό συμβεί μπορεί να σημάνει ακόμη και αλλαγή φρουράς στο Υπουργείο Οικονομικών (παρά τις εκφραζόμενες επιφυλάξεις για μια τέτοια αλλαγή εν μέσω μίας κρίσεως, η οποία, κατά γενική εκτίμηση, αποδεικνύεται πολύ πιο επικίνδυνη απ’ ό,τι είχε αρχικώς υπολογιστεί, άλλοι δε λένε πως είναι αναγκαία η παραμονή του σημερινού Υπουργού για όσο διαρκεί η κρίση, προκειμένου να μην «καεί» το μήνυμα της ανανεώσεως που θα θελήσει να προβάλει η κυβέρνηση με μια αλλαγή φρουράς στο οικονομικό επιτελείο) και με αλλαγές των προσώπων εκείνων, που έχουν προκαλέσει την κοινωνία με τις πάσης φύσεως σκανδαλώδεις συμπεριφορές ή πολιτικές τους.