Η μυθολογία και η ιστορία μας διδάσκουν για φυσικά φαινόμενα, καταστροφικά τις περισσότερες φορές, τα οποία είναι δείγματα της συνεχούς μεταβολής του πλανήτη.
Χαρακτηριστικά παραδείγματά της, είναι οι θέσεις των ηπείρων, η ατμόσφαιρα και η θερμοκρασία. Η κίνηση των ηπείρων, οι παγετώνιες περίοδοι και η πυκνότητα της ατμόσφαιρας βρίσκονται σε μια συνεχή αλλαγή που προκαλείται από φυσικά αίτια, χωρίς καμία παρέμβαση του ανθρώπου.
Κατά τη γέννησή της, η Γη ήταν μια καυτή, αφιλόξενη σφαίρα με ατμόσφαιρα παρόμοια με του Ήλιου, η οποία όμως μέσα από τα εκατομμύρια χρόνια συνεχούς μεταβολής, έφτασε να είναι ο σημερινός πρασινογάλαζος πλανήτης. Φυσικά αυτές οι διαδικασίες δεν είναι ορατές κατά τη διάρκεια της ζωής του μέσου ανθρώπου, διότι διαρκούν χιλιάδες ή και εκατομμύρια χρόνια. Όμως, ενώ μέχρι τώρα η αλλαγή του κλίματος γινόταν από φυσικά αίτια και χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, ο 20ός αιώνας με την τεράστια βιομηχανική και τεχνολογική εξέλιξη, και την άκρατη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και του περιβάλλοντος, σηματοδοτεί την περίοδο κατά την οποία ο ανθρώπινος παράγοντας έχει πλέον πολύ ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωσή του. Η χωρίς φραγμούς και χωρίς την απαραίτητη γνώση για το περιβάλλον οικονομική ανάπτυξη, η οποία θεωρήθηκε πανάκεια για την ανθρωπότητα, είναι αυτή που προκαλεί τόσο σοβαρούς τριγμούς στην κλιματική δομή του πλανήτη. Αυτό που η φύση διαμόρφωσε μέσα σε εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια κατάφερε ο άνθρωπος να αποσταθεροποιήσει και να το οδηγεί στην κατάρρευση μέσα σε μερικές δεκαετίες.
Η αιθαλομίχλη, το φωτοχημικό νέφος, η όξινη βροχή, ήταν τα πρώτα σημάδια της υποβάθμισης της ατμόσφαιρας, ενώ από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και μετά η φύση αρχίζει πλέον να προειδοποιεί με σοβαρές ενδείξεις για την ανθρώπινη παρέμβαση, καθώς αρχίζει η κατάρρευση της προστατευτικής ασπίδας του όζοντος, πρώτα πάνω από την Ανταρκτική και μετά σε πιο ευρεία κλίμακα. Επιπλέον, είναι γεγονός ότι εκτός των σοβαρών επιπτώσεων στο όζον, η επιβάρυνση της ατμόσφαιρας με αέρια υπεύθυνα για τη ρύθμιση της θερμοκρασίας του πλανήτη, όπως το διοξείδιο του άνθρακα και το μεθάνιο, συνεχίζεται με ανησυχητικά αυξανόμενους ρυθμούς και με ορατές τις συνέπειες της υπερθέρμανσης της Γης. Χαρακτηριστικό στοιχείο είναι ότι ο άνθρωπος στα τελευταία 100 χρόνια παρήγαγε τόσο διοξείδιο του άνθρακα όσο απορρόφησε η φύση με τη φωτοσύνθεση μέσα σε 1,5 δισεκατομμύριο χρόνια.
Κύρια ευθύνη για την παραγωγή αυτών των αερίων φέρει η καύση πετρελαίου και άνθρακα για την παραγωγή ενέγειας. Τα λεγόμενα ορυκτά καύσιμα εξακολουθούν σήμερα και είναι η κύρια μορφή ενέργειας που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος και σε συνδυασμό με την πληθυσμιακή αύξηση στον πλανήτη, κατά 800 εκατομμύρια μέσα στην τελευταία δεκαετία και την ανεξέλεγκτη συσσώρευση θερμοκηπικών αερίων έχουν δραματικές συνέπειες στην κλιματική ισορροπία. Ολόκληρες εκτάσεις απειλούνται με ερημοποίηση, αλλάζουν οι ζώνες βροχής, τα ακραία καιρικά φαινόμενα είναι ολοένα και συχνότερα, όπως προκύπτει από εκθέσεις εμπειρογνωμόνων της Ε.Ε. Η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο αυτών των φαινομένων ενώ οι επιστημονικές μελέτες καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα και για την υπόλοιπη Ευρώπη. Η ανάγκη για άμεση λήψη αυστηρών μέτρων είναι άμεση, αλλά η πορεία προς τη σταθεροποίηση του κλίματος θα είναι δύσκολη, διότι στις ήδη υπάρχουσες μεγάλες βιομηχανικές χώρες έχουν προστεθεί καινούριες, με υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, κατά συνέπεια και εκλύσεων αερίων του θερμοκηπίου, όπως η Ινδία και η Κίνα, όπου ο έλεγχος είναι ανύπαρκτος.
Η Ε.Ε. έχει δεσμευτεί για μείωση κατά 20% των εκλύσεων θερμοκηπικών αερίων μέχρι το 2020, όμως εκείνη τη χρονιά η Ευρώπη θα παράγει μόνο το 10% από το σύνολο των αερίων του θερμοκηπίου στον πλανήτη, επομένως η μείωση στο 20% από τις χώρες της Ευρώπης θα έχει μικρό αποτέλεσμα, της τάξης του 2,5% επί του συνόλου, όταν απαιτείται 40% για να επέλθει κλιματική σταθεροποίηση. Από την άλλη πλευρά, Κίνα, ΗΠΑ, Ινδία και Ιαπωνία θα παράγουν το 65% του συνόλου των αερίων κατά το 2020, καθιστώντας την ευρωπαϊκή πολιτική μείωσης κατά 20% αρχικά και ακόμα περισσότερο στις επόμενες δεκαετίες, μια ηρωική πράξη με μηδαμινό σχεδόν αποτέλεσμα. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι πρέπει να μειωθεί δραστικά η χρήση ορυκτών καυσίμων κυρίως στη βιομηχανία, στις μεταφορές και στον οικιστικό τομέα, που είναι και οι πιο ενεργοβόροι, και να αντικατασταθούν με άλλες, πιο φιλικές προς το περιβάλλον μορφές ενέργειας.
Η χρήση των λεγόμενων και Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, είναι, δυστυχώς, περιορισμένη στη χώρα μας, όπως προκύπτει από την έκθεση για το Αναμενόμενο Επίπεδο Διείσδυσης των ΑΠΕ και περιορίζεται κυρίως στην αιολική, ένα μικρό ποσοστό στην υδροηλεκτρική και τα φωτοβολταϊκά συστήματα, ενώ δεν υπάρχει καμμία αξιοποίηση της γεωθερμικής ενέργειας. Η απουσία της τελευταίας είναι σοβαρό πλήγμα, καθώς η χώρα μας έχει διαπιστευμένο γεωθερμικό δυναμικό και την απαραίτητη τεχνολογία για την αξιοποίησή της στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, στην παραγωγή υδρογόνου, τη θέρμανση των σπιτιών κ.λπ.
Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει και στην ανάγκη της χώρας για τεχνολογία παραγωγής υδρογόνου από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ειδικά τη στιγμή που η γεωθερμική δυναμική της Ελλάδος είναι απο τις υψηλότερες στην Ευρώπη μαζί με της Ισλανδίας και της Ιταλίας, και απόλυτα φιλική προς το περιβάλλον, σε αντίθεση με τις ανακρίβειες που έχουν ακουστεί κατά καιρούς. Η χρήση του υδρογόνου στις μεταφορές και στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας θα μειώσει σημαντικά την εξάρτηση της χώρας από τα ορυκτά καύσιμα, θα δώσει λύσεις στο ενεργειακό πρόβλημα και θα καλύψει σημαντικό μέρος των υποχρεώσεών μας προς το Πρωτόκολλο του Κιότο και την επερχόμενη μετά-Κιότο Συνθήκη για το περιβάλλον. Απαραίτητη είναι η χάραξη μιας πολιτικής εξοικονόμησης ενέργειας και μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής για τη μετάβαση σε μια οικονομία απεξαρτημένη από το πετρέλαιο και τον άνθρακα, κατά το παράδειγμα της Ισλανδίας, η οποία έχει σαν στόχο την πλήρη απεξάρτησή της από το πετρέλαιο μέχρι το 2010. Αντιστοίχως, η Σουηδία έχει θέσει αντίστοιχο στόχο για το 2020.
Ιδιαίτερα σημαντική πηγή ενέργειας για τη χώρα μας που έχει υψηλή ηλιοφάνεια, είναι και η ηλιακή ενέργεια, η οποία επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στην παραγωγή υδρογόνου, ενώ πιλοτικά προγράμματα αξιοποιήσης της αιολικής δυναμικής για την παραγωγή υδρογόνου εφαρμόζονται από το Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας με ιδιαίτερη επιτυχία. Η παραγωγή υδρογόνου μπορεί να αντικαταστήσει το πετρέλαιο στις αστικές μεταφορές στη χώρα μας και είναι αποδεδειγμένο ότι η μετατροπή των αστικών λεωφορείων σε υδρογονοκίνητα είναι εύκολη και χαμηλού κόστους και θα επιφέρει σημαντική ελάφρυνση στην ατμόσφαιρα.
Επομένως, είναι ξεκάθαρα αναγκαία η αναβάθμιση της εθνικής νομοθεσίας ώστε να ενθαρρύνεται η επένδυση και χρήση των ΑΠΕ, στις βιομηχανίες και στις μεταφορές, η επιδότηση της χρήσης ηλιακής και γεωθερμικής ενέργειας στις μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες και η θέσπιση φορολογικών ελαφρύνσεων στους ιδιώτες που θέλουν να θερμάνουν τα σπίτια τους με ηλιακή ή γεωθερμική ενέργεια.
Η επιτυχής εφαρμογή όλων των παραπάνω μέτρων, θα λύσει σε σημαντικό βαθμό το ενεργειακό πρόβλημα της χώρας και θα συμβάλλει καταλυτικά στη μείωση της ατμοσφαιρικής επιβάρυνσης, με προφανείς θετικές συνέπειες για την ποιότητα ζωής των Ελλήνων στο μέλλον, σε ένα υγειώς μεταβαλλόμενο κλιματικό σύστημα.
* Ο Κων/νος Αγοραστός είναι αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονία, βουλευτής Λάρισας της ΝΔ