Ήταν καλοκαίρι του 1952. Από το 1950 οι κάτοικοι της ορεινής κοινότητος Κρανιάς Ολύμπου, είχαν επιστρέψει από την πρωτεύουσα του νομού τους, τη Λάρισα, στο ερημωμένο χωριό τους, το οποίο το είχαν εγκαταλείψει μερικοί από το έτος 1947. Το 1950 όμως, ήταν σημαδιακό για όλη την Ελλάδα, γιατί ο παραλογισμός του εμφυλίου είχε καταθέσει τα όπλα του. Ο σιδηρόδρομος, που ήταν περιουσία του ελληνικού λαού, ανέλαβε να μεταφέρει δωρεάν, τους κατοίκους της υπαίθρου, μαζί με το σπιτομάζωμά τους και τα ζώα τους, κυρίως πρόβατα και γίδια, με σκοπό να εγκατασταθούν και πάλι στον τόπο που είχαν γεννηθεί. Κατά τη διάρκεια της τριετούς και πλέον απουσίας τους, την κυριότητα των σπιτιών, τη διεκδικούσαν οι σκορπιοί που εμείς τους λέγαμε «πουρδουκάβρες», τα φίδια και τα τρωκτικά.
Αυτό το δυσάρεστο γεγονός, δεν εμπόδισε κανέναν Κρανιώτη, από τού να επιστρέψει και να εγκατασταθεί και πάλι στο χωριό του.
Τα στατιστικά στοιχεία μάς λένε, ότι το 95% των κατοίκων επέστρεψε στις ερηπωμένες και φτωχές των κατοικίες. Εκεί άρχισε μια φιλότιμη προσπάθεια να αρχίσουν πάλι από το μηδέν και να δημιουργήσουν συνθήκες ομαλές για τις οικογένειές τους. Από τις πρώτες μέρες του επαναπατρισμού, φάνηκε καθαρά, ότι οι ταλαιπωρημένοι αυτοί άνθρωποι, δεν είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο τη φτώχεια, την ανέχεια και τις δύσκολες καιρικές συνθήκες. Μπροστά τους βρήκαν το ανέλεκτο τέρας του διχασμού. Ο εμφύλιος είχε τελειώσει το 1949, αλλά το ελλογεύουν θηρίο του μίσους, δεν είχε καταθέσει ούτε προς στιγμήν τα βρομερά του όπλα. Κατόρθωσε και εγκαταστάθηκε για πολλές δεκαετίες στις ψυχές των Ελλήνων, με καταστροφικά όπως γνωρίζουμε αποτελέσματα. Το ανασυγκροτούμενο υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων όπως ελέγετο τότε, έπιασε δουλειά.
Και φρόντισε τα νεαρά Ελληνόπουλα, που δεν ευθύνονταν καθόλου για την ανεπίτρεπτη σφαγή, να τραφούν τόσο πνευματικά, όσο και υλικά. Επάνδρωσε όλα τα χωριά με δασκάλους. Φρόντισε να βρει αίθουσες διδασκαλίας, επισκεύασε τα κατεστραμμένα ευτυχώς όχι από Έλληνες, σχολεία αλλά από τους Γερμανούς που προηγήθηκαν, εξέδωσε σχολικά βιβλία και έκανε και ένα βήμα παραπάνω, επιλέγοντας νεαρά βλαστάρια, αγόρια και κορίτσια, που δεν μπορούσαν οι οικογένειές τους να τους θρέψουν επαρκώς, και οργάνωσε παιδικές κατασκηνώσεις, στις οποίες φιλοξενούνταν αυτά τα παιδιά για 15 έως 20 ημέρες σε τοποθεσίες εξαιρετικής ομορφιάς και ιδανικού κλίματος, που είχαν επιλεγεί και αξιολογηθεί από υπαλλήλους του υπουργείου Παιδείας.
Μια τέτοια επιλογή (όπως από τρίτους λέγεται από τις καλύτερες) είχε επιλεγεί παμψηφεί και στο χωριό μας. Αφού έγιναν οι απαραίτητες διαδικασίες, ξαφνιαστήκαμε κάποιο πρωινό που ακούσαμε τον αγκομαχητό των κουρασμένων παλιών φορτηγών αυτοκινήτων να περνάνε από τα στενά περάσματα του χωριού και να κουβαλάνε στις ανοιχτές τους καρότσες το πολύτιμο φορτίο των παιδιών που για πρώτη φορά έρχονταν στον ιδιαιτέρου κάλλους, αυτό χώρο να περάσουν ένα 20ήμερο ξεγνοιασιάς, παιχνιδιού και άφθονου φαγητού. Η άφιξη των παιδιών, έγινε γνωστή σε όλους μας, από την αίσθηση της ακοής, η οποία μας ενημέρωσε, ότι στο χωριό ανεβαίνει αυτοκίνητο. Η θέα του αυτοκινήτου ήταν σαν ατραξιόν για μας, ισοδυναμούσε με την ευχαρίστηση που νιώθει σήμερα ένα παιδί βλέποντας μια υπέροχη παράσταση τσίρκου. Και κυριολεκτώ όταν σας το λέω αυτό. Η έκπληξή μας και ο θαυμασμός, εκτόξευσαν το ενδιαφέρον μας στα ύψη. Και τούτο οφειλόταν στο περιεχόμενο της καρότσας του αυτοκινήτου, το οποίο αντί να έχει τσουβάλια με γεωργικά προϊόντα, είχε έναν υπερβολικό μεγάλο αριθμό παιδιών, τα οποία αδιαμαρτύρητα στριμώχνονταν, επάνω στην καρότσα του φορτηγού. Και τότε ακούστηκαν επιφωνήματα έκπληξης και θαυμασμού. Όλοι μικροί - μεγάλοι άρχισαν να λένε: Οι - οι -οι ήρθαν τα ΛΑΡΣΝΟΥΛΙΑ. Τα αυτοκίνητα κατευθύνονταν για τον τελικό τους προορισμό, ενάμισι με δύο χιλιόμετρα επάνω από το χωριό σε μια πανοραμικότατη θέση. Εμείς ακολουθούσαμε ξοπίσω τους, αγνοώντας τη σκόνη, που άφθονη και με δύναμη εκτινάσσονταν πίσω από τα αυτοκίνητα. Όποιος νέος μας συναντούσε στο δρόμο προστίθονταν στην παρέα μας και ακολουθούσε χωρίς να ζητά διευκρινίσεις προς τα πού πάμε. Κατά τακτά χρονικά διαστήματα επαναλαμβάναμε χωρίς τα «Οι ήρθαν τα ΛΑΡΣΝΟΥΛΙΑ, ήρθαν τα ΛΑΡΣΝΟΥΛΙΑ». Τα αυτοκίνητα φτάσαν στις κατασκηνώσεις και αποβίβασαν το πολύτιμο φορτίο τους στον εκπληκτικής ομορφιάς αυτόν χώρο. Απ' την αρχή φάνηκε ότι υπήρχε μια μεγάλη οργάνωση, σ' αυτόν το χώρο. Οι ομαδάρχες και οι ομαδάρχισσες παρέλαβαν τα παιδιά που είχαν χρεωθεί, ενώ οι ασχολούμενοι με την παρασκευή του φαγητού, εργάζονταν εντατικά για να προσφέρουν στα παιδιά υπέροχες, άγνωστες για πολλά, γεύσεις. Το πρώτο γεύμα, πραγματοποιήθηκε σε τελείως διαφορετικό περιβάλλον απ' ό,τι γνώριζαν μέχρι τότε. Τηρήθηκαν όλοι οι τύποι έγινε ομαδική προσευχή και τα παιδιά απόλαυσαν το πρώτο τους γεύμα. Η υπακοή στους ομαδάρχες τους ήταν υποδειγματική, όπως ήταν και η αγνότητα και η αυταπάρνηση των υπευθύνων της κατασκήνωσης. Ήταν ακόμα η εποχή της αγνότητος. Και αυτό διακρινόταν πάρα πολύ καθαρά στην όλη ατμόσφαιρα. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν παιδεραστές και αν υπήρχαν μερικοί, δεν τολμούσαν να εκδηλώσουν και να πράξουν τις επαίσχυντες ορέξεις τους. Και τούτο γιατί, τόσο η δικαστική εξουσία, όσο και η κοινωνία δεν συγχωρούσαν και δεν άφηναν ατιμώρητο με σκληρότατες ποινές, κανέναν τέτοιον κακούργο. Τα παιδιά έρχονταν καθαρά στη σκέψη και στο σώμα και έφευγαν πεντακάθαρα για να παραδοθούν στους γονείς των, αναβαθμισμένα τόσο σωματικά όσο και πνευματικά με καινούργιες εμπειρίες και γνώσεις που αποκόμισαν στο αμόλυντο περιβάλλον για 15 έως 20 ημέρες. Αξέχαστα θα μας μείνουν εκείνα τα δειλινά, που ο ήλιος κρυβόταν πίσω από τις ράχες, που περικλείουν, το υπέροχο αυτό τοπίο και απλώνονταν πλουσιοπάροχα η σκιά, η οποία σε καλούσε να σηκωθείς και να παίξεις, ενώ το αεράκι που ερχόταν δροσερό από την αγκαλιά του Αιγαίου, αναζωογονούσε τη διάθεση, διεγείροντας όλα τα κύτταρα του σώματος, να δραστηριοποιηθούν, μέχρις ότου το φως γλυκά - γλυκά, παραχωρήσει τη θέση του στο σκοτάδι. Αλλά και τότε ένα άλλο αριστούργημα αναλάμβανε δράση για να κάνει άκρως ενδιαφέρουσα και τη νύχτα. Πολλές φορές το ολόγιομο, φεγγάρι επρόβαλε από το Αιγαίο και ο αντικατοπτρισμός του έπεφτε στη γαληνεμένη θάλασσα, δίνοντάς τη μια χρυσαφένια όψη. Μπροστά μας και ελαφρώς δεξιά, φώτιζε τον όμορφο Κίσσαβο, με τη σμιλεμένη του κορυφή. Ο πολιτισμός που αποδείχθηκε ότι είναι δίκοπο μαχαίρι, δεν είχε εισβάλει ακόμη, τουλάχιστον στο χωριό μας. Η μέρα ήταν μέρα, η νύχτα ήταν νύχτα, ο χειμώνας ήταν χειμώνας, η άνοιξη ήταν άνοιξη, το καλοκαίρι ήταν καλοκαίρι και το φθινόπωρο ήταν φθινόπωρο. Όταν η σελήνη, απουσίαζε λόγω της εκπληκτικής της περιστροφής, ένα άλλο χάρμα οφθαλμών προσφερόταν πλουσιοπάροχα από τον έναστρο ουρανό που με την μπάντα των γρύλων, οι οποίοι αδιάκοπα παιάνιζαν όλη τη νύχτα, ερέθιζαν τη σκέψη, να θαυμάσει τα μεγαλεία του ουρανού τα οποία αμιδρώς κατανοούσαμε και αμιδρώς εξακολουθούμε να κατανοούμε.
Οι παππούδες μάς έλεγαν μια παροιμία, η οποία διαχρονικά δεν διαψεύτηκε ποτέ «Όταν το μυρμήγκι θέλει να χαθεί, βγάζει φτερά». Ας διερωτηθούμε, τόσο εμείς, πολύ δε περισσότερο, αυτοί που κυβερνούν τον κόσμο, μήπως η κακοποίηση που επιτελείται σ' έναν πλανήτη ξένης ιδιοκτησίας, με τόσο γοργούς ρυθμούς μας εξεμέσει λόγω δικαιολογημένης αηδίας, που αισθάνεται για τους φιλοξενούμενούς του. Αν σταματήσουμε να τον πειράζουμε, θα αποδείξει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ότι διαθέτει εκπληκτικούς μηχανισμούς, με πρωταγωνιστή το νερό και τον αέρα να είναι αυτόνομος, αυτοκαθαριζόμενος, αυτοπροστατευόμενος, αυτοανανεούμενος, αυτοδιαχειριζόμενος τα του οίκου, τόσο επιτυχώς, που οποιαδήποτε ανθρώπινη παρέμβαση, μόνο κακό μπορεί να του κάνει.
Φεβρουάριος 2009 - Κατερίνη
Κων/νος Σπρίντζιος