Η χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να τονώσει την εσωτερική ζήτηση, αλλά και για να διευκολύνει την οικοδόμηση συναίνεσης για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις μειώνοντας την αντίσταση σε αυτές, π.χ. παρέχοντας αποζημίωση στις κοινωνικές ή επαγγελματικές ομάδες που θίγονται από αυτές. Δεδομένου ότι ήδη οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ έχουν εξαγγείλει μέτρα, τα λεγόμενα fiscal stimulus packages, που οδηγούν σε δημοσιονομική χαλάρωση, η προσοχή θα πρέπει να δοθεί ώστε η χαλάρωση αυτή να μην επιδρά αρνητικά στη μελλοντική ανάπτυξη. Συγκεκριμένα, κλαδικές ενισχύσεις σε κλάδους που δεν ενέχουν συστημικό κίνδυνο, μάλλον συγκαλύπτουν τις διαρθρωτικές αδυναμίες και καθυστερούν την αναγκαία προσαρμογή και πρέπει να αποφεύγονται.
Σύμφωνα με το Επικαιροποιημένο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης που υπέβαλε η Ελλάδα, ελήφθησαν πρόσθετα μέτρα αύξησης των δαπανών, π.χ. στα ασφαλιστικά ταμεία και στην αύξηση των αποδοχών στον τομέα της Υγείας, και μείωσης των φόρων (αύξηση επιστροφής ΦΠΑ, αγροτικές αποζημιώσεις) συνδυασμένου ύψους 1,3 δις € ή 0,5% του εκτιμώμενου ΑΕΠ του 2009. Επιπλέον μέτρα αύξησης των δαπανών (π.χ. εις διπλούν καταβολή επιδομάτων ανεργίας, καταβολή επιδόματος κοινωνικής συνοχής) και μείωσης των φόρων (επαναφορά «αφορολογήτου» 10.500 € για τους ελεύθερους επαγγελματίες), προκειμένου να αμβλυνθούν οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης αναμένεται ότι θα έχουν επίπτωση περίπου 0,3% του ΑΕΠ. Εάν η κυβέρνηση αποφάσιζε να μην προχωρήσει σε αυτά τα μέτρα, τότε ceteris paribus το δημοσιονομικό έλλειμμα θα μπορούσε να διαμορφωθεί κάτω του 3% του ΑΕΠ.
Θεωρώ ότι η σφιχτή δημοσιονομική πολιτική που θα μεγεθύνει τον καθοδικό οικονομικό κύκλο δε συνιστάται, καθώς θα δημιουργούσε κοινωνική αναταραχή η οποία θα αποτελούσε τροχοπέδη για την προώθηση και υλοποίηση των απαραίτητων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και εργασίας.
Όσον αφορά στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ενώ ενισχύουν την ευρωστία της οικονομίας και τη μακροχρόνια δυνητική ανάπτυξη, μπορεί να έχουν βραχυπρόθεσμα το αντίθετο από το επιθυμητό αποτέλεσμα. Στην παρούσα παγκόσμια οικονομική κρίση, με δεδομένη την αδυναμία του εξωτερικού περιβάλλοντος, είναι σημαντικό να προωθηθούν εκείνες οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες ενισχύουν την συνολική εσωτερική ζήτηση. Ειδικότερα, οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων, που φιλελευθεροποιούν κλειστές αγορές, ιδίως επιχειρήσεις δικτύων υπό κρατικό έλεγχο (π.χ. τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, μεταφορές), δυνητικά αυξάνουν την είσοδο νέων επιχειρήσεων, την προσφορά νέων προϊόντων ή/και υπηρεσιών και τελικά αυξάνουν την εσωτερική ζήτηση. Αντίθετα άλλες μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων που αποσκοπούν στην τόνωση του ανταγωνισμού μέσω διευκόλυνσης της εισόδου και εξόδου των επιχειρήσεων, στην παρούσα συγκυρία αδύναμης οικονομικής δραστηριότητας είναι πιθανότερο να οδηγήσουν σε καθαρή εκροή επιχειρήσεων με αρνητικά αποτελέσματα, βραχυπρόθεσμα, στην ανεργία και στην κατανάλωση.
Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, θα φέρουν μείωση της ακαμψίας ενώ η μεταρρύθμιση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, μακροπρόθεσμα, αυξάνουν την απασχόληση, μειώνουν την ανεργία και την ανισότητα και βελτιώνουν τη μακροχρόνια βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών. Όμως, η χαλάρωση της προστασίας της εργασίας (Employment Protection Legislation-EPL) και η μείωση του κόστους των απολύσεων, ιδίως σε περίοδο κρίσης, αυξάνει την ανασφάλεια (job insecurity) και έτσι μπορεί να έχει βραχυπρόθεσμα τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα καθώς μπορεί να μειώσει την κατανάλωση των εργαζομένων που θεωρούν τον εαυτό τους ευάλωτο σε πιθανές απολύσεις. Από την άλλη πλευρά, η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος που αποσκοπεί στη μείωση των παροχών στους δικαιούχους, μπορεί να οδηγήσει σε προληπτική αύξηση των αποταμιεύσεων αυτών των δικαιούχων στην προσπάθειά τους να αντισταθμίσουν την απώλεια των μελλοντικών τους συντάξεων.
Τομείς οι οποίοι μπορεί να έχουν άμεσα θετικά αποτελέσματα είναι η αύξηση των δαπανών για ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης (Active Labor Market Policies-ALMP) και για μικρής διάρκειας προγράμματα αρχικής και συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης ώστε να αυξάνεται η απασχολησιμότητα των εργαζομένων και να ενθαρρύνονται οι νυν άνεργοι στην ενεργή αναζήτηση εργασίας.
Επίσης, η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης των χαμηλόμισθων μπορεί να έχει βραχυπρόθεσμα θετικά αποτελέσματα καθώς αυτές οι ομάδες εργαζομένων εμφανίζουν υψηλότερη ροπή προς κατανάλωση, σε σχέση με υψηλότερου εισοδήματος εργαζομένους..
Όσον αφορά στη Νομισματική Πολιτική, επιδιώκουμε την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου της σταθερότητας των τιμών, όπως έχει ορισθεί από την ΕΚΤ. Η σταθερότητα των τιμών είναι η καλύτερη συμβολή των νομισματικών αρχών για την δημιουργία προϋποθέσεων μακροπρόθεσμης ανάπτυξης, όπως επιδιώκει η Ε.Κ.Τ. πληθωρισμός «κάτω αλλά κοντά στο 2%
Από διεθνείς οργανισμούς, αναλυτές αλλά και από τον «έγκυρο» διεθνή οικονομικό τύπο υποστηρίζεται ότι η ΕΚΤ έχει ακόμη περιθώρια για μείωση των επιτοκίων καθώς τα διατηρεί στα επίπεδα του 1,5%, όταν η FED και η BoJ κινούνται στο 0,25%. Μάλιστα τονίζεται ότι έχει ήδη καθυστερήσει. Η μείωση των επιτοκίων θα μείωνε την πίεση στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αλλά και στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις (άμεσα για εκείνους που έχουν συνδεδεμένα τα δάνειά τους με το Euribor). Έτσι, θα τονώνονταν η κατανάλωση ή θα αποπληρώνονταν χρέη με αποτέλεσμα τη χρήση αυτών των ποσών από τις τράπεζες για ανακεφαλαιοποίηση (recapitalization) ή για αύξηση των χορηγήσεων. Επιπλέον, θα μείωνε το κόστος εξυπηρέτησης του δανεισμού, ίσως και τη διαφορά αποδόσεων (spreads) των ελληνικών έναντι των γερμανικών ομολόγων (καθώς τα γερμανικά κινούνται ήδη σε ιστορικά χαμηλά).
* Ο Κωνσταντίνος Αγοραστός είναι αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών της Βουλής