Προβοκάτσια (λατιν. provocatio) είναι η δράση, η ενέργεια του προβοκάτορα, δηλαδή του «βαλτού» που υποκινεί στασιαστικές ενέργειες για να προκαλέσει αντίποινα ή για να οδηγήσει τα πράγματα προς κάποια κατεύθυνση που αυτός επιθυμεί.
Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι ότι συνήθως δεν είναι ευκόλως αποδείξιμη και γι’ αυτό πολλά γεγονότα που σημάδεψαν εξελίξεις διατηρούν τα αρχικά ερωτηματικά γύρω από το πώς και το γιατί τους. Η παρέλευση πάντως ικανού χρόνου μπορεί ορισμένες φορές να φέρει στο φως την αλήθεια.
Έτσι είναι αρκετοί εκείνοι που αποδίδουν σε προβοκάτσια των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ την επίθεση στους δίδυμους πύργους (1 στους 5 Γερμανούς αυτό πίστευε σύμφωνα με σχετική έρευνα και ως γνωστό –από άλλη έρευνα- οι Γερμανοί αναδείχτηκαν ο πιο έξυπνος λαός της Ευρώπης).
Η πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ που χρεώθηκε στους Εβραίους ή η πυρπόληση της Ρώμης από τον Νέρωνα αποτελούν χαρακτηριστικά ιστορικά παραδείγματα προβοκατόρικης δράσης.
Ομοίως η καταστροφή των Ερμών που αποδόθηκε από αντιπάλους στον Αλκιβιάδη, πριν ο τελευταίος ξεκινήσει την εκστρατεία στη Σικελία καθώς και η δολοφονία του πρίγκιπα Φερδινάνδου στο Σεράγεβο απ΄ την οποία ξεκίνησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ή οι πυροβολισμοί κατά των διαδηλωτών το 1944 στο Σύνταγμα από όπου άρχισε ο εμφύλιος αποδίδονται από ορισμένους σε προβοκάτσιες.
Αλλά και πιο πρόσφατα συμβάντα όπως η δημοσίευση των σκίτσων του Μωάμεθ στη Δανία ή η ιστορία των υποκλοπών μέσω της Βόνταφον ή η διακίνηση προεκλογικώς (2004) υβριστικού υλικού εναντίον του Γ. Παπανδρέου ή η υψωμένη -ναζιστικού στιλ- γροθιά στο συνέδριο του ΛΑΟΣ στη Θεσσαλονίκη είναι αμφιλεγόμενα γεγονότα τα οποία πιθανόν να συνιστούν προβοκάτσιες.
Αποτελεί ακόμη συνήθη πρακτική των μυστικών υπηρεσιών πολλών χωρών να διεισδύουν σε οργανώσεις που παρουσιάζουν πολιτικό ενδιαφέρουν (π.χ. η Greenpeace) ή σε μαζικές διαδηλώσεις με στόχο είτε να τις αποπροσανατολίσουν είτε να τις χειραγωγήσουν είτε να τις δυσφημίσουν είτε να τις διαλύσουν προβαίνοντας σε προβοκατόρικες ενέργειες όταν και αν αυτό κριθεί απαραίτητο.
Βγαίνει, από τα παραπάνω, αβίαστα το συμπέρασμα πως οι προβοκάτσιες αποτελούν κατά βάση αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις κρατικών υπηρεσιών ή ομάδων με ειδικά συμφέροντα ή και ατόμων σε βάρος άλλων κρατών, ομάδων ή ατόμων.
Ένα τέτοιο άρωμα προβοκάτσιας, λοιπόν, έμοιαζε να αναδύεται και μέσα από τους καπνούς της καιγόμενης ελληνικής σημαίας στο κτίριο της ΑΣΟΕΕ-επί Βύρωνος του ξακουστού- με στόχο τη δημιουργία κατάλληλου κλίματος ώστε οι κυβερνώντες να προχωρήσουν σε νέες ρυθμίσεις για το Πανεπιστημιακό άσυλο το οποίο, συν τοις άλλοις, υπονομεύεται και εκ των έσω με τα πάρτι και τις άλλες αηδίες των φοιτητοπατέρων.
Παρόμοιο είναι και το άρωμα που αναδύουν, καθώς το θέμα του ασύλου επανασυζητείται, τόσο η πρόσφατη επίθεση «κουκουλοφόρων» εναντίον καταστημάτων και πολυτελών αυτοκινήτων στην πιο γκλαμουράτη συνοικία της πρωτεύουσας όσο και τα γκαζάκια που έβαλαν άλλοι «κουκουλοφόροι» στο γραφείο βουλευτή της παράταξης που κυβερνά προσδίδοντας στο προφίλ του πινελιές συμπάθειας που, εσχάτως, για διάφορους λόγους φαίνεται να τις χρειάζεται.
Είναι φανερό, λοιπόν, πως οι βάρβαροι (βλ. κουκουλοφόροι) μερικές φορές βολεύουν τους άρχοντες στα παίγνια διατήρησης, με κάθε τρόπο, της εξουσίας καθώς αποπροσανατολίζουν, με τη δημιουργία έντονων εντυπώσεων από τις εικόνες καταστροφής που προβάλλουν οι καναλάρχες του κράτους των Αθηνών, από την ουσία των προβλημάτων μεταφέροντας τον προβληματισμό στα δευτερεύοντα και επουσιώδη.
Ταυτόχρονα δίνεται η ευκαιρία να συκοφαντηθεί συλλήβδην η αυθεντικότητα και ο αυθορμητισμός του κινήματος μαθητών και φοιτητών το οποίο επεδίωξε και επιδιώκει να προβάλλει και να διαδηλώσει την αγωνία του για τα αδιέξοδα (περιβαλλοντικά, κοινωνικά, εκπαιδευτικά, πολιτικά, πολιτισμικά) που τους παραδίδουμε και για το ζοφερό μέλλον που τους επιφυλάσσουμε.
Φυσικά καμία σχέση δεν μπορεί να έχουν οι κινητοποιήσεις των νέων μας με τις πρακτικές της κουκούλας και των καταστροφών που προκαλούν οι κάτοχοί της παίζοντας δήθεν το παιχνίδι γάτας-ποντικού με τους αστυνομικούς. Γιατί στην ουσία απο αυτό το παιχνίδι φαίνεται μονίμως να επωφελείται η μία μόνο πλευρά δηλαδή αυτή που θέλει να επαυξάνει και να επιβάλλει το κράτος του φόβου, το κράτος της καταστολής.
Η χρήση όμως τέτοιων μεθόδων συνιστά διολίσθηση σε φασίζουσες πρακτικές που αποκαλύπτουν αφενός παραδοχή αδυναμίας πειθούς μέσα από δημοκρατικό διάλογο και αντιπαράθεση επιχειρημάτων και αφετέρου δείχνουν περαιτέρω στροφή επί δεξιά της κυβερνητικής πολιτικής με στόχο, ως φαίνεται, τα αυξανόμενα ποσοστά του ΛΑΟΣ.
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, όμως, που ανακαλεί μνήμες της δεκαετίας του ΄60, δικαίως θα προκαλέσει την αποστροφή του αποκαλούμενου μεσαίου χώρου και όχι μόνο καταδεικνύοντας πως στις μέρες μας δεν μπορείς να είσαι ταυτόχρονα δούλος δύο αφεντάδων ή για να το πούμε κάπως πιο κομψά, δύσκολα μπορεί να ισορροπεί κανείς σε δύο βάρκες έστω κι αν διαθέτει την στομφώδη ευφράδεια του σημερινού Προέδρου της Ν. Δημοκρατίας και πρωθυπουργού της χώρας.
Πέραν τούτων υπάρχει σοβαρή πιθανότητα, αν ο κ. Καραμανλής επιμείνει σε επιλογές περαιτέρω ανάπτυξης κατασταλτικών μηχανισμών με τη χρήση είτε ιθαγενών είτε αλλοδαπών δυνάμεων, να διαπιστώσει, ιδίοις όμμασι-και όσο η κρίση θα βαθαίνει-ότι όχι μόνον οι νέοι αλλά και η μεγάλη πλειοψηφία των δυσπραγούντων συμπατριωτών μας θα βρεθούν απέναντι στην πολιτική του διότι η φτώχεια η ανεργία ή η απειλή απόλυσης δηλαδή «η θεσμικά αποδεκτή βία» (Φ. Τσαλίκογλου, «ΤΑ ΝΕΑ», 17 Μαρ. 2009) μπορεί να είναι η αιτία που θα κονιορτοποιήσει την κοινωνική μας γαλήνη.
Προφανώς σε μια τέτοια εξέλιξη των πραγμάτων ο λαός μας δεν θα ήταν δυνατόν να κατηγορηθεί από κανέναν ως προβοκάτορας και δη κουκουλοφόρος.
* Ο Δημήτρης Νούλας είναι Χημικός