Πολλές είναι οι αιτίες της κακής πορείας της γεωργίας μας. Αιτίες που έχουν σχέση με το διεθνή ανταγωνισμό, αιτίες που έχουν σχέση με την ελεύθερη διακίνηση των προϊόντων και άρα την ισχυρή πίεση από προϊόντα τρίτων χωρών που παράγονται με πολύ χαμηλό κόστος, αιτίες που σχετίζονται με τις απερίσκεπτες αγροτικές πολιτικές των κυβερνήσεων από τη δεκαετία του ’90 και κυρίως τις αλλοπρόσαλλες πολιτικές της δεκαετίας που διανύουμε, ακόμη και αιτίες που σχετίζονται με κοινωνικές αλλαγές στην ύπαιθρο χώρα. Όλες αυτές οι αιτίες δημιούργησαν τελικά ένα δυσμενές περιβάλλον για τη γεωργία μας, όπου ο καθένας μπορεί να εστιάσει σε έναν ή περισσότερους παράγοντες. Οι κύριες και καθοριστικές παράμετροι που διαμορφώνουν το τοπικό ή εθνικό περιβάλλον και καθηλώνουν τη γεωργία μας σε νεκρό σημείο είναι:
1. Η γεωργία μας δεν είναι ανταγωνιστική. Έχει υψηλό κόστος παραγωγής (ενοίκιο, άρδευση, μηχανήματα, εισροές, σπόροι, λιπάσματα, φυτοφάρμακα, άλλα εφόδια, εργατικά).
2. Τα προϊόντα μας δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της αγοράς.
Δεν μπορούμε να πουλήσουμε στις φθηνές αγορές, διότι παράγουμε προϊόντα με υψηλό κόστος, αλλά δεν μπορούμε να πουλήσουμε και στις καλές-ακριβές αγορές που απαιτούν προϊόντα ποιοτικά, με ταυτότητα, με ασφάλεια και με προϋποθέσεις συνέπειας και συνέχειας, διότι η δική μας γεωργία αδυνατεί ακόμη να παράγει και κυρίως αδυνατεί να διαθέσει τέτοια προϊόντα στην αγορά.
3. Δεν λειτουργούν σύγχρονα συστήματα και δίκτυα εμπορίας.
α) το εμπόριο ασκείται ευκαιριακά και ασύδοτα.
β) οι συνεταιρισμοί, που θα έπρεπε και θα μπορούσαν να αναλάβουν ένα σοβαρό κομμάτι της εμπορίας των αγροτικών προϊόντων, είναι ανύπαρκτοι, αναξιόπιστοι και ανίκανοι, με λίγες ευτυχώς εξαιρέσεις.
4. Αποδιάρθρωση των παραγωγικών υπηρεσιών και μηχανισμών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Υπηρεσίες που σχεδίαζαν, προγραμμάτιζαν, στήριζαν και υπηρετούσαν την παραγωγική διαδικασία, την οργάνωση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων καθώς και τη γεωργική έρευνα αποστελεχώθηκαν, άλλες διαλύθηκαν, άλλες νεκρώθηκαν και αντί αυτών στηρίχθηκαν και επεκτάθηκαν μόνο υπηρεσίες και μηχανισμοί λογιστικής διαχείρισης που μοιράζουν τις οικονομικές ενισχύσεις της Ε.Ε. Απαραίτητες μεν οι διαχειριστικές υπηρεσίες, αλλά όχι να διαλύονται οι παραγωγικές.
Το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι να επικρατεί στους αγρότες κατάσταση σύγχυσης και απογοήτευσης:
- Σύγχυσης, διότι από το Υπουργείο δεν υπάρχει σαφής κατεύθυνση ως προς την αναπτυξιακή πορεία της γεωργίας. Πέρασε ήδη η άποψη ότι, η γεωργία είναι ο φτωχός συγγενής και το βαρίδιο της εθνικής οικονομίας, οι δε αγρότες να θεωρούνται ως ομάδα αναξιοπαθούντων. Ελάχιστα ή εντελώς επιδερμικά γίνονται κάποιες αναφορές για αναπτυξιακή προοπτική.
- Απογοήτευσης, διότι βλέπουν τα προϊόντα τους να μην έχουν αξία, να μην πωλούνται και βέβαια κάθε χρόνο να χάνουν όλο και περισσότερο από το εισόδημά τους και ταυτόχρονα βλέπουν τους εμπόρους των προϊόντων τους να πλουτίζουν και τα ίδια τα προϊόντα τους να φθάνουν στον καταναλωτή σε τριπλάσια, τετραπλάσια μέχρι και εικοσαπλάσια τιμή εάν μεσολαβήσει και κάποια διαδικασία μεταποίησης (π.χ. σιτάρι-ψωμί).
Επομένως, για να επιχειρηθεί λύση του αγροτικού προβλήματος, θα πρέπει οι παρεμβάσεις να έχουν, ταυτόχρονα, τρεις κατευθύνσεις, η μία προς την άμεση αναπλήρωση του χαμένου εισοδήματος του τελευταίου έτους 2008, η δεύτερη προς την αναπτυξιακή προοπτική και η τρίτη προς την αναπλήρωση ή στήριξη του εισοδήματος των γεωργών λόγω διαρθρωτικών προβλημάτων της γεωργίας.
* Άμεση αναπλήρωση του χαμένου εισοδήματος. Η κατάρρευση των τιμών των προϊόντων, οφείλεται κατά ένα μέρος στη δυσλειτουργία της εσωτερικής αγοράς και στην έλλειψη μηχανισμών ελέγχου του εμπορίου, που είχαν ως συνέπεια μεγάλο τμήμα του εισοδήματος από τους αγρότες να πάει στο εμπόριο. Ως εκ τούτου η πολιτεία οφείλει να αναπληρώσει αυτό το εισόδημα που χάθηκε από τους αγρότες, είτε επιβαρύνοντας το κοινωνικό σύνολο είτε επιβαρύνοντας τις εμπορικές επιχειρήσεις που καρπώθηκαν το χαμένο εισόδημα των αγροτών. Η αναπλήρωση του χαμένου εισοδήματος είναι αναγκαία προκειμένου οι αγρότες να συνεχίσουν την παραγωγική διαδικασία στις εκμεταλλεύσεις τους.
* Η αναπτυξιακή προοπτική της γεωργίας. Με όλα τα δεδομένα που υπάρχουν σήμερα και με δεδομένη την ταυτότητά της γεωργίας μας, η αναπτυξιακή προοπτική δεν μπορεί να είναι άλλη από μία γεωργία ανταγωνιστική, ποιοτική και φιλοπεριβαλλοντική. Να διαμορφωθούν συγκεκριμένες πολιτικές ανάπτυξης του γεωργικού τομέα όπως, η διάρθρωση των καλλιεργειών και των κλάδων, οι πιθανές ζώνες καλλιέργειας, η αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων του εδαφοκλίματος που έχουμε, η ποιοτική γεωργία, η περιβαλλοντική προστασία και συμμόρφωση, οι υποδομές αξιοποίησης των επιφανειακών υδάτων, η εφαρμογή φιλοπεριβαλλοντικών συστημάτων στην παραγωγική διαδικασία, η σύνδεση της φυτικής με τη ζωική παραγωγή κ.λπ.
Τα εργαλεία είναι γνωστά και συγκεκριμένα:
- Σχεδιασμός και προγραμματισμός της γεωργίας μας από έμπειρους, επιστήμονες και τεχνοκράτες που, δόξα τω Θεώ, υπάρχουν πάρα πολλοί τόσο στις υπηρεσίες του Υπουργείου όσο και στον ελεύθερο χώρο.
- Ένταξη στο σχεδιασμό όλων των άλλων συντελεστών ολοκλήρωσης της αλυσίδας χωράφι-γεωργικό προϊόν-μεταποίηση-διακίνηση-εμπορία-τρόφιμο στο ράφι.
- Ανασύσταση και λειτουργία των παραγωγικών υπηρεσιών και μηχανισμών του Υπουργείου, των Περιφερειών και των Νομαρχιών, με σκοπό να προωθήσουν τις αναπτυξιακές πολιτικές και να στηρίξουν τους αγρότες στην προσπάθεια αυτή.
- Ξεκαθάρισμα του προβληματικού και αναποτελεσματικού πλέον καθεστώτος των συνεταιρισμών, των ενώσεων και της ΠΑΣΕΓΕΣ και προώθηση συλλογικών δομών (συνεταιρισμοί, ομάδες, ακόμη και εταιρίες) με τη μορφή των οικονομικών μονάδων επιχειρηματικής και όχι κοινωνικής κατεύθυνσης.
* Αναπλήρωση ή στήριξη του εισοδήματος των γεωργών λόγω διαρθρωτικών προβλημάτων της γεωργίας. Μέτρα όπως η αύξηση του ΦΠΑ, η μείωση τις τιμής του αγροτικού πετρελαίου κ.λπ., ενισχύουν το εισόδημα του γεωργού εν μέρει αλλά δεν δημιουργούν συνθήκες αισιοδοξίας, ενθάρρυνσης και πίστης των γεωργών στην άσκηση της γεωργίας. Επάνω σε αυτό τον προβληματισμό η «αναπλήρωση του εισοδήματος λόγω των εγγενών διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής γεωργίας», είναι ένα μέτρο που θα αντιμετώπιζε σε μονιμότερη βάση το κόστος παραγωγής και θα έδινε μία γεωργία πιο ανταγωνιστική. Η πρόταση αυτή εδράζεται σε δύο πραγματικά γεγονότα:
* Η Ελληνική γεωργία λειτουργεί μέσα και κάτω από χρόνια διαρθρωτικά και εγγενή προβλήματα, όπως:
- Το μικρό μέγεθος των γεωργικών εκμεταλλεύσεων (γ.ε.), το οποίο για τη Θεσσαλία εκτιμάται ότι είναι περίπου 100 στρ. (ιδιόκτητα και ενοικιαζόμενα)
- Ο πολυτεμαχισμός της γ.ε.
- Το μεγάλο ποσοστό της ενοικιαζόμενης γης που κατά μ.ο. υπολογίζεται στο 50% της έκτασης της γ.ε. (κυμαίνεται από 20-80%).
Αυτά τα εγγενή προβλήματα δημιουργούν ένα πρωτογενές μεγάλο κόστος παραγωγής το οποίο, εάν ληφθούν υπόψη οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, το νομικό και κληρονομικό πλαίσιο, δεν είναι εύκολο να συμπιεσθεί ή να εξαλειφθεί στο εγγύς μέλλον και καθιστά τη γεωργία μας μη ανταγωνιστική.
* Οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις, ως οικονομικές μονάδες, είναι επιχειρήσεις υψηλών κινδύνων (επιχειρήσεις με πολλά ρίσκα), λόγω της συνεχούς έκθεσής τους στις καιρικές συνθήκες και στις επιδημικές μορφές εχθρών και ασθενειών. Οι συχνές ζημίες που σημειώνονται στις καλλιέργειες και στα ηρτημένα προϊόντα δεν καλύπτονται πλήρως από τον ασφαλιστικό φορέα ΕΛΓΑ:
α) μένει ακάλυπτο ένα ποσοστό γύρω στο 15-20%, όσο δηλαδή και το αναμενόμενο κέρδος από την όλη προσπάθεια του αγρότη τη συγκεκριμένη χρονιά.
β) η κάλυψη των ζημιών από τα ΠΣΕΑ είναι αμφίβολη, η διαδικασία είναι πολύ χρονοβόρα (από 1-3 χρόνια) και αποζημιώνεται ένα μέρος μόνο της ζημίας.
Το πραγματικό αυτό γεγονός δημιουργεί αίσθημα ανασφάλειας, το οποίο εάν συνδυασθεί με το μεγάλο πρωτογενές κόστος παραγωγής, συνθέτει κλίμα απαισιοδοξίας για τη συνέχιση της γεωργικής δραστηριότητας με όρους παραγωγικότητας, αναπτυξιακών επενδύσεων και κερδοφορίας.
Οικονομικές ενισχύσεις (ενιαίας ενίσχυσης και προγραμμάτων νέας ΚΑΠ). Η διαχείρισή τους γίνεται από πλειάδα μηχανισμών, υπηρεσιών και φορέων με χαλαρή ή και ημιαυτόνομη σχέση μεταξύ τους και οπωσδήποτε χωρίς σαφή συντονισμό, με συνέπεια τη σύγχυση στον αγροτικό πληθυσμό, παλινδρομήσεις και μεγάλες καθυστερήσεις στις διαδικασίες εφαρμογής και πληρωμών, κενά στις αναζητήσεις υπευθύνων. Είναι απόλυτη ανάγκη αναμόρφωσης των μηχανισμών με ενιαία οργάνωση και συγκεκριμένο συντονιστικό φορέα.
* Ο Κώστας Γιατρόπουλος είναι γεωπόνος