Είναι γνωστές οι αιτίες για τις οποίες στις μέρες μας οι μικρομεσαίοι αγρότες αντιμετωπίζουν του κόσμου τα προβλήματα, κινδυνεύουν να αφανιστούν, αν δεν έχουν ήδη αφανιστεί, και αντικρίζουν το μέλλον με απαισιοδοξία.
Κι όμως! Πριν μερικές δεκαετίες τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Δε διέθεταν βέβαια, όπως σήμερα, ούτε τρακτέρ, ούτε μηχανικές καλλιέργειες, ούτε αρδευτικά συστήματα και πλούσιες ποσότητες λιπασμάτων. Διέθεταν, συνήθως, ένα ζευγάρι αλόγων ή βοδιών, ένα ξύλινο ή σιδερένιο αλέτρι για διευκόλυνσή τους στις γεωργικές εργασίες, για την άροση των χωραφιών τους και τις μετακινήσεις τους, τσαπιά, δικέλια, κλαδευτήρια και τσεκούρια για τις χειρωνακτικές εργασίες τους, και κοπριά απ΄το στάβλο τους για λίπανση κτημάτων τους. Όσοι πότιζαν τις καλλιέργειές τους, τις πότιζαν, συνήθως, αυλάκι – αυλάκι με επιφανειακά νερά και με κατάκλυση χωρίς γεωτρήσεις και μηχανές «μαλκότσι» για άντληση νερού.
Ο κλήρος τους, τότε, στην περιοχή Κάτω Ολύμπου, απ΄ την οποία και κατάγομαι, κυμαινόταν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, στα 25 με 40 στρέμματα ο καθένας και αυτά όχι μονοκόμματα, αλλά σκόρπια σε αρκετές περιοχές.
Απ΄ αυτά φρόντιζαν, κάθε χρόνο, ένα μεγάλο κομμάτι, το μεγαλύτερο, να το σπέρνουν σιτάρι, για να εξασφαλίζουν το ψωμί της χρονιάς. Ένα άλλο μικρότερο να το σπέρνουν καλαμπόκι ή τριφύλλι, για να τρώνε τα ζωντανά. Ορισμένοι φρόντιζαν σε κάποια μικρά κομμάτια να σπέρνουν λίγα φασόλια, λίγο ρεβίθι, λίγα κρεμμύδια και σκόρδα, λίγο βίκο, λίγα κουκιά, τροφές για ανθρώπους και ζώα. Όταν η χρονιά ήταν καρπερή, ό,τι περίσσευε, το πουλούσαν, για να μπαίνει και κάποια δραχμή στο κομπόδεμα.
Δυναμικές καλλιέργειες, κυρίως ζαχαρότευτλα και αυτά σε μικρές εκτάσεις, άρχισαν να καλλιεργούν, όταν λειτούργησε το εργοστάσιο ζαχάρεως, οπότε έβαζαν στο πορτοφόλι τους λίγα περισσότερα χρήματα.
Πέραν αυτών, κάθε νοικοκυριό μικρομεσαίου αγρότη διέθετε 3 – 4 κατσίκες και 3 – 4 προβατίνες για το γάλα τους, το μαλλί τους και τα αμνοερίφιά τους. Διέθετε 2 – 3 αγελάδες για τα προϊόντα τους, κοτέτσι με κότες για τα αυγά τους και το κρέας τους, κουνέλια, ενδεχομένως, για το κρέας τους, «κουμάσι» με ένα, τουλάχιστον, γουρούνι για τη γουρουνοχαρά των Χριστουγέννων. Ως εκ τούτου, σπάνιες φορές επισκέπτονταν τον κρεοπώλη για να αγοράσουν κρέας απεναντίας, τις περισσότερες φορές πουλούσαν σ΄αυτόν κανένα αμνοερίφιο, γουρουνάκι ή μοσχαράκι, για να εσοδεύουν. Αμέσως, τότε, έτρεχαν στον μπακάλη της γειτονιάς, προκειμένου να πληρώσουν τα βερεσέδια, που τα είχαν γραμμένα στο τεφτέρι τους.
Αν σκεφθεί κανείς ότι ανάμεσα στα άλλα οι πολλοί είχαν τους μπαξέδες τους και τα μικροπεριβολάκια τους, όπου καλλιεργούσαν ζαρζαβατικά της εποχής, αλλά και ένα μικρό αμπελάκι, που τους εξασφάλιζε σταφύλια βρώσιμα αλλά και το κρασί και το τσίπουρο της χρονιάς, αντιλαμβάνεται πώς εξασφάλιζαν την αυτονομία και την αυτάρκεια στο σπίτι τους.
Όσον αφορά στην πρώτη ύλη για το άναμμα του τζακιού ή της ξυλόσομπας και το ψήσιμο του ψωμιού στο δικό του αυτοσχέδιο φούρνο, ο καθένας μικρομεσαίος αγρότης φρόντιζε, κατά την περίοδο του καλοκαιριού, να κόψει και να μεταφέρει στις αποθήκες του με τα υποζύγιά του ξύλα και πουρνάρια απ΄ τους κοντινούς λόγγους και τα δάση. Ακόμα και ραπτομηχανή διέθεταν οι περισσότεροι απ΄ αυτούς στα σπίτια τους για κάλυψη βασικών αναγκών ένδυσης.
Κοντά σ΄ όλα αυτά δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι τίποτε δεν πετούσαν οι νοικοκυρές την περίοδο εκείνη, λίγα αμύγδαλα, λίγα καρύδια, λίγα φουντούκια απ΄τις λιγοστές αμυγδαλιές, καρυδιές και φουντουκιές τα αποθήκευαν για το χειμώνα. Απ΄ τις κολοκύθες και τα κυδώνια εξασφάλιζαν υλικό για πίτες και για γλυκά του κουταλιού. Τα σύκα τα μάζευαν, τα έσκιζαν, τα τοποθετούσαν σε ξύλινες σανίδες, τα ήλιαζαν και, κατόπιν, κατά την περίοδο του τρύγου τα βράζανε με μούστο και εξασφάλιζαν, έτσι, μια ακόμα σημαντική τροφή για το χειμώνα και κυρίως για τις μέρες της νηστείας. Αλλά σε μικρές ποσότητες και τραχανά και πλιγούρι οι νοικοκυρές με τα χεράκια τους ετοίμαζαν, καθώς και τυρί και αλατισμένες ελιές και λουκάνικα και παστωμένο χοιρινό και τσιγαρίδες και λίγδα αντί για λάδι, από λιωμένο χοιρινό λίπος, για να έχει το σπίτι να πορεύεται.
Κάτω απ΄ αυτές τις συνθήκες κατάφερναν να εξασφαλίζουν την αυτονομία και την αυτάρκεια στα νοικοκυριά τους, εκτιμούσαν τα αγαθά που παράγονταν με κόπο και ιδρώτα απ΄ τα ροζιασμένα χέρια τους, αλλά παρά τη φαινομενική φτώχεια τους χαμογελούσαν, τραγουδούσαν, χόρευαν στις γιορτές και στα πανηγύρια και έβλεπαν με περισσότερη αισιοδοξία το αύριο των παιδιών τους σε σύγκριση με τους σημερινούς μικρομεσαίους αγρότες.
Όντας γόνος μιας τέτοιας οικογένειας πρόλαβα ως παιδί και ως έφηβος και την έζησα αυτή την εποχή και δεν σας κρύβω, ότι τη θυμάμαι πάντα με νοσταλγία.