Ο Άγιος Ιωάννης, που αποκλήθηκε μέσα στην Ιστορία Χρυσόστομος, υπήρξε, κατά τους υμνογράφους τής Εκκλησίας, «ομότροπος των Αποστόλων», «Μαρτύρων εφάμιλλος», «Αρετών θησαύρισμα», δηλαδή γενικότερα ένας «επίγειος Άγγελος και ουράνιος άνθρωπος». Η μνήμη, βέβαια, του Αγίου αυτού τιμάται ιδιαίτερα στις 13 Νοεμβρίου. Στις 27 Ιανουαρίου, όμως, τιμάται ξεχωριστά η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του, που έγινε το 438, ενώ ταυτόχρονα αποκαταστάθηκε και η μνήμη του, ύστερα από την άδικη καθαίρεση και απομάκρυνσή του από την Κωνσταντινούπολη. Τα πιο αξιοπρόσεκτα δε περιστατικά τής ανακομιδής αυτής ήταν τα εξής:
α) Το αίτημα του λαού για τη δικαίωση του Αγίου
Ύστερα από την άδικη καταδίκη, την εξορία και το μαρτυρικό θάνατο του Αγίου το 407, πέρασαν χρόνια πολλά. Ο πιστός λαός τής Κωνσταντινούπολης, όμως, δεν ξεχνούσε ούτε στιγμή τα λόγια τού μεγάλου ερμηνευτή των Γραφών, γιατί ήταν ανεπανάληπτος και αξεπέραστος. Για τούτο, όσο πιο πολύς καιρός περνούσε, τόσο πιο μεγάλη γινόταν και η λαχτάρα τού λαού για τη δικαίωση του Ιωάννου και την επαναφορά των λειψάνων του. Αυτό δε ακριβώς έγινε το 438, ύστερα από ένα επιτακτικό αίτημα του λαού. Όταν, δηλαδή, ο πατριάρχης Πρόκλος, που κατά τη νεότητά του υπήρξε μαθητής και συνεργάτης του Αγίου, έπλεξε κάποια ημέρα το εγκώμιό του, ο λαός που τον άκουγε κατασυγκινήθηκε και άρχισε αυθόρμητα να φωνάζει λέγοντας:
- Θέλουμε τα ιερά οστά τού διδασκάλου και πατέρα μας!
- Θέλουμε να μας δώσουν πίσω τον επίσκοπό μας Ιωάννη!
Η φωνή δε αυτή τού λαού ήταν, θα λέγαμε στην περίσταση εκείνη, και φωνή του Θεού, που κατά την Αγία Γραφή είναι δίκαιος «και δικαιοσύνας ηγάπησεν, ευθύτητας οίδε το πρόσωπον Αυτού». Για το λόγο δε αυτό αποκατέστησε στην περίσταση εκείνη τη δικαιοσύνη, που είχε διασαλευθεί και που είναι ο μυχιαίτατος πόθος κάθε ανθρώπινης ψυχής.
β) Το αίτημα της συγγνώμης τού αυτοκράτορα από τον Άγιο
Η φωνή δε εκείνη του λαού έφθασε τότε και στα αυτιά τού αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β’ του Μικρού, που «κατά νεύσιν Θεού» αποφάσισε να το πραγματοποιήσει. Για το σκοπό, δηλαδή, αυτό ο Θεοδόσιος έγραψε τότε και μια συγκινητική επιστολή, στην οποία ζητούσε συγγνώμη από τον Άγιο για το αμάρτημα των γονέων του, που τον είχαν άδικα εξορίσει, σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
- «Πάτερ τιμιώτατε, σύγγνωθι ημίν μεταμελουμένοις, ο την μετάνοιαν πάσι διδάξας και ως παισί φιλοπάτορσιν επιδός ημίν σεαυτόν και τους ποθούντάς σε διά της σης παρουσίας εύφρανον». Άγιε, δηλαδή, πατέρα μας, συγχώρησέ μας, συ που δίδαξες τη μετάνοια σ’ ολόκληρη τη ζωή. Και δώσε τη χαρά στα πνευματικά παιδιά σου, που δεν ξέχασαν ποτέ τον πατέρα τους, να σε έχουν και πάλι κοντά τους και να ευφραίνονται με την παρουσία των ιερών λειψάνων σου.
Το γράμμα δε αυτό τού βασιλιά Θεοδόσιου το τοποθέτησαν οι απεσταλμένοι του ευλαβικά επάνω στα ιερά λείψανα του Αγίου το 438 και, ύστερα από αυτό το αίτημα της συγγνώμης, το παρέλαβαν με κάθε ιεροπρέπεια και το μετέφεραν θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη. Ο πιο μεγάλος θρίαμβος, όμως, ήταν αναμφίβολα η συγγνώμη που ζήτησε ο βασιλιάς, γιατί αυτή, σύμφωνα με την πίστη μας, «εκ του τάφου (του Χριστού) ανέτειλε».
γ) Η τιμή τού ιερού λειψάνου του Αγίου από όλους
Όταν τα λείψανα του Αγίου μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, τοποθετήθηκαν σε ένα μεγαλόπρεπο τάφο, που είχε ετοιμαστεί στο ναό των Αγίων Αποστόλων, με άκρα ευλάβεια και τιμή. Ύστερα δε από το τρισάγιο, που διαβάστηκε, ο πατριάρχης Πρόκλος ανέβηκε στο δεσποτικό θρόνο για να πλέξει για άλλη μία φορά το εγκώμιο του Αγίου. Ο λαός, όμως, θυμήθηκε τη στιγμή εκείνη στον περιλάλητο θρόνο τον Χρυσορρήμονα και για τούτο κατασυγκινημένος φώναζε:
- «Ανάλαβε τον θρόνο σου, Άγιε». Οι φωνές δε αυτές ήταν τη στιγμή εκείνη η άμεση αναγνώριση του Αγίου από τον ευσεβή λαό. Για τούτο και ο Πρόκλος στο εγκώμιο που έπλεξε για τον Άγιο αναγνώρισε το ασύγκριτο της λογοτεχνικής δύναμης του Ιωάννου, που υπήρξε μέσα στους αιώνες αξεπέραστος και Χρυσούν στόμα της Εκκλησίας, ενώ και ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β’, κατασυγκινημένος κάλυψε τα ιερά λείψανα με το βασιλικό μανδύα του, ζητώντας, για άλλη μία φορά, γονυπετής συγγνώμη για το αμάρτημα των γονέων του, γιατί θυμήθηκε το «χιλιάκις μετανοήσας πρόσελθε», που βροντοφώναζε κάθε τόσο στη ζωή του ο Άγιος. Όλοι δε εκείνοι, που παρευρέθηκαν, θυμήθηκαν τότε και εκείνα που έλεγε ο Άγιος για τα λείψανα των Αγίων, ότι δηλαδή «τα λείψανα των Αγίων είασεν (=άφησε) ημίν ο Θεός, βουλόμενος ημάς προς τον αυτόν εκείνοις χειραγωγήσας ζήλον.
δ) Το σταμάτημα του κλόνου του τάφου της Ευδοξίας
Ύστερα από το θάνατο της βασίλισσας Ευδοξίας, που είχε πιο πολύ συντελέσει στην εξορία του Αγίου, ο τάφος της ο βασιλικός, κατά τις διηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων, έτρεμε, καθιστώντας για 32 χρόνια σε όλους φανερή τη μεγάλη αδικία που είχε διαπράξει σε βάρος του Αγίου. Αυτό δε τον κλόνο του τάφου της τον αισθανόταν περισσότερο από όλους ο γιος της και κατοπινός βασιλιάς Θεοδόσιος Β’. Για τούτο, έπειτα από την ανακομιδή των λειψάνων τού Αγίου στην Κωνσταντινούπολη, «λαβών επ’ ώμοις αυτόν (δηλαδή τα ιερά λείψανα του Αγίου) έδραμεν ευθύς επί τον αστατούντα τύμβον (=τάφο) της βασιλίσσης, τούτω δε προοζαύσας, εδραίωσεν ξένον θαύμα». Σήκωσε, δηλαδή, στους ώμους του τα ιερά λείψανα του Αγίου και έσπευσε παρευθύς στον κλονούμενο, σαν από σεισμό, τάφο της βασίλισσας. Μόλις δε ακούμπησε το ιερό λείψανο στον τάφο εκείνο, έπαυσε παρευθύς να σείεται κατά τρόπο θαυμαστό, δηλαδή, εξαιτίας των πρεσβειών τού Αγίου. Τις πρεσβείες δε αυτές είθε να επικαλούμεθα και σήμερα όλοι οι Χριστιανοί, λέγοντας μαζί με τον ποιητή της Εκκλησίας προς τον Κύριο ότι:
«Ταις του σου ιεράρχου πρεσβείαις
ο Θεός ελέησον και σώσον ημάς».
Μαζί δε με το μακαριστό π. Ιωάννη Αλεξίου, ας παρακαλέσουμε τον Κύριο να αναδεικνύει και σήμερα μιμητές τού Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, λέγοντας:
«Θεέ των όλων και Κύριε, ο λαός Σου και η Εκκλησία Σου ικετεύουσί Σε:
Χάρισε στην Εκκλησία Σου ποιμένες
που να δοθούν ολοκληρωτικά σε Σένα
που να είναι αγνοί, ταπεινοί, ανιδιοτελείς
που να είναι εργατικοί, φλογεροί και μαχητές της αλήθειας Σου
που να αγαπούν με κατανόηση, με διάκριση, με αυτοθυσία
που να είναι άγιοι, όπως ο Άγιος Ιωάννης!».