Ο Μ. Αθανάσιος, όπως είναι γνωστό, ήταν ένας από τους πιο μεγάλους και ταυτόχρονα αγαπητούς Αγίους σε όλους τους Ορθοδόξους και ιδιαίτερα στο Θεολόγο Γρηγόριο, που υπήρξε αναμφίβολα μέγας θαυμαστής και ταυτόχρονα εγκωμιαστής του. Κάποιες δε σκηνές από τη ζωή τού Αγίου αυτού, που δίκαια χαρακτηρίστηκε ως «Μέγας» και από τους υμνογράφους ως «Στύλος της Εκκλησίας», θα παρουσιάσουμε πιο κάτω, ώστε να γίνουμε κι εμείς, έστω και για λίγο, θαυμαστές και μέτοχοι της ένθεης ζωής και της πολιτείας του.
α) Η μελέτη των θείων Γραφών κατά την παιδική και νεανική ηλικία του
Κατά την παιδική και τη νεανική ηλικία του, ο Αθανάσιος μελετούσε με τόσο μεγάλο ζήλο, ώστε κατά τους βιογράφους του να τη μάθει «από στήθους». Την Αγία Γραφή, δηλαδή, ο Άγιος δεν την είχε μονάχα πάντοτε μαζί του, αλλά και τη μελετούσε «εν πνεύματι προσευχής», έχοντας αυτήν ως οδηγό της πίστης του και της ζωής γενικότερα και ειδικότερα σαν τη Λυδία Λίθο για τον έλεγχο της ορθότητας των δογμάτων. Για το λόγο δε αυτό έκτισε, κατά τη διδασκαλία του Κυρίου, «την οικίαν αυτού επί την πέτραν», δηλαδή επάνω στην ασάλευτη πέτρα των εντολών τού Χριστού, γιατί το στόμα αυτού «μελετούσε σοφίαν και η μελέτη της καρδίας αυτού σύνεσιν» (βλ. Ψαλμ. 48, 4). Τη μελέτη δε των θείων Γραφών και την προσπάθεια της εφαρμογής των θείων διδαγμάτων τα συνιστούσε αργότερα, σαν κληρικός, ενθερμότατα στους Χριστιανούς, ώστε να μείνουν ακλόνητοι στις θύελλες της ζωής, στηριζόμενοι «επί τον θεμέλιον των Αποστόλων και στις παραδόσεις των Πατέρων» (Περί Συνόδων 54, 3).
β) O σύνδεσμός του με τον πατριάρχη της Αλεξανδρείας
Στην κατά Θεόν ζωή του, όμως, ο Αθανάσιος βοηθήθηκε και από τη γνωριμία που είχε από μικρό παιδί και το σύνδεσμό του με τον πατριάρχη της Αλεξανδρείας Αλέξανδρο. Σύμφωνα με τη διήγηση, δηλαδή, του ιστορικού Ρουφίνου, ο πατριάρχης είδε από το παράθυρο της Επισκοπής του κάποτε τον Αθανάσιο, καθώς έπαιζε με άλλα παιδιά, να παριστάνει τον ιερέα, που βάπτιζε το παιδί κάποιου ειδωλολάτρη, και συγκινήθηκε. Για τούτο τον κάλεσε τότε στο γραφείο του, για να τον γνωρίσει. Βλέποντας δε στο πρόσωπό του ένα αγνό και ταλαντούχο παιδί, περιέβαλε στο εξής τον Αθανάσιο με όλη την πατρική αγάπη τής εξαγιασμένης καρδιάς του, βλέποντας στο πρόσωπό του ένα χαρισματούχο μελλοντικό κληρικό. Με την ευλογία δε και με την καθοδήγηση του άγιου εκείνου ιεράρχη, ο Αθανάσιος έγινε σε σύντομο χρονικό διάστημα όχι μονάχα υποδειγματικός στη ζωή, αλλά και πολύ δυνατός «εις το λέγειν τε και πείθειν» και «εις το συγγράφειν», έχοντας ως γραφίδα και ως σφενδόνη τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Για το λόγο, άλλωστε, αυτό δίδασκε και ο ίδιος ότι «τη του Πνεύματος μετοχή συναπτόμεθα τη θεότητι» (Κατά Αρειανών Γ’ 24).
γ) Η ενίσχυσή του στην πνευματική ζωή και από τον «πατριάρχη της ερήμου»
Εκτός από τον πατριάρχη της Αλεξανδρείας, όμως, ο Άγιος ενισχύθηκε ιδιαίτερα, σαν νέος, και από το χαρακτηριζόμενο ως «πατριάρχη της ερήμου», δηλαδή τον Μ. Αντώνιο, όταν άφησε για λίγο πίσω του την πολύβουη πόλη για να μεταβεί μαζί με κάποιους φίλους του για τον πνευματικό ανεφοδιασμό του στην έρημο. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, δηλαδή, ο μεγάλος εκείνος ασκητής της ερήμου βοήθησε πάρα πολύ το νεαρό τότε Αθανάσιο στην πνευματική ζωή, εμπνέοντας αυτόν με το ακτινοβόλο πρόσωπο και εγκαρδιώνοντας με τις σοφότατες συμβουλές, ενώ εκείνος εξυπηρετούσε για λίγο τον Μ. Αντώνιο στις υλικότερες, θα έλεγε κανείς, ανάγκες του, «επιχέων ύδωρ κατά χείρας αυτού». Ύστερα δε από τη γνωριμία αυτή αναπτύχθηκε, θα λέγαμε, μια φιλία ιερή μεταξύ των δύο ανδρών, παρά τη μεγάλη διαφορά της ηλικίας τους, γιατί ο μεγάλος εκείνος ασκητής στήριζε τον Αθανάσιο με τις αδιάλειπτες προσευχές και τις συμβουλές του, ενώ εκείνος έγραψε αργότερα τη βιογραφία του Μ. Αντωνίου. Ταυτόχρονα δε, ο Άγιος, που ζούσε ως «εις των ασκητών», διέδωσε το μοναχικό ιδεώδες για την κάθαρση των παθών και στη Δύση, ώστε να αγωνίζεται και κάθε χριστιανός «Θεώ συγγενέσθαι και τω ακραιφνεστάτω φωτί κραθήναι, καθόσον εφικτόν ανθρωπίνη φύσει» (Μ. 35, 1084 C).
δ) Η χειροτονία του σε διάκονο και οι πρώτοι αντιαιρετικοί αγώνες
Όταν ο Άγιος μεγάλωσε κάπως, χειροτονήθηκε σε κάποια στιγμή από τον πατριάρχη διάκονος, για να τον έχει βοηθό και συμπαραστάτη στα ποικίλα καθήκοντα. Ως διάκονος δε, ο Άγιος έγραψε δύο περίφημα έργα, το λόγο «Κατά Ελλήνων» (δηλ. ειδωλολατρών) και το λόγο «Περί της ενανθρωπήσεως του Λόγου». Στο δεύτερο δε από τα έργα αυτά αναφέρει, μεταξύ άλλων, ορθοδοξότατα ότι «Αυτός (δηλαδή ο Θεός Λόγος) ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν» (κεφ. 54), που αποτέλεσε τη βάση της «Περί θεώσεως» διδασκαλίας των Πατέρων.
Το 325 μ.Χ., όμως, έγινε η Α’ Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια της Βιθυνίας, στην οποία έλαβε μέρος και ο Άγιος, ως συνοδός του πατριάρχη. Στη Σύνοδο αυτή, δηλαδή, του δόθηκε σε κάποια στιγμή ο λόγος (ίσως αντί του πατριάρχη) και μίλησε κατά τρόπο τόσο πολύ δυνατό, ώστε να ειπωθεί ότι «αυτός κυρίως την νόσον του Αρειανισμού έστησεν». Απέδειξε, δηλαδή, με βάση τους λόγους των Γραφών, αλλά και με επιχειρήματα της φιλοσοφίας, ότι ο Θεός ήταν και είναι πάντοτε αναλλοίωτος. Για τούτο δεν υπήρξε ποτέ στιγμή κατά την οποία δεν ήταν Πατήρ. Επομένως, «Άμα Πατήρ, άμα Υιός», ομοούσιος με τον Πατέρα. Κατά παρόμοιο δε τρόπο μιλούσε και στα κατοπινότερα χρόνια για τη θεότητα του Λόγου, διδάσκοντας «τον Λόγον αεί όντα και μη έχοντα πρότερον και ύστερον» (Κατά Αρειανών 2, 33). Για τούτο χαρακτηρίστηκε σημαιοφόρος της Ορθοδοξίας και υπέρμαχος.
ε) Οι πέντε εξορίες και η υπομονή του
Την ανόθευτη ορθοδοξία του Αγίου, όμως, δεν μπορούσαν να ανεχθούν με κανέναν τρόπο οι αιρετικοί Αρειανοί, που με τις παρενέργειές τους στους αυτοκράτορες και με τις δολοπλοκίες τους κατόρθωσαν να τον εξορίσουν οι αυτοκράτορες πέντε φορές, απομακρύνοντας αυτόν από την Αλεξάνδρεια.
Η πρώτη εξορία του, δηλαδή, στα Τρέβιρα της Γαλατίας (336 - 338) διατάχθηκε δυστυχώς από τον Μ. Κωνσταντίνο, ύστερα από πολλές συκοφαντίες των Αρειανοφρόνων, στους οποίους συγκαταλεγόταν και ο εξάδελφος του αυτοκράτορα Ευσέβιος Νικομηδείας.
Η δεύτερη εξορία του διατάχθηκε από τον Αρειανόφρονα Κωνστάντιο και κράτησε οκτώ περίπου χρόνια (339 - 346).
Για τρίτη δε φορά ο Άγιος εξορίστηκε και πάλι από τον Κωνστάντιο, που τον εξανάγκασε να κρύβεται για έξι χρόνια (356 - 362) στις ερημιές της Άνω Αιγύπτου, δηλαδή σε ασκητήρια μοναχών.
Την τέταρτη εξορία του διέταξε στις 24 Οκτωβρίου του 362 ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, ο αποκαλούμενος Παραβάτης, δίνοντας μάλιστα κρυφά διαταγή και για τη θανάτωση του Αγίου. Χάρη του Θεού τον διαφύλαξε, ώστε να ξαναγυρίσει στην Αλεξάνδρεια το 363, ύστερα από τη θανάτωση του Ιουλιανού στον πόλεμο κατά των Περσών.
Το 363, όμως, ο αρειανικών φρονημάτων αυτοκράτορας Ουάλης διέταξε την πέμπτη εξορία του. Ύστερα από 4 μήνες, όμως, ο Ουάλης φοβήθηκε κάποια πιθανή εξέγερση του λαού τής Αλεξάνδρειας, που βρισκόταν σε αναβρασμό και για τούτο ανακάλεσε ο ίδιος τον Άγιο, που είχε κρυφτεί σε ένα πατρικό μνήμα στα περίχωρα της Αλεξάνδρειας από την εξορία. Κατά τον τρόπο αυτό ο Άγιος ξαναγύρισε θριαμβευτικά στην Επισκοπή του, για να ζήσει στο εξής αδιατάρακτα μέχρι τη 2α Μαΐου του 373, την ημέρα της κοίμησής του.
Ύστερα από όλα τα πιο πάνω, θα έλεγα μαζί με τον εγκωμιαστή του Γρηγόριο το Θεολόγο, ότι «Αθανάσιον επαινών, αρετήν επαινέσομαι», γιατί το όνομά του καταστάθηκε συνώνυμο με την αρετή, όπως πρέπει να γίνεται η ζωή κάθε Χριστιανού συνώνυμη με το όνομα και γενικότερα με την αρετή. Η πιο σπουδαία δε από τις αρετές του Αγίου ήταν ασφαλώς η αγωνιστικότητα. Για τούτο παρομοιάσθηκε δίκαια με ένα στρατιώτη, του οποίου το θάρρος παραμένει αμείωτο και όταν στις μάχες πληγωθεί και εξαντληθούν οι δυνάμεις του. Θεμέλια δε και βάσεις των αγώνων του ήταν πάντοτε η Αγία Γραφή και οι Παραδόσεις των Αγίων Πατέρων, δηλαδή, το «επαγωνίζεσθαι τη άπαξ παραδοθείσα τοις Αγίοις πίστει» (Ιούδα 3), και αυτά ακριβώς πρέπει να είναι και για κάθε Χριστιανό, δηλαδή η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας, οι δύο κολόνες της πνευματικής ζωής και ταυτόχρονα της σωτηρίας μας.