Η ένταση στο Αιγαίο που παρατηρείται τις τελευταίες μέρες με την κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας έδωσε την ευκαιρία στα κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης να αναρωτηθούν για τη σκοπιμότητα της παραμονής της χώρας στο ΝΑΤΟ. Σε έναν πολυσύνθετο και πολυπολικό κόσμο, όπου τα δεδομένα αλλάζουν, φυσικό είναι να αναπροσαρμόζεται στην πράξη και ο ρόλος του ΝΑΤΟ. Η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας που λειτουργούσε ως αντίπαλο δέος στο ΝΑΤΟ άλλαξε ουσιαστικά και τον προσανατολισμό της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Οφείλει το ΝΑΤΟ να ανταποκριθεί στα δεδομένα της νέας εποχής, τη διαφύλαξη της παγκόσμιας ειρήνης και το σεβασμό στο διεθνές δίκαιο.
Μπορεί η χώρα μας να είναι μέλος του ΝΑΤΟ, τούτο όμως δεν σημαίνει ότι κατά καιρούς δεν έχουν διατυπωθεί ενστάσεις από πλευράς της ελληνικής κοινής γνώμης αναφορικά με επιλογές της συμμαχίας, όπως ο πόλεμος στο ΙΡΑΚ ή η επέμβαση στην πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβία. Και οι ενστάσεις αυτές ήταν εντονότερες όποτε υπήρξε η εντύπωση ότι οι αποφάσεις του ΝΑΤΟ υπαγορεύονταν από τις ΗΠΑ και η συμμαχία ήταν απλά ένας νομιμοποιητικός οργανισμός των αμερικάνικων επιθυμιών. Η σύνοδος του Βουκουρεστίου με τη διαφωνία Ευρωπαίων συμμάχων στη διεύρυνση με τη Γεωργία και την Ουκρανία απέδειξε το σημαντικό ρόλο που έχει κάθε κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ.
Βεβαίως, θα ανέμενε κανείς ότι οι σχέσεις μεταξύ συμμάχων-μελών του ΝΑΤΟ θα είναι ανέφελες, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση Ελλάδας και Τουρκίας, η οποία κατά καιρούς έχει δημιουργήσει θερμά επεισόδια στο Αιγαίο με κορυφαίο τα Ίμια. Επεισόδια που προκαλούν εκτός των άλλων και αισθήματα πικρίας για τη στάση της συμμαχίας.
Ανεξαρτήτως, όμως συναισθημάτων, η συμμετοχή της χώρας μας στο ΝΑΤΟ αναμφίβολα της δίνει τη δυνατότητα να προασπίσει τα συμφέροντά της πολύ καλύτερα απ’ ό,τι αν ήταν εκτός συμμαχίας με την Τουρκία μόνη να αλωνίζει. Το πρόσφατο βέτο του πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή στο Βουκουρέστι στο αίτημα των Σκοπίων να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ χωρίς προηγουμένως να έχουν έρθει σε συμβιβασμό με την Ελλάδα για το ζήτημα της ονομασίας τους, επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Είναι προτιμότερο να είμαστε παρόντες δίνοντας τη μάχη συνδιαμόρφωσης της πολιτικής της συμμαχίας, βεβαίως έχοντας επίγνωση των δυνατοτήτων μας, παρά να απέχουμε.
Η διεθνής θέση της χώρας μας, λοιπόν, είναι ταυτισμένη εδώ και μισό αιώνα περίπου, από τη δεκαετία του ‘50 κιόλας, με τη δυτική κατεύθυνση. Αυτό συνέβη από την εποχή που η χώρα μας εισήχθη στη συμμαχία το 1952 επί κυβερνήσεως Πλαστήρα, και ενώ κάποιοι έβλεπαν στην προσχώρηση αυτή την επικύρωση της αμερικανικής κυριαρχίας στην περιοχή, αδυνατώντας να αντιληφθούν τη σημασία της στρατηγικής αυτής επιλογής για την πατρίδα μας. Εδώ και τρεις δεκαετίες μάλιστα ήρθε ως επιστέγασμα της πολιτικής αυτής επιλογής του «ανήκομεν εις τη Δύση» και η είσοδός μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μία στρατηγική επιλογή, που τόσο αμφισβητήθηκε αλλά πιστώνεται ιστορικά στην παράταξη της Νέας Δημοκρατίας και βοήθησε τη χώρα πολιτικά και οικονομικά. Αναμφίβολα της προσέδωσε μεγαλύτερη διεθνή αίγλη και διαπραγματευτική ισχύ στο συμμαχικά διευρυμένο σήμερα ευρωπαϊκό και Νατοϊκό τοπίο.
Το διεθνές πολιτικό πλαίσιο απαιτεί πολιτικές συμμαχιών, καθώς έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί οι εποχές που προκρινόταν ως καλύτερες οι επιλογές διεθνούς απομονωτισμού και ψευδεπίγραφων οραμάτων πολιτικής αυτονομίας. Η χώρα μας θα υπηρετήσει καλύτερα τα αμυντικά και γενικότερα τα εθνικά της ζητούμενα και θα εφαρμόσει αρτιότερα τα σχέδια ειρήνης και σταθερότητας στην, ευάλωτη σε κρίσεις, ευρύτερη βαλκανική περιοχή, συμμετέχοντας ενεργά στους διεθνείς οργανισμούς.
Βεβαίως, η Ελλάδα ευρισκόμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, σε μία νευραλγική γεωστρατηγική θέση, σε μια περιοχή όπου μπορεί και πρέπει να συνεχίσει να διαδραματίζει ηγετικό ρόλο ως πόλος ανάπτυξης και πολιτικής σταθερότητας, δεν έχει την πολυτέλεια να υπαναχωρεί σε ζητήματα που άπτονται των εθνικών συμφερόντων της.
Ο δρ. Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι βουλευτής Λάρισας της Ν.Δ., αντιπρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών και Άμυνας της Βουλής.