Ο Άγιος Αντώνιος, που χαρακτηρίσθηκε μέσα στην Ιστορία ως «μέγας» και ως «πατριάρχης της ερήμου», συγκίνησε κατά τη νεότητά του ιδιαίτερα το Μ. Αθανάσιο, που έγινε αρχικά μαθητής και αργότερα ο πρώτος βιογράφος του. Συγκινεί, όμως, τις καρδιές και όλων των μελετητών της άγιας βιωτής του, γιατί ήταν άνθρωπος του Θεού αληθινός, που νίκησε με τη Χάρη του Θεού στον πιο μεγάλο αγώνα της ζωής, το στρεφόμενο εναντίον των νοητών εχθρών, και κατέκτησε τη χριστιανική τελειότητα. Κάποιες δε από τις πλευρές της ζωής του και του ανειρήνευτου αγώνα του για την κυριαρχία στα φθοροποιά πάθη ήταν και οι πιο κάτω:
α) Ο σεβασμός των γονέων του, η εργατικότητα και ο τακτικός εκκλησιασμός
Από πολύ μικρός ακόμη ο Άγιος, που γεννήθηκε στην Κομά της Αιγύπτου το 251 μ.Χ., έτρεφε ένα πολύ μεγάλο σεβασμό στην καρδιά του προς τους γονείς, στους οποίους ήταν πειθαρχικός και εξυπηρετικός κατά πάντα. Για το λόγο δε αυτό τους βοηθούσε από παιδί σε όλες τις εργασίες τους. Ήθελε, βέβαια, και αυτός να μάθει γράμματα στο σχολείο της πατρίδας του, αλλά δεν το κατόρθωσε, γιατί συμπαραστεκόταν, καθώς μεγάλωνε, όλο και πιο πολύ στις γεωργικές εργασίες του πατέρα του. Κατά τη διάρκεια των εργασιών του αυτών, όμως, ο Άγιος μελετούσε το βιβλίο της φύσης, που, σαν σκάλα πνευματική, τον ανέβαζε στον ουρανό, ώστε να αναφωνεί μαζί με τον Δαβίδ το «Πάντα εν σοφία εποίησας».
Απαράβατα, όμως, μετέβαινε κάθε Κυριακή και στις μεγάλες γιορτές στο ναό του χωριού τους, όπου άκουγε με κατάνυξη και μεγάλη προσοχή τα λόγια του ιερού Ευαγγελίου, που πάντοτε τον συγκινούσαν και τον μεταρσίωναν πνευματικά στη ζωή του.
Με τον τρόπο δε αυτό άναβε στην καρδιά του και φούντωνε όλο και πιο πολύ ο πόθος της τέλειας ζωής ή της αγιότητας, την οποία ζητούσε από όλους ο Θεός, λέγοντας το «Τέλειος (γίνεσθε) έσεσθε» (Ματθ. 5, 48) και με τη γραφίδα τού Αποστόλου Παύλου το «επί την τελειότητα φερώμεθα» (Εβρ. 6, 1).
β) Ο θάνατος των γονέων του και η αφιέρωσή του στον Θεό
Όταν ο Άγιος έφθασε στην ηλικία των 20 ετών, οι γονείς του σε κάποια στιγμή απέθαναν, αφήνοντας αυτόν ορφανό και προστάτη μιας μικρότερης αδελφής. Ο θάνατος ακριβώς αυτός συνετέλεσε στο να φιλοσοφήσει ο Αντώνιος βαθύτερα και να πάρει την απόφαση να αφιερωθεί στον Θεό. Στην αφιέρωσή του αυτή, άλλωστε, τον βοήθησε αναμφίβολα ο ίδιος ο Θεός, που μίλησε στην καρδιά του ιδιαίτερα, όταν άκουσε μια Κυριακή τα λόγια τού Κυρίου, που έλεγε στον πλούσιο νεανίσκο το «ει θέλεις τέλειος είναι, ύπαγε πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δος πτωχοίς και έξεις θησαυρόν εν ουρανοίς και δεύρο ακολούθει μοι» (Ματθ. 19, 21). Τα λόγια δε αυτά θέλησε τότε ο Αντώνιος να τα θέσει πάραυτα σε εφαρμογή. Διαμοίρασε, δηλαδή, και αυτός την περιουσία που είχε κληρονομήσει αρχικά στους φτωχούς. Άφησε στη συνέχεια τη «βραχύτατη» αδελφή του, με τη σύμφωνη γνώμη της, σε έναν παρθενώνα. Και, τελικά, άρχισε να ασκείται πνευματικά σε ένα πατρώο μνήμα έξω από το χωριό, συμβουλευόμενος κάποιους πιο καλλιεργημένους χριστιανικά για την πληρέστερη εφαρμογή των εντολών τού Χριστού, που είναι «πνεύμα και ζωή» (Ιωάνν. 6, 63). Για το λόγο δε αυτό σημείωσε και ο υμνογράφος ότι: «Της του Χριστού φωνής επακούσας, επορεύθης οπίσω των Αυτού εντολών, και εκ βρέφους την αρετήν ασκήσας, όργανον γέγονας του Αγίου Πνεύματος».
γ) Η αντιμετώπιση ποικίλων πειρασμών
Από την πρώτη στιγμή των ασκητικών αγώνων του, όμως, ο Άγιος αντιμετώπισε ποικίλους πειρασμούς, εξαιτίας των διαρκών επιθέσεων των πονηρών πνευμάτων. Οι πονηροί δαίμονες, δηλαδή, προσπάθησαν ευθύς εξαρχής να τον εμποδίσουν από την άνοδό του στην κλίμακα των θεοποιών αρετών, υπενθυμίζοντας σ’ αυτόν πρωταρχικά τα υλικά αγαθά που έχασε, διαμοιράζοντας αυτά, τις ανέσεις που θα μπορούσε να έχει από τις υπηρεσίες της αδελφής του, το τραχύ των αγώνων για την κατάκτηση των αρετών, τις ασθένειες του σώματος και ιδιαίτερα των γηρατειών, από τις οποίες θα υπέφερε, και άλλες δυσκολίες παρόμοιες. Ο Άγιος, όμως, υπερνικούσε τους πειρασμούς αυτούς, «τον Χριστόν επικαλούμενος» και στοχεύοντας πάντοτε «επί σκοπόν», «τα όπισθεν επιλανθανόμενος» και «τοις έμπροσθεν επεκτεινόμενος», όπως συνιστούσε θεόπνευστα ο Απόστολος των Εθνών (βλ. Φιλ. 3, 12).
Ύστερα δε από τους πιο πάνω πειρασμούς, οι δαίμονες πολεμούσαν σφοδρότατα τον Άγιο, τοξεύοντας αυτόν και με τα πεπυρωμένα βέλη τους «επ’ ομφαλού γαστρός». Στις περιπτώσεις δε αυτές των σαρκικών πειρασμών ο Άγιος κατέφευγε με τις σύντονες προσευχές του «προς τον δυνάμενον σώσαι» Κύριο και «ταις ευχαίς ανέτρεπεν αυτούς».
Έπειτα από κάθε νίκη του, όμως, οι δαίμονες προσπαθούσαν να τον παρασύρουν και προς το λάκκο της έπαρσης, που έσκαβαν μπροστά του, υποψιθυρίζοντας σ’ αυτόν δόλια ότι ήταν δήθεν πολύ δυνατός και για τούτο δεν μπορούσαν να τον νικήσουν. Εκείνος, όμως, ανέτρεπε και τους λογισμούς αυτούς και τους έδιωχνε, λέγοντας ότι «Κύριος εμοί βοηθός, καγώ επόψομαι τοις εχθροίς μου τη δυνάμει Του».
Κάποτε, όμως, οι δαίμονες μεταχειρίσθηκαν και ένα διαφορετικό είδος πολέμου, παίρνοντας τη μορφή άγριων θηρίων, που ορμούσαν εναντίον του για να τον κατασπαράξουν. Ο Άγιος, όμως, έδινε και στις περιπτώσεις αυτές αιματηρές μάχες, επικαλούμενος πάλι και πάλι το όνομα του Κυρίου και κάνοντας ταυτόχρονα το σημείο του ζωοποιού σταυρού, για την εκδίωξη των εχθρών του. Ύστερα δε από την εκδίωξη αυτή, ο Άγιος είδε την οροφή του οικίσκου του να ανοίγει και να κατέρχεται από εκεί μια ακτίνα θείου φωτός και να τον ενισχύει, επιβραβεύοντας τους κόπους του. Στο μυαλό του Αντωνίου, όμως, γεννήθηκε τότε μία απορία, που την εξέφρασε προς τον Κύριο, λέγοντας:
- «Πού ης, Κύριε;». Πού ήσουν, δηλαδή, πιο μπροστά, Κύριε;
- «Ώδε ήμην Αντώνιε, του είπε τότε ο Κύριος, περιέμενον δε ιδείν και το σον αγώνισμα». Εδώ, δηλαδή, ήμουν, Αντώνιε, αλλά περίμενα να ιδώ και το δικό σου αγώνα.
Τους αγώνες του δε αυτούς εξυμνώντας ο υμνογράφος, σημείωσε ότι «Τας πυριφλέκτους φαρέτρας των δαιμόνων κατεπάτησεν και εγκρατείας τοις πόνοις τα πάθη ενέκρωσεν».
δ) Η απόκτηση μεγάλων χαρισμάτων
Ύστερα από 35 έτη ασκητικής ζωής στην πατρίδα του και στο φρούριο του Πισπίρ, ο Άγιος απέκτησε και πολλά χαρίσματα, ένα από τα οποία ήταν και το διδασκαλικό. Με το χάρισμα αυτό, δηλαδή, ο Άγιος τόνιζε κάθε τόσο στους προσερχόμενους προς αυτόν την αναγκαιότητα των πνευματικών αγώνων, λέγοντας γενικότερα ότι ο άνθρωπος που βάζει το χέρι του στο αλέτρι των αγώνων της χριστιανικής ζωής, δεν πρέπει να στρέφεται ποτέ «εις τα οπίσω», δηλαδή στην προηγούμενη αμαρτωλή ζωή, γιατί «ο στρεφόμενος εις τα οπίσω» δεν είναι «εύθετος εις τη βασιλεία των ουρανών» (βλ. Λουκά 9, 62).
Μία άλλη δε από τις πιο συνηθισμένες διδαχές του ήταν και η αναφερόμενη στο λογικό άνθρωπο. Ο αληθινά λογικός, δηλαδή, άνθρωπος, για τον Άγιο, «μίαν έχει σπουδήν, το πείθεσθαι και αρέσκειν τω Θεώ των όλων».
Κάποια σπαράγματα δε των διδαχών του Αγίου, που διασώθηκαν στο Γεροντικό και σε άλλα πατερικά βιβλία, είναι και τα πιο κάτω:
- «Έπαρον τους πειρασμούς και ουδείς άγιος».
- «Εάν κερδήσωμεν τον αδελφόν, τον Θεόν κερδαίνομεν».
- «Η υποταγή μετά εγκρατείας υποτάσσει θηρία».
- «Μη απατάτω σε χορτασία κοιλίας».
Περισσότερο, όμως, από τα λόγια, ο Άγιος βοηθούσε τους θεατές του με την ακτινοβολία του προσώπου του. Για τούτο σημειώθηκε από τον υμνογράφο της Εκκλησίας ότι «Δοξασθείς δε το πρόσωπον τη αίγλη εκείνου (του Μωυσέως), πάτερ, καθοδήγησας εις μονάς σωτηρίου».
ε) Η συμπαράστασή του στο έργο της Εκκλησίας
Εκτός από τα πιο πάνω, όμως, και από πολλά θαύματα που πραγματοποίησε ο Άγιος, εκβάλλοντας ιδιαίτερα δαιμόνια πονηρά από κατεχόμενους, ο Άγιος σ’ ολόκληρη τη ζωή του στάθηκε και συμπαραστάτης στο πολύπλευρο έργο της Εκκλησίας.
Το 311, δηλαδή, κατέβηκε στην Αλεξάνδρεια, για να συμπαραστέκεται στις δίκες τους χριστιανούς ομολογητές, ενώ ταυτόχρονα περιποιόταν τις πληγές τους στις φυλακές, όντας αποφασισμένος και γι’ αυτό το μαρτύριο.
Το 338, επίσης, ο Άγιος άφησε για αρκετό καιρό την προσφιλή σ’ αυτόν έρημο, ύστερα από παράκληση κάποιων επισκόπων, και κατέβηκε και πάλι στην Αλεξάνδρεια, όπου απεκήρυξε την αίρεση των Αρειανιστών, χαρακτηρίζοντας αυτήν ως πρόδρομο του Αντιχρίστου και ως πρόξενο απώλειας των ψυχών.
Εκτός από τις πιο πάνω, όμως, μεγάλες χρονικές περιόδους, ο Άγιος κατέβαινε πολλές φορές από το όρος της άσκησής του Κολτζίμ, το ευρισκόμενο κοντά στην Ερυθρά Θάλασσα, στα κοντινά ή και σε μακρυνότερα μέρη, για να βοηθήσει άλλοτε κάποιους μοναχούς και άλλοτε κάποιους εκκλησιαστικούς άρχοντες, σαν τον Μ. Αθανάσιο, στο πολύμοχθο έργο τους. Για το λόγο δε αυτό όλοι οι Χριστιανοί και ιδιαίτερα οι κληρικοί και οι μοναχοί, αγαπούσαν υπερβολικά τον Άγιο και έσπευδαν πολλές φορές προς αυτόν στην έρημο, για να ωφεληθούν πνευματικά και να καθοδηγηθούν στους αγώνες τους κατά των δαιμόνων, καθώς επίσης και για πολλούς άλλους λόγους.
Για το λόγο δε αυτό δίκαια χαρακτηρίσθηκε αργότερα ως «Οδηγός της Ορθοδοξίας», ενώ ταυτόχρονα ειπώθηκε γι’ αυτόν ότι «Ταις ευχαίς του την οικουμένην εστήριξεν».
«Τον ζηλωτήν Ηλίαν τοις τρόποις μιμούμενος, σημειώνει χαρακτηριστικά ο υμνογράφος της Εκκλησίας, τω Βαπτιστή ευθείαις ταις τρίβοις επόμενος της ερήμου γέγονας οικιστής, και την οικουμένην εστήριξας ευχαίς σου».
στ) Η οσιακή κοίμησή του
Όταν ο Άγιος έφθασε στην ηλικία των 105 ετών, έφθασε και γι’ αυτόν ο καιρός της «αναλύσεως», δηλαδή της κοίμησης. Για το λόγο αυτό έκανε, πριν από την κοίμησή του, μια περιοδεία για να αποχαιρετήσει τους «έξω του όρους» και να τους δώσει τις τελευταίες συμβουλές. Οι τελευταίες, δηλαδή, συμβουλές του ήταν το να μην εγγίζουν ποτέ τους αιρετικούς Αρειανούς και τους σχισματικούς Μελιτιανούς, αλλά να τους βλέπουν ως ευρισκόμενους έξω από την Κιβωτό της Εκκλησίας και ως πρόξενους της αιώνιας απώλειας. Τα ίδια δε σύστησε και στους δύο μοναχούς, που τον φρόντιζαν τα τελευταία χρόνια, λέγοντας τελικά και το «Σώζεσθε τέκνα». Ύστερα δε από αυτά ο Άγιος εκοιμήθη ειρηνικά, ενώ μετά την κοίμησή του, τον τίμησαν ως τον κατ’ εξοχήν ασκητή, ως νεκρώσαντα στη ζωή του «πάσας τας προσβολάς των παθών δι’ εγκρατείας και στερράς υπομονής» και ως «καταισχύνοντα σφοδρώς τον αντίπαλον εχθρόν (και) νυν προσβεύοντα τω Κυρίω ελεηθήναι τας ψυχάς ημών» (βλ. Κάθισμα όρθρου της εορτής).
Ως πατέρα δε πατέρων και μεγάλο θαυματουργό Άγιο πρέπει να δεχόμαστε κι εμείς τον Άγιο Αντώνιο και να εκζητούμε τις ευχές του, μελετώντας ταυτόχρονα και τις θεοφώτιστες διδαχές του, γιατί ήταν μεν άνθρωπος απλοϊκός, σαν τους ψαράδες της Γαλιλαίας, που ο Κύριος είχε διαλέξει για Μαθητές Του, αλλά είχε, όμως, μεγάλη πίστη και αγάπη για τον Θεό και τους ανθρώπους. Τέτοια δε πίστη και αγάπη είθε να έχουμε όλοι οι Χριστιανοί, ώστε να είμαστε μιμητές όχι μονάχα του Αγίου Αντωνίου, αλλά και του ενανθρωπήσαντος Θεού της αγάπης, «ίνα Θεώ ζήσωμεν» (βλ. Α’ Θεσσ. 5, 10 κ.ά.).