Η ανεργία δεν είναι ποσοστό, αλλά τραγική κοινωνική κατάσταση. Είναι ζήτημα στοιχειώδους αξιοπρέπειας που θίγει τον πυρήνα της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου.
Η ανεργία και ιδίως η ανεργία των νέων και των γυναικών, αλλά και η διάχυτη ανασφάλεια των εργαζομένων της μέσης ηλικίας μπροστά στον κίνδυνο να χάσουν τη δουλειά τους, είναι το οξύτερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, αλλά και της ελληνικής κοινωνίας.
Αυτές οι καταστάσεις μεταξύ των άλλων αναδεικνύουν τα θεμελιώδη πολιτικά προβλήματα της χώρας, τη χαμένη αξιοπιστία του πολιτικού λόγου και την αντιπροσωπευτικότητα του πολιτικού μας συστήματος.
Γι΄ αυτό χρειάζεται μία ολοκληρωμένη πολιτική απασχόλησης που να εντάσσεται στον κορμό της γενικότερης αναπτυξιακής πολιτικής, στον πυρήνα του ίδιου του μοντέλου ανάπτυξης. Να γιατί η καταπολέμηση της ανεργίας με την αύξηση της απασχόλησης αναγορεύονται από την ίδια την κοινωνία σε πρώτο μέλημα της κυβερνητικής πολιτικής. Οργανωτικά και πολιτικά αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει με μία μόνιμη διυπουργική επιτροπή για την ανεργία και την απασχόληση υπό την πραγματική εποπτεία του ίδιου του πρωθυπουργού με συντονιστή τον εκάστοτε υπουργό Απασχόλησης. Για συμβολικούς, αλλά και για πρακτικούς πρωτίστως λόγους. Κάτι ανάλογο που αποφασίστηκε πρόσφατα με τη διυπουργική επιτροπή για την Οικονομία. Αυτό απαιτεί βέβαια και έναν αναθεωρημένο προϋπολογισμό.
Εξυπακούεται ότι βασικός και αδιαπραγμάτευτος στόχος πρέπει να είναι πάντα η πλήρης και βιώσιμη απασχόληση. Και αυτό γιατί η επιβολή της «ευελιξίας» στην αγορά εργασίας δεν οδήγησε σε θετικά αποτελέσματα ούτε καν τις σκανδιναβικές χώρες, όπου παραδοσιακά το όλο σύστημα είναι θωρακισμένο με δέσμες μέτρων κοινωνικής προστασίας τόσο για τους εργαζόμενους, όσο και για τους ανέργους. Άρα στη δική μας περίπτωση θα μπορούσαμε να μιλάμε μόνο για απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων.
Σωστά λοιπόν η ελληνική αγορά εργασίας είναι σχεδόν απόλυτα προσανατολισμένη στην αναζήτηση πλήρους απασχόλησης και αυτό θα πρέπει να έχουν υπόψη οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας μας.
Η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρέπει να στηρίξει τις προοπτικές της στη χαμηλή εξειδίκευση και στην προσωρινότητα της απασχόλησης. Ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης ή της επαπειλούμενης ύφεσης οφείλει να στοχεύει στην καινοτομία και την ποιότητα ακόμη εντονότερα και να αναδεικνύει τομείς, στους οποίους η χώρα μας έχει αποδεδειγμένα συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως είναι λόγου χάρη ο τουρισμός ή ο πολιτισμός.
Μια ολοκληρωμένη και σοβαρή πολιτική απασχόλησης λαμβάνει επίσης υπόψη της, την αύξηση προσφοράς εργασίας των τελευταίων χρόνων, όπως είναι η ένταξη περισσότερων γυναικών ή μεταναστών στην αγορά εργασίας ή η αναγκαστική αναδιάρθρωση των παραγωγικών τομέων όπως είναι η διαβλεπόμενη περαιτέρω μείωση της απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα. Στο πλαίσιο αυτό απαιτούνται μέτρα ουσιαστικά και όχι μόνον επιδοματικής πολιτικής – για να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα και να δοθεί παράλληλα η δυνατότητα προώθησης όσων απασχολούμενων επιθυμούν σε δραστηριότητες παραγωγικότερες. Ακόμη και τα προγράμματα κατάρτισης και επανακατάρτισης πρέπει να επαναξιολογηθούν σε πιο ρεαλιστική βάση, για να λειτουργούν ως πραγματικά ενεργητική πολιτική και όχι ως υποκατάστατο των επιδομάτων. Αλλά επειδή υπάρχει και μία προφανής σχέση μεταξύ ανεργίας και φτώχειας χρειάζονται συνδυασμένες πολιτικές και μέτρα που θα διασφαλίζουν ένα εγγυημένο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης για κάθε νοικοκυριό που πλήττεται από την ανεργία.
Βέβαια κανένα στερεότυπο δεν είναι απόλυτα συμβατό με μία σύγχρονη ολοκληρωμένη πολιτική απασχόλησης και αυτό αφορά στη δομή τής ελληνικής οικονομίας, δηλαδή στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις και στους διάφορους κλάδους του εμπορίου και των υπηρεσιών που είναι στην Ελλάδα ο μεγάλος εργοδότης του ιδιωτικού τομέα. Έτσι το γεγονός της αυξημένης αυτοαπασχόλησης και της ύπαρξης μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων πρέπει να αξιοποιηθεί στο πλαίσιο μιας διοικητικής και φορολογικής μεταρρύθμισης και μιας πολιτικής κινήτρων που θα αποτελεί πόλο έλξης για τον εισερχόμενο στην αγορά εργασίας.
Η αντιμετώπιση της ανεργίας όμως προϋποθέτει και έναν άλλο αυτονόητο μηχανισμό. Ένα ολοκληρωμένο και μηχανογραφημένο σύστημα καταγραφής και πιστοποίησης των δεξιοτεχνιών που θα μπορεί να συμβάλλει στην αύξηση της κινητικότητας της εργασίας και στην κατοχύρωση των δεξιοτήτων και προσόντων του εργατικού δυναμικού επιφέροντας θετικά αποτελέσματα στις λειτουργίες της αγοράς εργασίας και στους ίδιους τους εργαζόμενους. Κι εδώ μπορούν να αναληφθούν δράσεις ακόμη και από το δημόσιο, την τοπική αυτοδιοίκηση και τους φορείς της κοινωνικής οικονομίας με προσέγγιση όπου τέτοια μέτρα αποτελούν μέρος μιας αναπτυξιακής διαδικασίας και όχι πόροι που ανακύπτουν την ανταγωνιστικότητα.
Με δεδομένο πάντως ότι το πρόβλημα της ανεργίας εστιάζεται στη φάση της εισόδου στην αγορά εργασίας και θίγει κυρίως τους νέους και τις νέες που αποφοίτησαν από το Λύκειο, τα πρώτα μέτρα λογικά πρέπει να αφορούν στο ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα, δηλαδή το πρόγραμμα σπουδών του Λυκείου και το σύστημα αρχικής επαγγελματικής κατάρτισης.
Και με δεδομένο ότι η χαμηλή απασχόληση των γυναικών συνδυάζεται με το οξύτατο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας και την υπογεννητικότητα, άρα και την ίδια τη δυνατότητα να φτιάξουν οι νέοι άνθρωποι οικογένεια, απαιτούνται θαρραλέα μέτρα από το κράτος, όπως η ολοκλήρωση του δικτύου των βρεφονηπιακών σταθμών, ολοήμερα νηπιαγωγεία και δημοτικά σχολεία, συναφείς υποστηρικτικές υπηρεσίες κ.ο.κ.
Αντί για αυτό παρατηρούμε μία αντινεολαιίστικη πολιτική στη χώρα μας και την Ευρώπη που κυριαρχείται από την παραδοχή ότι πρέπει να παραταθεί ο εργασιακός βίος των νυν εργαζομένων αντί να ανοίξει ο δρόμος σε περισσότερους νέους που θα προσφέρουν στην αγορά εργασίας, αλλά και στο ασφαλιστικό σύστημα που είναι ένα άλλο τεράστιο θέμα.
Όμως όλα αυτά δεν μπορούν να υποστηριχθούν, παρά μόνο με μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης και δημοσιονομική ενίσχυση. Με ενίσχυση του παραγωγικού ιστού και της ανταγωνιστικότητας. Με κρατικούς προϋπολογισμούς που επιτελούν λειτουργίες αναπτυξιακές και αναδιανεμητικές. Με ενισχυμένα τα κεντρικά και Περιφερειακά επιχειρησιακά καθώς και τα νομαρχιακά προγράμματα. Με ένα Σχέδιο Δράσης για την απασχόληση που να είναι πραγματική παράμετρος για την κατάρτιση του κρατικού προϋπολογισμού. Με ώθηση στις χωρικές, αλλά και τομεακές και κλαδικές πολιτικές απασχόλησης. Με απόλυτο σεβασμό στους αριθμούς καθώς πίσω από κάθε αριθμό κρύβεται ένα μεγάλο ανθρώπινο και κοινωνικό πρόβλημα που θίγει τον πυρήνα της προσωπικότητας των ανέργων.
Κατά συνέπεια αποτελεί αυτονόητη προϋπόθεση η εκπόνηση ενός σοβαρού στρατηγικού πλαισίου για την αντιμετώπιση της ανεργίας άρα μία αναθεώρηση του προϋπολογισμού με κοινωνική κατεύθυνση και μία αναβάθμιση της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας σε ανεξάρτητη αρχή για να απαλλαγούμε από τα «κομματικά μαγειρέματα» των αριθμών.