Τώρα που τελείωσαν οι γιορτές, το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τους πιστούς φρουρούς του μετακινήθηκαν, ας μας επιτρέψει ο δήμαρχος της Αθήνας, κ. Κακλαμάνης να ασχοληθούμε με κάτι σοβαρό κι όχι με το πόσο άσχημο υπήρξε το χριστουγεννιάτικό δέντρο της πρωτεύουσάς μας. Θα ήθελα να σταθώ στις διαδηλώσεις, που πραγματοποιήθηκαν για τον άδικο χαμό του Αλέξανδρου, κι οι οποίες θα πρέπει όλοι να δεχτούμε ότι είναι μία μορφή αντίστασης ενάντια στις πολιτικές της κρατικής αρχής.
Είναι ενδιαφέρον ότι αυτό το κίνημα είχε ως εκπρόσωπό του όχι κάποιο πολιτικό πρόσωπο αλλά τους μαθητές. Με άλλα λόγια έχουμε μια αντίσταση η οποία προφανώς δεν έχει να κάνει με την «κλασική» επαναστατική δύναμη (οργανωμένες ομάδες κλπ.) αλλά μία δύναμη που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα η οποία την δημιούργησε. Μία ολοκληρωτικά ανορθόδοξη αντιδραστική συσπείρωση που αντανακλά την αντίθεση στις επιταγές της αυταρχικής-δημοκρατικής κοινωνίας, της οποίας κύριο χαρακτηριστικό είναι η ενσωμάτωση της καταπιεσμένης τάξης σε μία υλιστική και πραγματική βάση. Συγκεκριμένα, με βάση των ελεγχόμενων και ικανοποιημένων αναγκών οι οποίες αναπαράγουν το μονοπώλιο του καπιταλισμού – την οριοθετημένη και καταπιεσμένη συνείδηση.
Το μαθητικό κίνημα έδειξε τη δυναμική που μπορεί να δημιουργήσει με τις διαδηλώσεις/αντίσταση. Η αντίσταση εξ ορισμού μπορεί να εμπεριέχει εναντίωση, αντίδραση, αντίθεση, ενεργή ή παθητική ή μπορεί να’ ναι και επιδέξια κεκαλυμμένη. Ο ενεργός τρόπος, είναι ο πιο σαφής κι εμφανής και μπορεί να εμπεριέχει εξεγέρσεις, ανταρσίες, ταραχές, διαδηλώσεις, απεργίες, ακόμα και εμπρηστικές πράξεις, και επιθέσεις. Από την άλλη, ο παθητικός θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια απεργία πείνας, όπως η απεργία πείνας των φυλακισμένων πριν λίγο καιρό, ή ακόμα και φιλικές κουβέντες σε ένα καφέ, σχετικά με τα προβλήματα της κοινωνίας μας που είμαι σίγουρος ότι όλοι επιθυμούν κάποιον τρόπο να εξωτερικεύσουν τη δυσαρέσκειά τους. Αυτές οι «τέχνες της αντίστασης» καταδεικνύουν μία αυτόνομη ή ημι-αυτόνομη λαϊκή κουλτούρα η οποία βρίσκεται παράλληλα και αλληλεπιδρώντας με την κυριαρχούσα κουλτούρα. Η έκφραση αυτών των τεχνών αντίστασης προϋποθέτει μια «αποδεκτή κοσμοθεωρία» από την πλευρά των κοινωνικών δραστών, που αναπτύσσεται μέσα σε μια μεγαλύτερη «παρασκηνιακή» κουλτούρα αντίστασης, είτε αυτή δημιουργείται λόγω των ατελείωτων σκανδάλων της κυβέρνησης και της κάθε κυβέρνησης, είτε από την κακομεταχείριση και τη βία ενάντια στους μετανάστες και μη, ή ακόμα και στον καφενέ μέσα από κουβέντες.
Όσο μεγαλύτερη η ανυπακοή/αντίσταση - σε αυταρχικά ή δημοκρατικά καθεστώτα δεν παίζει ρόλο - τόσο πιο σκληρή η αντιμετώπιση αυτής, γιατί πολύ απλά η λαϊκή αντίσταση αναπηδά στο ίδιο το κράτος. Έτσι, οι φόβοι της αποσταθεροποίησης του κράτους αντικατοπτρίζονται σε κάθε τι που η κοινωνία αποφασίσει να πράξει, από μια ειρηνική διαδήλωση μέχρι και σε μια κατάληψη ενός κτιρίου και υιοθετείται μια φρασεολογία από την πλευρά του κράτους η οποία πρωτίστως, στόχο έχει να δικαιολογήσει την κρατική ανικανότητα και έπειτα να μανιπουλάρει την μερίδα του λαού που βρίσκεται ακόμα μετέωρη ή ακόμα και να μεταπείσει όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο προς το μέρος του. Με άλλα λόγια, το κράτος χαρακτηρίζοντας και βάζοντας στο ίδιο τσουβάλι από παιδιά, μαθητές, φοιτητές, αριστερούς, αναρχικούς, κουκουλοφόρους, μέχρι και τη μερίδα ανθρώπων που έχει κοινωνικές ανησυχίες και βγήκαν στους δρόμους να διαδηλώσουν για το αποτρόπαιο έγκλημα κι όλα τα προηγούμενα συσσωρευμένα σκάνδαλα που μάστισαν την κοινωνία μας, με την ταμπέλα «κοινωνική ανυπακοή» υιοθέτησε ακόμη πιο σκληρή στάση, η οποία νομιμοποιήθηκε από τη φρασεολογία που χρησιμοποίησε την επομένη του εγκλήματος. Η φρασεολογία του κράτους, «κουκουλοφόρος», «αμυνόμενη αστυνομία» κλπ, δείχνει τη γλώσσα της κυριαρχίας που χρησιμοποιείται από το κράτος και τον βαθμό που η κρατική κυριαρχία θα μπορούσε (και το κάνει) να προεκταθεί, ενόσω η απειλή αποσταθεροποίησης του κράτους είναι ακόμα εμφανής.
Ασχέτως με τον τρόπο που θα αναλυθεί η παρούσα κατάσταση, σε μίκρο ή μάκρο-επίπεδο, αποκαλύπτεται η τρωτότητα του κράτους μπροστά στις λαϊκές τάξεις και εξαναγκάζει το κράτος και τον κόσμο να αρχίσουν έναν «διάλογο», ο οποίος ωστόσο, λειτουργεί υπέρ του πρώτου, καθώς με τα ακραία μέτρα που παίρνει η επέμβασή του εκτείνεται και «νομιμοποιείται» η εφαρμογή του τρομονόμου, ή όπως αλλιώς επιθυμείτε να ονομάσετε αυτό το φασιστικό μέτρο, στον «κοινωνικό χώρο». Έτσι, δικαιολογούνται και οι αμέτρητες συλλήψεις παιδιών, μέρες μετά τα επεισόδια, έξω από το σπίτι τους ή έξω από το φροντιστήριό τους. Η απόσταση που χωρίζει το καθεστώς μας με ένα φασιστικό είναι ότι το κράτος «σέβεται» ακόμα το «οικιακό άσυλο» και δεν εισβάλλει να συλλάβει και μέσα στα ίδια τους τα σπίτια τους μαθητές.
Λέγεται ότι το να αναλύσεις τη λέξη «αντίσταση» είναι πολυδιάστατο θέμα, γιατί εμπεριέχει την ερμηνεία της ίδιας της κοινωνίας, της κουλτούρας, ακόμα και την Πολιτική την ίδια. Θα έλεγα ότι οι διαδηλώσεις του κόσμου, ασχέτως με την τροπή που πήραν, έδειξαν ότι τον ενδιαφέρει το μέλλον του και οι συνθήκες αυτού, και είναι διατεθειμένος να το υπενθυμίζει στην εκάστοτε κυβέρνηση. Η κουλτούρα μας δυστυχώς είναι διχασμένη, σε αυτούς που το μόνο που βλέπουν είναι οι επιχειρήσεις τους και η βόλεψή τους και σε αυτούς που είδαν ένα κράτος να σκοτώνει κυριολεκτικά και μεταφορικά, τα παιδιά της. Όσο για την Πολιτική δεν θα ήθελα να σχολιάσω, έδειξε μόνη της τι είναι ικανή να κάνει. Αυτές οι διαδηλώσεις έδειξαν μόνο έναν τρόπο με τον οποίο ο κόσμος μπορεί να αντισταθεί και είναι σίγουρα μόνο η αρχή του τι πρόκειται να ακολουθήσει αν δεν ακουστούν όλες αυτές οι φωνές που βγήκαν στον δρόμο.
Δυστυχώς τα γεγονότα της Δευτέρας - η απόπειρα κατά των αστυνομικών – είναι ένα καταδικαστέο γεγονός εξ ορισμού και σε καμία περίπτωση δεν νομιμοποιείται ιδεολογικά. Είναι η αντίδραση στη δράση που ξεκίνησε το ίδιο το κράτος. Ένα γεγονός που πολλοί προείδαν κι ακόμα περισσότεροι απευχήθηκαν είναι (με φόβο να παρεξηγηθώ) επακόλουθο της βλακώδους σκέψης και πράξης «οφθαλμός αντί οφθαλμού» κι οποιουδήποτε ατόμου ή ομάδας ατόμων που πιστεύουν ότι έτσι, με τέτοιου είδους τρομοκρατικές πράξεις, θα λυθούν τα προβλήματα της χώρας μας. Επιπλέον, αυτοί που τάσσονται υπέρ μιας τέτοιας πράξης αδυνατούν να συλλάβουν ότι, θελημένα ή μη, καπελώνουν και εκμηδενίζουν μια γνήσια και υγιή πράξη και δίνουν απλά πάτημα στο κράτος να προβεί σε εκτενέστερα μέτρα καταστολής – κι αυτός είναι ο στόχος του κράτους. Για να μην αναφερθώ στο γεγονός ότι όλη η πολιτική σκηνή παρέλασε από το νοσοκομείο να ευχηθεί περαστικά στον νεαρό αστυνομικό την επομένη του συμβάντος, αλλά στην περίπτωση της κηδείας του μικρού Αλέξανδρου δεν έστειλαν ούτε αντιπρόσωπο! Μήπως θα έπρεπε να μας απασχολεί αυτή η ιδιαίτερη μεταχείριση του κράτους περισσότερο; Πώς είναι δυνατόν να αποκαλεί «μεμονωμένο περαστικό» τον θάνατο ενός μικρού παιδιού από ένα όργανο της τάξης και να προσπαθεί να αποποιηθεί τη σχέση του μαζί του, αλλά την ίδια στιγμή να εγκολπώνεται κάποιο άλλο όργανο της τάξης, ο οποίος έπεσε θύμα; Προς τι αυτή η διάκριση; Και οι δύο πράξεις είναι καταδικαστέες, και θα πρέπει να είναι απ’ όλους, Κράτος και Πολιτεία.
Το κράτος αγνόησε τον αυθορμητισμό, τη δυναμική και τη γνησιότητα της όλης κίνησης και υποτίμησε τον λαό του, ο οποίος αντέδρασε βάσει των συνθηκών του παρόντος με τον πιο υγιή τρόπο και δείχνοντας τι πραγματικά πιστεύει και νιώθει. Η Πολιτεία απλά θα έπρεπε να είναι ευγνώμων σε όλα αυτά τα παιδιά και σε όλους αυτούς που τα υποστήριξαν και βγήκαν μαζί τους, που επιτέλους ταρακούνησαν και ξύπνησαν την κοινωνία μας. Ήταν καιρός να γίνει. Δυστυχώς, θα το επαναλάβω κι εγώ, με αυτόν τον τρόπο.
* Ο Νίκος Χριστοφής είναι υποψήφιος διδάκτορας της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Λέυντεν της Ολλανδίας