Τα Άγια Θεοφάνια είναι μία από τις πιο μεγάλες και παλαιές γιορτές της Εκκλησίας, εφόσον ανάγει την αρχή της στο 2ο μ.Χ. αιώνα. Χαρακτηρίζεται δε και ως Θεοφάνια ή Επιφάνια από τη φανέρωση της Τριαδικής Θεότητας στον κόσμο. Ονομάζεται δε και εορτή των Φώτων ή Φώτα, γιατί κατά τη Βάπτιση του Χριστού «το αληθινόν Φως επεφάνθη, και πάσι τον φωτισμόν δωρείται». Στα πρωτοχριστιανικά δε χρόνια γιορταζόταν ως ενιαία γιορτή μαζί με τα Χριστούγεννα μέχρι και τις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα, που διαχωρίστηκαν τα Χριστούγεννα και γιορτάζονται ξεχωριστά.
Από τη Βάπτιση δηλαδή του Κυρίου, για την οποία κάνουν λόγο ιδιαίτερα οι ιεροί Ευαγγελιστές, εξάγονται ασφαλώς άπειρα διδάγματα, από τα οποία πιο χρήσιμα για μας είναι τα πιο κάτω:
α) Η μετάβαση του Ιησού στον Ιορδάνη και η αναμονή για τη βάπτισή του
Όταν ο Ιησούς έφθασε στην ηλικία των 30 ετών, δηλαδή της ωριμότητας κατά το ανθρώπινο, ήρθε η ώρα να αρχίσει τη δημόσια δράση του για τη σωτηρία της ανθρωπότητας. Πριν από την έναρξη αυτή, όμως, θέλησε πιο μπροστά να βαπτιστεί, για να δείξει όχι μονάχα τη θεανθρώπινη φύση Του, αλλά και το δρόμο ταυτόχρονα της καινούριας ζωής, εφόσον «πάσα πράξις και πας λόγος του Σωτήρος, κατά τον Μ. Βασίλειο, κανών εστίν ημίν, ευσεβείας και αρετής».
Για το σκοπό δε αυτό συγκατέβηκε, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, «μετά των δούλων ο Δεσπότης» και ήλθε κάποια στιγμή από τη Γαλιλαία στις όχθες του Ιορδάνη, όπου ο Ιωάννης ο Πρόδρομος κήρυττε και βάπτιζε τους προσερχόμενους, δεχόμενος κατά την ώρα της βάπτισης την εξομολόγηση των αμαρτιών τους, προετοιμάζοντας στην πραγματικότητα αυτούς για το χριστιανικό βάπτισμα. Φθάνοντας δε κοντά στον Ιωάννη, δεν έσπευσε να του αναγγείλει ότι αυτός ήταν ο Μεσσίας, που για αιώνες με λαχτάρα περίμενε το δωδεκάφυλο του Ισραήλ και γενικότερα ολόκληρη η ανθρωπότητα, αλλά περίμενε τη σειρά Του για το Βάπτισμα.
Αυτή δε η στάση της αναμονής του Κυρίου, του Δημιουργού και Σωτήρα μπροστά στο πλάσμα Του, μας διδάσκει την ανερμήνευτη συγκατάβαση του Κυρίου, που δεν περίμενε μονάχα τότε, αλλά περιμένει πάντοτε τον κάθε άνθρωπο να επιστρέψει κοντά Του, σαν τον άσωτο για να ζήσει αληθινά και αιώνια. Συγκατέβηκε, δηλαδή, ο Κύριος όχι μονάχα να γεννηθεί ταπεινά στον κόσμο αυτό, αλλά και να τηρήσει με κάθε ακρίβεια όλα εκείνα που όφειλαν και που οφείλουν να τηρούν όλοι οι άνθρωποι, έχοντας το παράδειγμά Του ως υπόδειγμα μιας νέας και τέλειας ζωής. Για το λόγο αυτό οι Άγιοι χαρακτήρισαν το Βάπτισμα ως «απαρχή της νέας ζωής», ως «πύλη της βασιλείας», ως «όχημα προς ουρανόν» κ.ο.κ. «Βάπτισμα, λέγει χαρακτηριστικά ο Μ. Βασίλειος, όχημα προς ουρανόν, βασιλείας πρόξενον, υιοθεσίας χάρισμα...» (Μ.31,433).
β) Η ταπείνωση του Ιωάννη
Ενώ, όμως, ο Κύριος περίμενε, ο Ιωάννης, κατά τον ερμηνευτή Ζιγαβηνό, «έγνω τις ην υπό του ενοικούντος αυτώ θείου Πνεύματος» (Π. Τρεμπ., όπ. π. 63). Κατάλαβε, δηλαδή, ποιος ήταν μπροστά του με τον έκτακτο φωτισμό του Αγίου Πνεύματος που ένιωσε μέσα του. Για το λόγο αυτό έσπευσε αμέσως προς το μέρος Του και, προσκυνώντας Αυτόν με μεγάλη συντριβή, ανεκλάλητη ταπείνωση, είπε:
- Εγώ χρείαν έχω υπό Σου βαπτισθήναι και Συ έρχη προς με» (Ματθ. 3, 14). Εγώ, δηλαδή, «ο υπεύθυνος αμαρτίαις» και «βαπτίζων εν ψιλώ ύδατι» έχω ανάγκη να βαπτιστώ «υπό του βαπτίζοντος εν Πνεύματι Αγίω» και Συ, Κύριε, έρχεσαι σε μένα; Από τα λόγια δε αυτά γίνεται φανερό ότι ο Ιωάννης κατάλαβε για δεύτερη φορά ποιος ήταν μπροστά του. Την πρώτη φορά, δηλαδή, που τον φώτισε ο Θεός, ήταν ακόμη στα σπλάχνα της μητέρας του Ελισάβετ, όταν «εσκίρτησε εν αγαλλιάσει» (Λουκ. 1, 44). Και τώρα, που έβλεπε τον Μεσσία με τα ίδια τα μάτια του, νιώθοντας ταυτόχρονα απέραντη συντριβή και κατάνυξη.
Μια τέτοια δε άκρα κατάνυξη και συντριβή, είναι ανάγκη να νιώθουμε στις καρδιές μας όλοι οι χριστιανοί, γιατί ο ίδιος ο Κύριος βεβαίωσε ότι «κάλαμον συντετριμμένον ου κατεάξει έως αν εκβάλη εις νίκος την κρίσιν» (Ματθ. 12, 20). Τον συντετριμμένο, δηλαδή, εσωτερικά άνθρωπο δεν τον συντρίβει, αλλά τον στηρίζει, μέχρις ότου ο θείος νόμος κυριαρχήσει στην καρδιά του και τελειώσει νικητής το δρόμο του.
γ) Η υποταγή του Ιωάννη
Ύστερα από τα πιο πάνω λόγια του Ιωάννη, όμως, ο Κύριος, που δεν πήγαινε να βαπτιστεί ως αμαρτωλός, αλλά για να δείξει στους ανθρώπους την αναγκαιότητα του βαπτίσματος στο όνομα του Τριαδικού Θεού για τη σωτηρία τους, είπε:
- «Άφες άρτι, ούτω γαρ πρέπον εστίν ημίν πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην» (Ματθ. 3, 15). Άφησε, δηλαδή, τώρα κατά μέρος όλες τις αντιρρήσεις, γιατί με τον τρόπο αυτό (της Βάπτισης) θα εκπληρωθεί το θέλημα του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων. «Παραχώρησον το γε νυν έχον, λέγει τα πιο πάνω ο ερμηνευτής Ζιγαβηνός, μη προβαλλόμενος εις παραίτησιν τα της εμής αναμαρτησίας και θεότητος. Νυν γαρ ουκ έστι τούτων καιρός, αλλ’ οικονομικώς υπό σου βαπτίζομαι» (Π. Τρεμπ. όπ. π. 63).
Από τα πιο πάνω λόγια φάνηκε καθαρά ότι ήταν θέλημα του Θεού και το του Ιωάννου βάπτισμα και ότι αυτό έπρεπε οπωσδήποτε να εκπληρωθεί. Αυτό δε ακριβώς το κατάλαβε τότε ο Ιωάννης και για αυτό, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, «ευθέως υπήκουσεν» και εβάπτισε τον Κύριο.
Αυτή δε η άμεση υπακοή του Ιωάννη στο θέλημα του Θεού είναι το τρίτο μεγάλο δίδαγμα της περικοπής του Ευαγγελίου, που πρέπει να αποτελέσει το θεμέλιο και της δικής μας πνευματικής ζωής κάθε χριστιανού, εφόσον, κατά την προς Εβραίους επιστολή, ο Χριστός «εγένετο πάσι τοις υπακούουσιν Αυτώ αίτιος σωτηρίας αιωνίου» (Εβρ. 5, 9). «Εξ υπακοής, λέγει για τούτο και ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ταπείνωσης και εκ ταπεινώσεως διάκρισις και εκ διακρίσεως απάθεια» (Μ. 88, 709 κ.ά). Με την απάθεια, όμως, ο πιστός ενώνεται με τον Θεό, που χαρακτηρίζεται ως «Απάθεια» (Μ. 88, 1152), λαμβάνοντας «εκ των εντεύθεν λύσιν του χρέους».
δ) Η αναμαρτησία του Ιησού και η κατά χάριν υιοποίηση των πιστών
Ύστερα από τα πιο πάνω, έγινε η βάπτιση του Κυρίου από τον Ιωάννη στον Ιορδάνη. Και έβαπτίσθη, λέγει ο ευαγγελιστής Μάρκος, εις τον Ιορδάνην υπό Ιωάννου» (1,9). Μόλις όμως βαπτίστηκε ο Κύριος δεν στάθηκε κάτω από το νερό για να εξομολογηθεί, όπως έκαναν οι άνθρωποι, αλλά ανέβηκε ευθύς εκ του ύδατος» (Μάρκ. 1,10), γιατί ήταν απόλυτα αναμάρτητος. «Ο δε Χριστός, λέγει για τούτο ο Ζιγαβηνός, μη έχων αμαρτίαν, ουκ ενεβράδυνε τω ύδατι» (Π. Τρεμπ., όπ.π. 64).
Τη στιγμή όμως εκείνη που ο Κύριος «ανέβη υπό του ύδατος» (Ματ. 2,16), άνοιξαν ξαφνικά οι ουρανοί και το Πνεύμα το Άγιο κατέβηκε σαν περιστέρι και κάθισε στην κεφαλή του Κυρίου, ενώ ταυτόχρονα ακούστηκε η φωνή του Θεού - Πατέρα που έλεγε: «Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός, εν ω ηυδόκησα» (Ματθ. 3,17). Αυτό δηλαδή είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, στον οποίο ευαρεστήθηκα.
Εξηγώντας κατά κάποιο τρόπο τα πιο πάνω λόγια, ο ευαγγελιστής Ιωάννης σημειώνει ότι «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε (όμως), ο Μονογενής Υιός, ο ων εις τον κόλπον του Πατρός, Εκείνος εξηγήσατο» (Ιω. 1,18). Και τούτο γιατί, κατά το Σύμβολο της Πίστεώς μας είναι «ομοούσιος» με τον Πατέρα και ομότιμος (συμπροσκυνούμενος).
Ενώ όμως ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού Πατέρα «κατ’ ουσίαν» και κάθε άνθρωπος γίνεται «κατά χάριν» υιός με το βάπτισμα και με τη συμμετοχή του στα αγιαστικά μυστήρια της Εκκλησίας. Για την «κατά χάριν υιοποίηση των χριστιανών από το Θεό, κατά τον άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων, είναι απαραίτητη η ανυπόκριτη ευλάβεια. «Εάν και αυτός έχης ανυπόκριτον ευλάβειαν, λέγει, κατέρχεται και επί σε το Πνεύμα το Άγιο και φωνή σοι πατρική άνωθεν απηχεί. Ουχ αυτός έστιν ο Υιός μου, αλλά ούτος νυν γέγονεν υιός μου». (Κατ. Γ’, 1Ε, ΒΕΠΕΣ 39,65).
Ύστερα από τα πιο πάνω, δεν απομένει άλλο παρά να ψάλλουμε όλοι οι χριστιανοί δοξαστικά και ευχετικά το Κοντάκιο της εορτής, στο οποίο περιλαμβάνεται όλη η θεολογία των Θεοφανίων, λέγοντας:’
«Επεφάνης σήμερον,
τη οικουμένη,
και το φως Σου, Κύριε,
εσημειώθη εφ’ ημάς
εν επιγνώσει υμνούντας Σε.
Ήλθες, εφάνης
το Φως το απρόσιτον».