Ο Νικόλαος, όπως αρχικά ονομαζόταν ο Άγιος, ήταν το πρώτο από τα οκτώ παιδιά του Αυγερινού και της Κυράτζας, γονέων ευσεβών που κατάγονταν από τα Κάπουρνα της Θεσσαλίας. Γεννήθηκε το 1766. Λόγω της φτώχειας της οικογένειας, ο Νικόλαος στάλθηκε σε ένα συγγενικό πρόσωπο στο Βελεστίνο που διατηρούσε παντοπωλείο, ενώ η υπόλοιπη οικογένεια εγκαταστάθηκε στο γειτονικό Γερμί. Ένας όμως Οθωμανός του Βελεστίνου τον άρπαξε βίαια απ’ το παντοπωλείο και τον έβαλε, δωδεκαετή όντα, να υπηρετεί το χαρέμι του. Όταν ο πατέρας του Οσίου αναζήτησε το γιο του στο σπίτι του Οθωμανού, διώχτηκε με τη δικαιολογία πως ο Νικόλαος επρόκειτο να περιτμηθεί (να γίνει Μουσουλμάνος). Σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Νικόλαος πράγματι περιετμήθη και μετονομάστηκε Ιμπραήμ. Όμως, μόλις δυο μήνες αργότερα, ο μικρός αρνησίθρησκος κατάλαβε το λάθος του και κατέφυγε στον πατέρα του μετανιωμένος πικρά. Ο πατέρας του τον φυγάδευσε στο Κεραμίδι, λόγω της αναμενόμενης εκδικητικότητας των Οθωμανών, και εκεί ο μικρός Νικόλαος άρχισε να μαθαίνει την τέχνη του κτίστη, ενώ λίγο αργότερα αναχώρησε με κάποιους συναδέλφους του για την Κρήτη. Επειδή εκεί οι κτίστες του φέρονταν άσχημα, ο Νικόλαος κατέφυγε σ’ έναν ιερέα, ο οποίος, όχι απλά τον δέχτηκε στοργικά, αλλά τον υιοθέτησε. Όταν ο ιερέας αυτός πέθανε, ο Νικόλαος αναχώρησε για το Άγιο Όρος, όπου στην Ι. Μ. Καρακάλλου ενεδύθη το μοναχικό σχήμα μετονομασθείς Γεδεών. Η ζωή του εκεί ήταν άκρως ασκητική, πλήρης νηστειών, αγρυπνιών και γονυκλισιών, τιμωρώντας κατ' αυτόν τον τρόπο τον εαυτό του για το μεγάλο του ολίσθημα. Στην Ι. Μονή έμεινε τριάντα πέντε χρόνια και έπειτα, έχοντας διαβάσει πολλούς βίους αγίων, κυρίως δε μαρτύρων προτρεπτικούς προς τη δική του ομολογία που σχεδίαζε, αναχώρησε για τη Ζαγορά. Από εκεί έφτασε στο Βελεστίνο και προσποιούμενος τον σαλό, πείραζε και ενοχλούσε τους Οθωμανούς. Οι Τούρκοι τον άφησαν ελεύθερο αφού πρώτα τον ξυλοκόπησαν άγρια. Δεν τον φόνευσαν γιατί τον θεωρούσαν ως «μη έχοντα φρένας». Κάποιοι Χριστιανοί του Βελεστίνου τον παρέδωσαν μισοπεθαμένο απ’ τα χτυπήματα στην αδελφή του Δάφνη που ήταν παντρεμένη στο γειτονικό χωριό Ταμπιγλί. Όταν στο χωριό αυτό μετά από λίγο καιρό εμφανίστηκαν οι στρατιώτες του Βελή πασά, ο Άγιος άρπαξε την ευκαιρία και παρουσιάστηκε μπροστά τους ομολογώντας τον Χριστό. Παρ’ όλες όμως τις προσπάθειες που έκανε εκεί αλλά και στα Κανάλια, δεν αξιώθηκε του μαρτυρίου που επιζητούσε. Έτσι επέστρεψε στο Άγιο Όρος, όπου υπηρετούσε το διακόνημα του εκκλησιάρχη. Μια νύχτα, κι ενώ βρισκόταν στο ναό της διακονίας του, άκουσε μια φωνή από την εικόνα του Παντοκράτορα που του έλεγε: «Όποιον με αρνηθεί ενώπιον των ανθρώπων, αυτόν κι εγώ θα τον αρνηθώ μπροστά στον πατέρα μου στους ουρανούς». Μετά απ' αυτό ο Άγιος αναχώρησε και πάλι μέσω θαλάσσης προς τη Ζαγορά κι από εκεί στο Βελεστίνο. Εκεί όμως το μόνο που πέτυχε με την πρώτη του ομολογία ήταν ραβδισμοί και εκδίωξη. Τότε ο Γεδεών μετέβη στην Αγριά και αφού ζήτησε ακρόαση από τον εκεί διοικητή άρχισε να βρίζει τη θρησκεία του Μωάμεθ. Τότε ο αγάς της Αγριάς έστειλε γράμμα στον Βελή πασά, γιο του διαβόητου Αλή πασά, εκθέτοντας όσα κατά της θρησκείας τους εξαπέλυε ο Άγιος. Ο Βελής διέταξε να τον φέρουν δεμένο στην έδρα του, τον Τύρναβο, πράγμα που έγινε. Εκεί ο γιος του Αλή, κυρίαρχος τότε στη Θεσσαλία, διέταξε τον Γεδεών ν' απολογηθεί. Εκείνος του εξιστόρησε πώς εξαπατήθηκε, έφηβος ων, και αρνήθηκε τον Χριστό, καθώς και ότι πλέον είχε μετανιώσει για την πράξη του αυτή. Ο Βελής διέταξε να τον φυλακίσουν και την επομένη κάλεσε από τη Λάρισα τους επίσημους Οθωμανούς και τον μουλά απαιτώντας από τον Άγιο να απολογηθεί ξανά. Οι Τούρκοι προσπάθησαν με κολακείες, στην αρχή, και απειλές, αργότερα να τον επαναφέρουν στο Μωαμεθανισμό. Βλέποντας όμως ο Βελής το ανδρείο της θέλησής του, διέταξε να του ξυρίσουν το κεφάλι κι έπειτα να τοποθετήσουν στην θέση των μαλλιών του την κοιλιά ενός προβάτου. Στη συνέχεια, έτσι όπως τον είχαν μεταμορφώσει, τον ανέβασαν ανάποδα πάνω σε ένα γάιδαρο και τον διαπόμπευσαν στους κεντρικούς δρόμους του Τυρνάβου. Ο Βελής, βλέποντας ότι ο Άγιος χαιρόταν γι’ αυτό, φρένιασε και διέταξε να του κόψουν τα τέσσερα άκρα. Έτσι κολοβωμένο και αδύναμο το σώμα του Αγίου αφέθηκε να ποτίζει με το αίμα του την παγωμένη αυλή του πασά. Τότε ένας, εξ Εβραίων νεοφώτιστος, Χριστιανός πήγε κοντά του ζητώντας την ευχή του. Ο Μάρτυρας του έδωσε την ευχή του και προφήτευσε ότι, πριν περάσει ένας χρόνος, οι ηγεμόνες των Οθωμανών Τουρκαλβανοί (Αλής, Βελής), θα πάθαιναν παντελή καταστροφή. Ο Άγιος Γεδεών, βασανιζόμενος για λίγες ακόμα ώρες, παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο την 30ή Δεκεμβρίου 1818. Το σώμα του Αγίου κηδεύτηκε με τιμές πίσω από το Ιερό Βήμα του Ναού των Δώδεκα Αποστόλων του Τυρνάβου. Όσο για την προφητεία του Αγίου γνωρίζουμε ότι πραγματοποιήθηκε τη 14η Μαρτίου του 1819. Ο σουλτάνος σκότωσε τον Βελή και τον πατέρα του Αλή. «Χαίροις των Οσίων ο μιμητής. Χαίροις των Μαρτύρων, θιασώτης και μιμητής. Εν γαρ αμφοτέροις, νομίμως διαπρέψας, Οσιομάρτυς ώφθης, Γεδεών ένθεος».