Η φετινή Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων βρίσκει τη χώρα μας αντιμέτωπη με μια διπλή πρόκληση, η οποία, συγχρόνως, εξελίσσεται σε λυδία λίθο και μείζον ζήτημα για το μέλλον της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης: αφενός έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια πρωτοφανή σε μέγεθος, κλίμακα και συνέπειες οικονομική κρίση, η οποία έχει ταράξει συθέμελα το μέγιστο, μέχρι στιγμής, επίτευγμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης: την Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Αφετέρου, έχουμε σε πλήρη εξέλιξη μια ριζική μεταμόρφωση του φαινομένου της μετανάστευσης και της αναζήτησης ασύλου, όσον αφορά, ειδικότερα, στην ευρωπαϊκή μορφή του. Η μεταμόρφωση αυτή, και το βάρος που προσθέτει στις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές δομές των χωρών διέλευσης και, κυρίως, υποδοχής, ήδη προκαλεί προβληματισμό ως προς το μέλλον του δεύτερου μείζονος επιτεύγματος της ευρωπαϊκής ενοποίησης: της Συνθήκης Σένγκεν, η οποία έχει ήδη δημιουργήσει κεκτημένο, όσον αφορά στην ελεύθερη μετακίνηση των φυσικών προσώπων εντός του κοινού ευρωπαϊκού χώρου.
Η νέα μορφή του φαινομένου της μετανάστευσης και της αναζήτησης ασύλου διακρίνεται από μεγάλες ροές, διάφορες γεωγραφικές περιοχές προέλευσης και ποικίλες αιτίες, οι οποίες περιλαμβάνουν τόσο ιστορικά γνωστές αιτίες δημιουργίας προσφυγικών ρευμάτων, όπως ο πόλεμος, η εσωτερική αστάθεια και η οικονομική κατάρρευση χωρών, όσο και νέες, όπως η κλιματική αλλαγή και η δραστική αλλαγή των περιβαλλοντικών συνθηκών. Πράγματι, είναι πλέον σίγουρο ότι μελλοντικά εκατομμύρια άνθρωποι θα υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, ως περιβαλλοντικοί πρόσφυγες, καθώς η αλλαγή του κλίματος της Γης θα ανατρέψει την αγροτική οικονομία, την παραγωγή τροφίμων και τις συνθήκες διαβίωσης χωρών που, λόγω γεωγραφικής θέσης, και όντας ήδη αναπτυσσόμενες, θα πληγούν περισσότερο.
Μολονότι οι συνιστώσες αυτές του προβλήματος είχαν εντοπιστεί έγκαιρα εδώ και πολύ καιρό από πολλές πλευρές, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, είναι γεγονός ότι η Ευρώπη αποδείχθηκε απροετοίμαστη να αντιμετωπίσει από κοινού, άμεσα και αποτελεσματικά το νέο πρόσωπο της προσφυγιάς. Αυτό αποδεικνύεται από την τεράστια και ανισομερή πίεση που έχει δημιουργηθεί στις μεσογειακές χώρες μέλη της Ένωσης, όπως η Μάλτα, η Ιταλία και, πρωτίστως, η Ελλάδα. Η πολιτική αναταραχή στη Βόρεια Αφρική, ο εμφύλιος πόλεμος στη Λιβύη και, τώρα, οι ραγδαίες εξελίξεις στη Συρία δημιουργούν συνεχώς νέα δεδομένα. Παραδείγματος χάρη, είναι γεγονός ότι ήδη χιλιάδες πρόσφυγες από τη Συρία έχουν περάσει τα σύνορα με την Τουρκία, η οποία ήδη αποτελεί την κύρια οδό διέλευσης προσφύγων και μεταναστών από την Ασία και την Αφρική προς την Ευρώπη, μέσω της Ελλάδας.
Είναι γνωστά και δεδομένα τα ανθρωπιστικά διλήμματα που θέτει το δράμα εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλον τον κόσμο, ανθρώπων που επιχειρούν με κάθε μέσο να ξεφύγουν από την καταπίεση, τον πόλεμο και τις απειλές για την ίδια τους την επιβίωση, ανθρώπων που είναι αναγκασμένοι να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, την πατρίδα και τις κοινότητές τους για να αναζητήσουν ασφάλεια σε ένα ταξίδι με αβέβαιο τέλος. Η Ελλάδα, μια χώρα με ιστορία προσφυγιάς και μετανάστευσης και μια παράδοση υποδοχής και προστασίας του ικέτη, εκείνου που αναζητά άσυλο, οφείλει να κάνει ό,τι περνά από το χέρι της και τις δυνατότητες που διαθέτει για να ανταποκριθεί επιτυχώς σε αυτά τα ανθρωπιστικά διλήμματα. Από την άλλη πλευρά, εξίσου σημαντικό καθήκον για την ελληνική Πολιτεία είναι η προστασία των συνόρων της, τα οποία, σημειωτέον, είναι και σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ασφάλεια του πολίτη, η ορθή διαχείριση των μεταναστευτικών ρευμάτων, η αντιμετώπιση των οικονομικών και κοινωνικών προκλήσεων που συνεπάγεται η εισροή μεγάλου αριθμού αλλοδαπών προσφύγων, όλα αυτά είναι μείζονος σημασίας πολιτικά ζητήματα, τα οποία καλείται να χειριστεί η Ελλάδα σήμερα, και μάλιστα επειγόντως. Όχι όμως μόνη της: στο όνομα της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, απαιτείται να βρεθεί μια κοινή, ευρωπαϊκή λύση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν εξαιτίας του σημαντικού αριθμού αιτήσεων χορήγησης ασύλου που λαμβάνουν ορισμένα κράτη μέλη, όπως η Ελλάδα. Στο όνομα της κοινής ευθύνης, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να χορηγήσει στις χώρες αυτές σαφώς μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική στήριξη, ώστε να ενισχύσουν τη δυνατότητά τους να παρέχουν προστασία.
Το δράμα της προσφυγιάς είναι, δυστυχώς, τόσο παλιό όσο και οι οργανωμένες και εγκατεστημένες σε ένα συγκεκριμένο τόπο ανθρώπινες κοινωνίες. Ίσως δεν μπορούμε να ευελπιστούμε στην εξάλειψή του, τουλάχιστον στο ορατό μέλλον. Μπορούμε, όμως, να εργαστούμε, ο καθένας από τη θέση του, για να απαλυνθεί ο πόνος των προσφύγων, των στερημένων πατρίδας. Η Ελλάδα έχει ήδη αναλάβει τις ευθύνες της και σηκώνει το βάρος της φύλαξης των ευρωπαϊκών συνόρων, αλλά και της παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας σε χιλιάδες πρόσφυγες από την Ασία και την Αφρική, σύμφωνα με τα ανθρωπιστικά πρότυπα του ελληνικού πολιτισμού και τις δεσμεύσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Η Ευρώπη, από την πλευρά της, φαίνεται ότι αρχίζει πλέον να αντιλαμβάνεται τη φύση του προβλήματος, όπως δείχνει η σχετική δραστηριοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Οι εξελίξεις αυτές δίνουν βάση για αισιοδοξία, με την επισήμανση, όμως, ότι η ελληνική επαγρύπνηση είναι πάντα απαραίτητη.
Η Ροδούλα Ζήση είναι Β΄ αντιπρόεδρος της Βουλής και πρόεδρος της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων