Στο σημερινό σημείωμά μου θέλησα να ξεφύγω λίγο απ’ την καθημερινότητα, που κούρασε την ψυχή μας και τη γέμισε με άγχος και αγωνία, καθώς και με προβληματισμό για το τι θα μας ξημερώσει.
Απελπίστηκε ο κόσμος με τις περικοπές, την ανεργία και την αβεβαιότητα για το μέλλον της πατρίδας μας, που βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση κι απλώνει το χέρι της προς τα έξω και δεν βρίσκει ανταπόκριση και ταπεινώνεται καθημερινά.
Είπα λοιπόν, ας ψάξω να βρω κάτι που θα με ανακουφίσει και θα με ξεκουράσει και το βρήκα. Πού αλλού; Στα παιδιά και στην τάξη. Σ’ ένα χρονογράφημα του Νιρβάνα, που ξαναζωντανεμένο στο μυαλό μου, γέμισε την ψυχή μου με νοσταλγία και αναπόληση και γύρισε το νού μου πίσω στα χρόνια μου τα δασκαλικά, τα γιομάτα αναμνήσεις απ’ την τάξη και τα παιδιά, που κάθε φορά που τα αναθυμούμαι μ’ αναπαύουν και μου γλυκαίνουν την καρδιά. Έλεγε λοιπόν το χρονογράφημα. Μια σκύλα ξαπλωμένη στην άκρη μιας αλάνας, βύζαινε το κουταβάκι της. Ξένοιαστο εκείνο κι ανέμελο, όπως όλου του κόσμου τα μικρά, κουνούσε την ουρίτσα του ευτυχισμένο, ώσπου αποκοιμήθηκε.
Αναπαυμένο στα ονείρατά του, τίναζε πότε το ένα και πότε τ’ άλλο τα ποδαράκια του κι απ’ την άκρη απ’ το στόμα του έβγαινε το γάλα, κάνοντας πιο κόκκινη τη ροδαλή γλωσσίτσα του.
Η μάνα του γιομάτη στοργή και τρυφερότητα, το συμμάζευε προσεκτικά και λαχταρούσε μην το τρομάξει κανείς και χαλάσει το γαλήνιο ύπνο του. Με τα μάτια της τα εκφραστικά, κοίταζε με καλοσύνη τα παιδιά που ’χαν μαζευτεί γύρω της και με λαχτάρα και οικειότητα, σαν να μιλούσε στα μεγαλύτερα δικά της παιδιά, τα παρακαλούσε μην το ξυπνήσουν.
Κι εκείνα γιομάτα αγάπη το κοίταζαν με τρυφεράδα και στοργή, σαν το μικρό το αδελφάκι τους και βούλωναν το στόμα το ένα τ’ αλλουνού μην ξεφωνήσουν και το ξυπνήσουν απ’ το γλυκό τον ύπνο του. Να φύγω είχα πει, παίρνοντας τη σύνταξη και να ξεχάσω την τάξη και το σχολείο. Να ξεχάσω και να ξεκουραστώ, γιατί πολλά τραβήξαμε οι παλιότεροι και το προσπάθησα. Μπορείς όμως να ξεφύγεις απ’ τα παιδιά, όταν στο μυαλό σου έρχονται τέτοιες στιγμές απ’ την τάξη;
Όταν τα θυμάσαι απορροφημένα απ’ την άφταστη αυτή περιγραφή και διήγηση του χρονογράφου, να ζουν τις μοναδικές αυτές στιγμές μ’ απέραντη αγάπη και συγκίνηση.
Μπορείς να ξεχάσεις εύκολα την ολόψυχή τους συμμετοχή στο μοναχικό αυτό σκηνικό της σκύλας με το κουταβάκι της και τις αθώες καρδούλες τους να γίνονται ένα μ’ αυτό και να είναι έτοιμα να τρέξουν και να τυλιχτούν κι αυτά, γεμάτα ζήλεια στην ποδιά της μάνας τους. Πόσο πρόσφεραν στα παιδιά τ’ αναγνώσματα αυτά.
Πόσο τα ’φερναν κοντά στη φύση και στα ζωντανά. Τ’ αγαπούσαν με την ψυχή τους αληθινά. Συνταυτίζονταν μαζί τους και γίνονταν οι καλύτεροι και πιστότεροι φίλοι τους. Για μας τους δασκάλους ετούτα τα ενθυμήματα και οι αναδρομές είναι δροσιά αγιασμένη στη διψασμένη μας ψυχή, απ’ ανθρωπιά και καλοσύνη που λείπουν πολύ στις μέρες μας. Είναι μια συντροφιά και μια παρηγοριά στη μοναξιά και απονιά της ψυχρής κοινωνίας μας κι ένας γλυκασμός στην πονεμένη μας ζωή απ’ τις φροντίδες και τα βάσανα.
Γι’ αυτό, απ’ της ψυχής μας τα βαθιά ευχαριστούμε τους άξιους αυτούς συγγραφείς, που πρόσεχαν πολύ σ’ αυτά που έγραφαν, κι εκτός απ’ τα βαθιά νοήματα, έδιναν και κάποια ελπίδα κι αισιοδοξία για τη ζωή.
Ρώτησαν κάποτε το Νιρβάνα, πού βρίσκει το κουράγιο αυτό και την αισιοδοξία που γράφει στα χρονογραφήματά του κι εκείνος απάντησε:
Τη δύναμη και το θάρρος για να σταθώ και να συνεχίσω, τα παίρνω απ’ τα κείμενά μου, όπως το παιδί που βαδίζει τη νύχτα στο σκοτάδι σφυρίζει για να διώξει το φόβο και να συνεχίσει θαρρετά το δρόμο του. Έγραψα το σημείωμα αυτό και το σκέφθηκα πολύ, με την ελπίδα να θυμηθούμε μέσα στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε καθημερινά, πώς υπάρχουν και μικροχαρές και στιγμές όμορφες που ζήσαμε στα χρόνια που περάσαμε κι αυτές πρέπει ν’ αναθυμούμαστε και να τις φέρνουμε στο νου, κάθε φορά που οι στεναχώριες μας πνίγουν, για να μαλακώσουν και να γλυκάνουν λίγο τον πόνο μας.