Ένα από τα ωραιότατα λουλούδια του αγρού, του φράχτη και των περιβολιών, είναι η παπαρούνα. Ποιος δεν τη χαίρεται, δεν τη θυμάται από τα παιδικά του χρόνια. Αν μάλιστα έζησε στην εξοχή και δεν είχε την ατυχία να ζήσει σαν αστός. Τα παιδιά ακόμα και σήμερα την κόβουν μπουμπουκιασμένη, άλλοτε ανθισμένη κι άλλοτε όχι. Κι ανοίγουν το μπουμπούκι, μ’ ένα χρώμα ασπριδερό ή άλικο. Και καθώς το ανοίγαμε με χτυποκάρδι παιδικό να δούμε το χρώμα της, ρωτούσαμε: «Τούρκος ή Ρωμηός»; Η παπαρούνα ήταν το κύριο διασκομητικό με τον λαζαράκο, το κίτρινο εκείνο κρινολούλουδο, στο καλαθάκι μας, καθώς τρέχαμε από πόρτα σε πόρτα, να τραγουδήσουμε: «Ήλθε ο Λάζαρος ήλθαν τα Βάγια...» και το Μεγαλοβδόμαδο: «Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα». Λένε, πώς οι παπαρούνες, που βάφουν άλικα αγρούς και περιβόλια, συμβολίζουν σταγόνες από το αίμα του Χριστού. Οι πρώτες παπαρούνες, λένε, πως βγήκαν στα πόδια του Χριστού, στη βάση της Σταύρωσης, αμέσως μετά το «Κλίνας την κεφαλήν παρέδωκεν το πνεύμα» ... Στάλες είναι οι παπαρούνες από το αίμα του Χριστού, που σταυρώθηκε, για τη σωτηρία των ανθρώπων. Έγιναν άνθη πυρόχροα, ντελικάτα και ανεμίζοντα στο πρώτο φύσημα του ανέμου. Πρώτα από τ’ ανοιξιάτικα λουλούδια, ανθίζουν οι παπαρούνες, πιστές σ’ όποια άνοιξη, ειρήνης ή πολέμου, για να φέρουν το μήνυμα της Μεγάλης Θυσίας αλλά και το άγγελμα της Ανάστασης.
Αυτές δίνουν το κόκκινο χρώμα, το φλογερό στο Πασχαλιάτικο αυγό. Παιγνιδίζοντας στο χάδι της Ανοιξιάτικης πνοής, περνάνε από τη λύπη στη χαρά. Πρώτες στην ώρα τους ευθυγραμμισμένες, με την επικαιρότητα του Θείου Δράματος. Πάσχα δίχως τις παπαρούνες δεν γίνεται. Ευλογημένα κεντίδια σε χλωροπράσινους τάπητες.
Περήφανες και αισιόδοξες, σήκωσαν τα κόκκινα σινιάλα τους, καλύπτοντας με χάρη, κάθε ελεύθερο χώρο, που άφησαν τα τσιμέντα.
Παλιότερα, ολόκληρα – χωράφια κυμάτιζαν κατακόκκινα, από ένα πλήθος παπαρούνες. Το θέαμα ήταν τόσο μαγευτικό, όσο και θλιβερό. Κατηγορήθηκαν οι καημένες, σαν επιβλαβές ζιζάνιο για τις καλλιέργειες των αγροτών (και δυστυχώς αυτό είναι αληθές) και πάραυτα μπήκαν στο στόχαστρο της εξόντωσης. Υπέκυψαν αμαχητί στα δηλητηριώδη φυτοφάρμακα.
Κάποτε ήλθε στο χωριό μου, φίλος καλλιτέχνης και φιλοξενήθηκε στο σπίτι μας. Διψασμένος για φύση, παρακάλεσε τον παππού μου, να περιοδεύσουν στα κτήματα, που απλώνονταν στον απέραντο κάμπο. Τέλος τ’ Απρίλη. Οι παπαρούνες στις δόξες τους. Ένα από τα χωράφια του παππού μου, είχε κατακλυσθεί από άλικες παπαρούνες. Δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα τα φυτοφάρμακα. Ο καλλιτέχνης μόλις είδε το θέαμα έμεινε άναυδος. «Κράτα τ’ άλογο» είπε στον παππού μου. Θέλω ν’ αποθανατίσω το ανυπέρβλητο σε κάλλος τούτο θέαμα. Κύμα ευφροσύνης και θαυμασμού πλημμύρισε την ψυχή του. Ο παππούς μου τον κοίταξε και κούνησε το κεφάλι του. Ήταν σκασμένος γιατί αυτές οι παπαρούνες κατέστρεψαν τη σπαρμουδιά τους.
Μόλις μπόρεσε να ψιθυρίσει χολωμένος: «Να χαρώ το θέαμα». Βλέπετε οι παπαρούνες έχουν και τούτο το καλό. Να προκαλούν αντίπαλα αισθήματα.
Καθώς οι παπαρούνες λικνίζονται στο πρώτο φύσημα του ανέμου, μιλούν μεταξύ τους: «Ήλθε η Άνοιξη!» Τι χαρά βεβαιώνει η μία την άλλη και το αεράκι μεταφέρει όπως οι μέλισσες τη γύρι, μακριά σε κάμπους και πλαγιές, από άνθος σε άνθος την ευχάριστη είδηση. Κι όπως, όλα τα όντα θηλυκού γένους, πλάστηκαν από το Δημιουργό να είναι λαλίστατα, έπιασαν κι αυτές την ατέλειωτη κουβέντα τους.
«Πω, πω! Τι βλέπω, λέει η μία. Φώς και ήλιο και πράσινα χαλιά και καθάριο ουρανό, που τον οργώνουν χελιδόνια».
«Αχ, λέει η άλλη. Φύτρωσα πίσω από ένα σβώλο, και χάνω το θέαμα». «Εγώ βλέπω λέει μια άλλη, ανθρώπους, που πηγαινοέρχονται και κινούνται νευρικά, σαν κάτι να κυνηγάνε, μα δεν μπορούν να το πιάσουν».
«Άστους μωρή χαζή. Δεν τους βλέπεις; Είναι οι άπληστοι και οι αχόρταγοι. Δυστυχισμένα όντα!». «Εδώ, που είμαι λέει κάποια, βλέπω δυσκίνητα φορτηγά, μπουλντόζες, τρυπάνια, χώματα, σίδερα και μπάζα. Τι αναστάτωση κι αυτή; Μα να, εδώ δεν ήταν ένα δάσος; Πότε κιόλας το οικοπεδοποίησαν;» «Ωχ, προσοχή παιδιά. Μια παρέα ξεριζώνει παπαρούνες». Τούρκοι ή Ρωμιοί; «Και μαργαρίτες και τις φιλλομετράνε:» Μ’ αγαπάς, δε μ’ αγαπάς; Και ψιθυρίζουν μια αξέχαστη επιτυχία του Αττίκ: «Παπαρούνα ζηλευτή. Παπαρούνα ζηλεμένη». (Αξέχαστη Μάντρα!)
Έξοχα, μπράβο, ωραία είπαν οι παπαρούνες όλες μαζί. Και έσκασαν στα γέλια. Καλέ να! Κτυπάνε οι καμπάνες αναστάσιμα. Άρχισε κιόλας το τσούγκρισμα των αυγών, που έχουν το δικό μας χρώμα. Άντε! Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη. Σ’ έσπασα. Μ’ έσπασες!!! Και του χρόνου...