Έκλεισαν φέτος 68 χρόνια από την ιστορική ημέρα της «δολοφονίας της Τσαριτσάνης» όπως ονομάστηκε η εκτέλεση των 40 πατριωτών της μαρτυρικής κωμόπολης, που έγινε απ’ τους Ιταλούς και Γερμανούς κατακτητές στις 12 του Μάρτη του 1943. Ο γράφων παρευρέθηκε πρίν από χρόνια στο μνημόσυνο που έγινε στον τόπο της εκτέλεσής τους, στη ματοβαμένη πλατεία με τον ιστορικό πλάτανο.
Σεμνοί και απέριττοι οι κάτοικοι της ηρωικής κωμόπολης ξανάζησαν νοερά τις εφιαλτικές ώρες της αλησμόνητης «αποφράδας» ημέρας και απέτιαν με τα δακρυά τους το φόρο τιμής και δόξας στους ηρωικούς νεκρούς που ΄πέσαν στο μεγάλο βωμό της Αντίστασης για τη λευτεριά της Πατρίδας και μαζί τους ολόκληρος ο μαρτυρικός λαός της Θεσσαλίας και όλης της χώρας ορκίστηκε πάνω στον ομαδικό τάφο τους να μην αφήσει να ξαναγίνουν στη χώρα άλλες «Τσαρίτσανες» και «Δίστομα», άλλα «Κούρνοβα» και «Χαϊδάρια» άλλα ερείπια και πένθη.
Παραθέτω τα γεγονότα όπως μου τα διηγήθηκαν τότε οι κάτοικοι για να τα γράψω στην εφημερίδα «Δημοκρατική Γενιά» όργανο τότε της Δημ. Νεολ. Λαμπράκη.
12 του Μάρτη 1943. Είναι η ώρα 2 μετά το μεσημέρι.
Οι κάτοικοι της Τσαριτσάνης 4.000 ψυχές, είναι σκόρπιοι στα χωράφια και στις δουλειές τους. Η πείνα βάρυνε μαύρος βραχνάς τη χώρα και οι σκλάβοι της μοχθούσαν να κρατηθούν στη ζωή με τη δουλειά και το μόχθο, κάτω απ’ το βλοσυρό βλέμμα του κατακτητή.
Κανενός όμως δεν το ‘βαζε ο νους πως η ημέρα τούτη θα γινότανε η μεγάλη «αποφράδα» για τη μικρή πολιτεία. Πως η μοίρα του κατακτητή άλλα όριζε.
Σε κάποια στιγμή απ’ το δρόμο πρόβαλε ένα μαύρο κινούμενο σημάδι. Το σημάδι αυτό έγινε σιγά-σιγά μία ίλη ιταλικού ιππικού. Και σε λίγο γύρω απ’ τη μικρή κωμόπολη είχε στηθεί απ’ τα ανατολικά, ένας κλοιός από πεζούς και καβαλαρέους Ιταλούς που άρχισαν να πυροβολούν όσους απ’ τους κατοίκους προσπαθούσαν να σωθούν φεύγοντας. Τέσσερις κάτοικοι πέφτουν κάτω απ’ τις σφαίρες νεκροί, και άλλοι τόσοι τρυπιούνται με τις λόγχες απ’ τους ιππείς που τους κυνηγούν καβάλα. Την ίδια στιγμή, μια άλλη φάλαγγα μελανοχίτωνες και «λεγεωνάριοι» του προδότη Διαμάντη απ’ την Ελασσόνα κυκλώνουν την πόλη απ’ τα δυτικά. Περίπολοι και σκοποί φράζουν κάθε δίοδο και έξοδο. Η Τσαριτσάνη είναι τώρα ολόκληρη μέσα στο «μπλόκο». Και κάποια στιγμή απ’ το στόμα του Ιταλού διοικητή δίδεται η διαταγή: FOCO! Οι μαρτυρικοί κάτοικοι από μια ενστικτώδη παρόρμηση προσπαθούν να σωθούν με κάθε μέσο. Άλλοι δραπετεύουν απ’ το «μπλόκο» άλλοι κρύβονται κι άλλοι στέκουν όπου βρέθηκαν περιμένοντας το μοιραίο. Οι καμπάνες χτυπούν δαιμονισμένα και οι φλόγες και οι καπνοί ζώνουν τώρα την πόλη.
Στην πλατεία τώρα, ο φασίστας φρούραρχος Βάλι, μιλάει προς τους συγκεντρωμένους κατοίκους και τον αντιπρόεδρο της κοινότητας. – Πες σ’ ολόκληρο τον πληθυσμό να συγκεντρωθεί στην πλατεία, γιατί θέλω να τους μιλήσω. Να μη φοβηθεί κανείς. Σαν δίνω το λόγο μου ότι ουδείς πρόκειται να πάθει το παραμικρό.
Άνανδρη υπόσχεση μιας άνανδρης παγίδας για την εύκολη αιχμαλωσία και τη σφαγή ενός άοπλου πληθυσμού.
Η διαβεβαίωση μεταδίδεται αστραπιαία από στόμα σε στόμα, οι κρυμμένοι και οι διστακτικοί πέφτουν στην παγίδα για να βρεθούν σε λίγο κάτω απ’ το μαχαίρι των δημίων. Όλος τώρα ο πληθυσμός άντρες, γυναίκες, παιδιά έχει συγκεντρωθεί στην πλατεία. Ένας Τσαριτσανιώτης που προσπάθησε να διαφύγει μέσα απ’ το «μπλόκο», ο Γιάννης Σαπουνάς, πιάνεται και οδηγείται στον τόπο της συγκέντρωσης.
Ένας έφιππος Ιταλός τον φέρνει μπροστά στον Βάλι, ο οποίος τον αφήνει για μία στιγμή ελεύθερο, μα μετανιώνει αμέσως και διατάζει έναν λοχία, ο οποίος τον εκτελεί σαν σκυλί επί τόπου. Κατάπληκτοι, με την ψυχή στο στόμα οι κάτοικοι, παρακολουθούν όσα συμβαίνουν μπροστά τους και δεν πιστεύουν στα μάτια τους. Δεν το χωράει ο νους τους αυτό που είναι να γίνει. Το μοιραίο όμως ζυγώνει.
Με νέα διαταγή ξεχωρίζουν τους συγκεντρωμένους στα δύο. Τις γυναίκες και τα παιδιά τα οδηγούν έξω από την πόλη και οι άντρες και οι νέοι μένουν στον τόπο των μαρτυρίων.
Όταν αλλόφρονα τα γυναικόπαιδα έφτασαν στα τελευταία σπίτια, οι φλόγες έζωναν την πόλη απ’ τις τέσσερις πλευρές. Μα αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στην αγωνία για τους άντρες τους και τους δικούς τους που είχαν μείνει πίσω και δεν ξέραν αν ζούσαν.
Γύρω τους όλα ήταν ένα μακάβριο σκηνικό φρίκης.
Μέσα στην αναλαμπή απ’ την καιόμενη πόλη και τις εκπυρσοκροτήσεις, φωνές, θρήνοι και κατάρες ανακατεμένα με τη βροχή που έπεφτε μέσα στο σκοτάδι που άρχιζε, έκαναν εφιαλτική την ατμόσφαιρα.
Στο διάστημα αυτό στην πλατεία της φλεγόμενης πόλης εξελίσσεται η αλλόκοτη σκηνή της σφαγής του ανδρικού πληθυσμού. Μπροστά απ’ τη γραμμή των κρατημένων ανδρών οι Ιταλοί στρατιώτες στήνουν τα πολυβόλα τους και διατάσσονται να πάρουν θέση σκοποβολής.
Ένας λοχίας παίρνει απ’ το πλήθος το γέρο εφημέριο Παπαναστάση τον ξεμοναχιάζει σε ένα ντουβάρι και του ζητάει να μαρτυρήσει. Μα ο ήρωας παπάς αρνείται να γίνει προδότης του λαού του. Ο δήμιος αρχίζει να τον δέρνει, τον τραβάει από τα λευκά μαλλιά του. Τον σέρνουν προς το θάνατο κι’ εκείνος με σταυρωμένα τα χέρια προχωρεί. Θυμάται τη θυσία του Διάκου και βαδίζει αγέρωχος προς το θάνατο. Αθάνατη Ελλάδα.
Μέσα στους μελλοθανάτους είναι οι δύο εφημέριοι της πόλης Παπαναστάσης και Παπανικόλας. Είναι οι δύο ανάπηροι του Αλβανικού – Βίτκος και Ζούλας. Και οι άλλοι όλοι αγρότες, επιστήμονες και νοικοκυραίοι του τόπου.
Δεν εξαιρέθηκε κανείς. Αυτός ήταν ο ιταλικός φασισμός. Το συγκεντρωμένο πλήθος περιμένει με σφιγμένη την καρδιά το μοιραίο. Περνούν μερικά αγωνιώδη δευτερόλεπτα. Και ξαφνικά ακούγεται το κροτάλισμα των πολυβόλων. Κάτω απ’ τις συνεχείς ριπές σωριάζονται κάτω τα σώματα των Τσαριτσανιωτών.
Γύρω η πόλη λαμπαδιάζει στις φλόγες. Το συγκεντρωμένο γύρω πλήθος που παρακολουθεί το αλλόκοτο θέαμα κλαίει και θρηνεί. Αλλά οι δήμιοι δεν συγκινούνται.
Αδιάφοροι οι φασίστες, συνεχίζουν ανάλγητοι το μακάβριο έργο τους: Σκοτώνουν εν ψυχρώ και δολοφονούν αόπλους. Μέσα σε λίγα λεπτά σαράντα πτώματα σκεπάζουν την ιστορική πλατεία με τον θρυλικό πλάτανο. Σαράντα τίμιοι Ελληνες απ’ όλες τις τάξεις του λαού εργαζόμενοι, επιστήμονες, αγρότες, κληρικοί, σπαράζουν μέσα στο αιμάτινο μαρτύριο για την ελευθερία. Και την τελευταία «χαριστική βολή» στα ασπαίροντα κορμιά τους τη δίνουν οι «λεγεωνάριοι» του εθνοπροδότη Διαμάντη.
Βέβαια οι πληρωμένοι τούτοι δολοφόνοι της «φασιστικής λεγεώνας» θα πληρώσουν αργότερα το έγκλημά τους τούτο και όλες τις πράξεις τους σε βάρος του Έθνους, με τη διάλυση απ’ τον ΕΛΑΣ της «εθνικής λεγεώνας» και οι αρχιπροδότες ιδρυτές της Διαμάντης, Ματούσης θα συλληφθούν και θα βρούν την τιμωρία που τους πρέπει.
Τα ονόματα των 40 αυτών εθνικών μαρτύρων της τραγικής Τσαριτσάνης είναι: Αβρανάς Α., Αποστόλου Θ., Βαθράκης Γ,. Βαθράκης Π., Βαθράκης Ι., Βουλγαρούλης Λ., Βουλγαρούλης Η., Βίτκος Ν., Βίτκος Α., Δραγοτογιάννης Α., Ζάχος Ε., Κουτσαπάγος Φ., Κόκκινος Α., Λιόντας Σ., Μπαζακογιάννης Ν. ιερεύς, Μητσιούλης Θ., Ντέτσιος Ι., Νικολόπουλος Ζ., Ξυνός Δ., Παπαδημητρίου Δ., Παπαιωάννου Χ., Πέτσας Χ., Παπασάνδας Ε., Ρούσης Β., Ράμμος Β., Σπανός Α. ιερεύς, Σαπουνάς Ι., Σαπουνάς Β., Σίμος Η., Σίμος Α., Σίμος Κ., Σαΐνης Στ., Τσιούτσικας Μ., Τσιλιχέλης Α., Τσιμπόλης Ν., Τενεκετζής Ι., Χονδροθύμιος Σ., Ψαρράς Α., Ψαρράς Η.
Αλλά δεν σταμάτησε εδώ σ’ αυτή τη σφαγή η τραγωδία της μαρτυρικής Τσαριτσάνης.
Η άνανδρη δολοφονία των 40 κατοίκων, συμπληρώνεται με τη γενική διαρπαγή και λεηλασία με την πυρπόληση της πόλης 400 σπίτια καμένα, πέντε όμηροι για τη Γερμανία, και ένα πλήθος γυναίκες και παιδιά ορφανά χωρίς προστάτη. «Μέχρι αργά τη νύχτα γράφει ο κατοχικός νομάρχης Γκότσης τεράστιες φλόγες υψώνονταν εις τον ουρανό, ο ορίζοντας εκαλύπτετο από νέφη καπνού, κι’ ολόκληρη πλέον η πόλις είχε μεταβληθεί σ’ ένα τόπο γόων, θρήνων και οιμωγών».
Τα πτώματα των 40 ηρώων αφέθηκαν δύο μέρες άταφα στην πλατεία.
Και τον Αύγουστο οι Γερμανοί ολοκληρώνοντας την καταστροφή τους σκότωσαν άλλους 7 κατοίκους και πυρπόλησαν και τα υπόλοιπα σπίτια.
Τα ονόματα των νέων αυτών θυμάτων της γερμανικής θηριωδίας είναι: Ευαγγέλου Α., Κακαδιάρης Γ., Καραγκιόζης, Μαντζώκας Α., Μπάμπαλης, Τσιάρδης Στ., Τσιούτσικας Κ. Απ’ την ωραία και ιστορική κωμόπολη δεν έμεινε παρά η στάχτη, τα ερείπια και ο περίσσιος πόνος του αδούλωτου πληθυσμού της.
Η παλιά Τσαριτσάνη έσβησε, μα η ψυχή της έμεινε ολόρθη, για να θυμίζει στο Έθνος τον έρωτα για την ελευθερία και το χρέος για την πατρίδα όταν την πατάει ξένο πόδι κατακτητή. Μια κραυγή διαμαρτυρίας και απάντηση σ’ όλους τους ελληνόφωνους συνεργάτες των Μέρτεν και Κόλβες. Το ένδοξο ολοκαύτωμά της θα μείνει ένας απ’ τους βωμούς της Εθνικής μας Αντίστασης.