Μπορεί η πολιτειακή και πολιτική μας ηγεσία να προσπαθούν να μεταδώσουν στην κοινωνία ένα, κάποιο, αίσθημα αισιοδοξίας για το αύριο, πλην, όμως, οι «ενέσεις» αυτές μένουν κενό γράμμα, καθώς η Ελλάδα παρουσιάζει όλο και περισσότερο την εικόνα αποδιοργανωμένης και παραιτημένης χώρας, η οποία βαδίζει χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει.
Η πραγματική οικονομία δεν κινείται, καθώς τα καταστήματα δεν έχουν πελάτες, η αγορά δύσκολα αναπνέει, οι επιχειρήσεις δεν πληρώνουν τους εργαζομένους (ή τους δίνουν έναντι, ή τους πληρώνουν με μεγάλες καθυστερήσεις) οι οποίοι με τη σειρά τους δέχονται αναγκαστικά τις όποιες διευθετήσεις τους προτείνονται, καθώς φοβούνται (βασίμως) μήπως την επομένη ημέρα δεν έχουν δουλειά ή μήπως δεν υπάρχει καν η ίδια η επιχείρηση στην οποία εργάζονται.
Η ανεργία τραβά την ανηφόρα, το ίδιο κι ο πληθωρισμός, η ύφεση βρίσκεται στα τάρταρα, δεν υπάρχει παραγωγή και σ’ αυτό φέρει την κυριότερη ευθύνη η κυβέρνηση, η οποία αναλίσκεται στο να δίνει συνεχείς εξετάσεις στους δανειστές – επιτηρητές της χώρας.
Το πλέον σημαντικό είναι πως το όποιο έργο, παράγεται για αυτούς που μας έχουν δανείσει με επαχθείς όρους... Κι όταν λέμε έργο εννοούμε τη μεθόδευση λύσεων για την αποπληρωμή των χρεών, σε τελική δε ανάλυση στη συνεχή οικονομική αφαίμαξη της κοινωνίας.
ΣΤΟ ΚΑΔΡΟ ΚΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, το οποίο η ίδια δημιούργησε, η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου μοιάζουν κι αυτοί κουρασμένοι, σέρνονται ασυντόνιστοι και ο κάθε υπουργός «κάνει το δικό του».
Δεν είναι τυχαίο, αλλά αντίθετα αποτυπώνει με σαφήνεια αυτήν την κατάσταση (όσο κι αν φαίνεται παράδοξο να το χρησιμοποιούμε) πως ο Γιώργος Α. Παπανδρέου δεν ανεβαίνει πια τα σκαλιά του Μεγάρου Μαξίμου, δυο – δυο (με την ορμή που είχε προ έτους, όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας και εμφάνισε εαυτόν ως τον ιεραπόστολο και τον πατριώτη, που είναι προσηλωμένος στο ιερό καθήκον να σώσει τη χώρα) αλλά ένα – ένα, αργά και κουρασμένα.
Το δε κακό για το σημερινό πρωθυπουργό είναι πως και ίδιος έχει, ήδη, μπει στο «κάδρο των ευθυνών» και δεν ευρίσκεται πια στο απυρόβλητο.
Και αυτό προκύπτει σαφώς τόσο από την προσωπική κριτική που δέχεται για τον αποσυντονισμό και την απορρύθμιση της κυβερνήσεως του ακόμη και από φιλικά προς το ΠΑΣΟΚ Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως (άραγε αρχίζουν να τον εγκαταλείπουν;) αλλά και από κορυφαία στελέχη του, όπως ο αντιπρόεδρος Θόδωρος Πάγκαλος.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι προβλήθηκε δεόντως (ακόμη κι από το φιλικό προς την κυβέρνηση Τύπο) η συζήτηση που είχε ο Γιώργος Παπανδρέου με τον επικεφαλής του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος Καν, το Δεκέμβριο του 2009, συζήτηση από την οποία προέκυπτε ευθέως ότι ήταν ουσιαστικά προαποφασισμένη η προσφυγή στο Διεθνές Ταμείο, αν και ο ίδιος την ίδια εποχή τόνιζε δημοσίως πως μια τέτοια επιλογή, όπου εφαρμόστηκε, απέβη καταστροφική.
Όπως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο εκδότης της εφημερίδας «Βήμα» Σταύρος Ψυχάρης τόνισε σε άρθρο του πως ο πατήρ του σημερινού πρωθυπουργού «σε όλη τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του (αν εξαιρέσει κανείς την περίοδο της ασθένειάς του, οπότε και έχασε τις εκλογές) δεν έπαυσε να κυβερνά». Ο κ. Ψυχάρης έκανε, επίσης, λόγο για «ορισμένα πρώτα σύννεφα» που «μοιάζει να σωρεύονται στην περιοχή του (σημερινού) πρωθυπουργικού γραφείου»: «Πρόκειται προφανώς για ανταγωνισμούς, θεμιτούς ίσως, στους οποίους πρωταγωνιστούν υψηλόβαθμοι συνεργάτες του Πρωθυπουργού - όχι για λόγους ιδεολογικών αντιθέσεων. Πρόκειται για αναμέτρηση παραγόντων της εξουσίας που κάθε τόσο τραβούν το σχοινί προς το μέρος τους», σημείωνε.
Και πρόσθετε: «Ο κ. Γ. Παπανδρέου (ο οποίος γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον τι διακυβεύεται αυτή την εποχή) μπορεί να σταματήσει το τρένο και να αποβιβάσει όσους θέλει».
Η δε θεσμική «Καθημερινή» επέκρινε τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση χειρίσθηκε το θέμα της αξιοποιήσεως της δημόσιας περιουσίας, καθώς επέτρεψε «στο βαθύ ΠΑΣΟΚ και τις συντεχνίες να σηκώσουν παντιέρα και να καταστήσουν αδύνατη την υλοποίηση του Μνημονίου».
Και πρόσθετε: «Αυτός ο ίδιος (ο κ. Παπανδρέου) προκαλεί την τύχη του με τις αποφάσεις του και το στιλ διακυβέρνησης. Και συνεπώς ο ίδιος θα φέρει την ευθύνη – και όχι το βαθύ ΠΑΣΟΚ ή οι συντεχνίες– όταν οι δανειστές μάς αρνηθούν να πληρώσουν μια δόση του δανείου, οδηγώντας τη χώρα σε μια άνευ προηγουμένου δοκιμασία. Αν ο κ. Παπανδρέου το καταλάβει αυτό σήμερα, όχι αύριο και δράσει αναλόγως έχει ακόμη λίγες ελπίδες να είναι ο πολιτικός που θα μας βγάλει από την κρίση».
Ο δε λαλίστατος Θόδωρος Πάγκαλος (ο οποίος είναι αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως) έθεσε δημοσίως ζήτημα συντονισμού της κυβερνήσεως, όταν μιλώντας στο «Mega» είπε ανοιχτά ότι υπάρχει τέτοιο πρόβλημα και «πρέπει να λήξει».
«Συντονιστής στην κυβέρνηση υπάρχει και είναι ο πρωθυπουργός», ήταν η απάντηση του κυβερνητικού εκπροσώπου Γιώργου Πεταλωτή, ο οποίος αρνήθηκε ότι υφίσταται ζήτημα συντονισμού, όταν δε ρωτήθηκε αν τελικώς ο Θόδωρος Πάγκαλος αναφερόταν στον πρωθυπουργό είπε κοφτά: «Ρωτήστε τον κ. Πάγκαλο».
ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΑΠΟΡΡΥΘΜΙΣΕΩΣ
Παρά ταύτα, είναι γεγονός πως το πρόβλημα του συντονισμού της κυβερνήσεως, της ελλιπούς συνεννοήσεως μεταξύ κορυφαίων υπουργών, αλλά και της επικοινωνιακής διαχειρίσεως κρίσιμων πολιτικών ζητημάτων αναδείχθηκε, κατ’ αρχήν, με αφορμή τη συνέντευξη των εκπροσώπων της Τρόικας, ακολούθησε η ενδοκυβερνητική διαμάχη με αφορμή την έκδοση της εγκυκλίου περί αναδρομικής επιβολής τελών στους «τακτοποιημένους» ημιυπαίθριους χώρους και σχεδόν ταυτόχρονα αποσύρθηκε μια διάταξη από το νομοσχέδιο για την απελευθέρωση των επαγγελμάτων, που αφορούσε τις δυνατότητες και προϋποθέσεις ιδρύσεως δικηγορικών εταιρειών.
Ο πυρήνας του προβλήματος εστιάζεται, σύμφωνα με καθημερινούς συνομιλητές του πρωθυπουργού, στην ανάδειξη των διαφορετικών πόλων εξουσίας, που δρουν περί τον κ. Παπανδρέου και συχνά πλέον συγκρούονται μεταξύ τους - προς το παρόν, στο παρασκήνιο, λένε ακόμη και φιλοκυβερνητικές εφημερίδες.
Εντός της κυβερνητικής παρατάξεως έχουν διαμορφωθεί τρία μέτωπα – προβλήματα:Το κυβερνητικό, καθώς ολοένα και περισσότεροι υπουργοί αντιδρούν σε νομοθετικές πρωτοβουλίες, οι οποίες απορρέουν από το Μνημόνιο (όπως, για παράδειγμα, όταν οι κ.κ. Βενιζέλος και Καστανίδης, επιτέθηκαν στον κ. Παπακωνσταντίνου για το φορολογικό νομοσχέδιο) το κομματικό (καθώς, με εξαίρεση τις πρωτοβουλίες που αφορούν την εφαρμογή του Μνημονίου, για όλα τα υπόλοιπα νομοσχέδια οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ αντιδρούν) και το συντεχνιακό, όπου ο φόβος της συγκρούσεως με οργανωμένες ομάδες έχει οδηγήσει την κυβέρνηση σε σειρά υποχωρήσεων.
ΞΑΝΑ ΕΚΛΟΓΟΛΟΓΙΑ
Ο πρωθυπουργός Γιώργος Α. Παπανδρέου συνεχίζει τις διεθνείς επαφές του - «επαφές επαιτείας», όπως μας έλεγε παλαιός πολιτικός- με στόχο την επιμήκυνση της αποπληρωμής του ελληνικού χρέους, αλλά γνωρίζει καλώς ότι η κυβέρνησή του εισέρχεται σε τροχιά αποσταθεροποιήσεως κι αυτό (παρά τις περί του αντιθέτου διαψεύσεις) αναζωπυρώνει συνεχώς την εκλογολογία.
«Η κυβέρνηση Παπανδρέου επιβιώνει πολιτικά για τρεις λόγους: Πρώτον, λόγω της στήριξης των «μνημονιακών», δεύτερον, επειδή οι «αντιμνημονιακοί» δεν έχουν πείσει ότι διαθέτουν πολιτική ικανή να εγγυηθεί την έξοδο από την κρίση (και) τρίτον, επειδή προς το παρόν δεν υφίσταται εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της διακυβέρνησης εντός του πολιτικού συστήματος», εκτιμά ο Σταύρος Λυγερός στην «Καθημερινή», αλλά προσθέτει ότι η κυβέρνηση «δεν έχει εξασφαλίσει την επιβίωσή της».
Οι περισσότεροι αναλυτές πιστεύουν ότι τους επόμενους μήνες το κλίμα θα οξυνθεί σε τέτοιο βαθμό, που η κυβέρνηση δεν θα μπορεί να κυβερνήσει, προς τούτο δε φαίνεται ότι αναζητούνται εναλλακτικές λύσεις στο πρόβλημα, όπως μια διεύρυνση της σημερινής κυβερνήσεως με προσωπικότητες του «μνημονιακού» χώρου, αλλά, όπως εκτιμά ο Σταύρος Λυγερός, «μία τέτοια κίνηση ενδεχομένως να βελτίωνε την αποτελεσματικότητα του σχήματος, αλλά δεν θα έλυνε το πολιτικό πρόβλημα και αυτός είναι ο λόγος που τόσο η Τρόικα όσο και ντόπιοι παράγοντες συζητούν το σενάριο συγκυβέρνησης των δύο μεγάλων κομμάτων με τη συμμετοχή ίσως και μικρότερων κομμάτων».
Προσώρας το τελευταίο αυτό σενάριο έχει απορριφθεί δημοσίως, αλλά ουδείς είναι σε θέση να προεξοφλήσει ότι δεν θα υλοποιηθεί αν υπάρξει κίνδυνος ακυβερνησίας, έστω και αν τεθούν όροι από τη ΝΔ, όροι που θα σημάνουν νέα διαπραγμάτευση με τους δανειστές της χώρας.
Εν πάση περιπτώσει, το εκλογικό σενάριο, όσο κι αν διαψεύδεται, όσο και αν κάποιοι το προβλέπουν (αλλά επί της ουσίας το απεύχονται – όπως η ΝΔ, η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ισχυρισθεί πως είναι σε θέση να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά) παραμένει στο τραπέζι και το αν θα υλοποιηθεί ή όχι θα εξαρτηθεί από την έκβαση των παζαριών που κάνει ο πρωθυπουργός με τους εταίρους στην ΕΕ ενόψει της Συνόδου Κορυφής της 25ης Μαρτίου.
Το τοπίο είναι, ούτως ή άλλως, τόσο ρευστό, ώστε προβλέψεις δεν μπορούν να γίνουν, αλλά και αν γίνουν είναι απολύτως παρακινδυνευμένες, όταν μάλιστα μιλάμε για μια χώρα, μια κοινωνία και ένα πολιτικό σύστημα που είναι κουρασμένα και δεν γνωρίζουν τι τέξεται η επιούσα.