Σε μια Εκκλησία έκανε θρησκευτικό κήρυγμα ένας γνωστός ιεροκήρυκας κι όλο το ακροατήριο, συγκινημένο, έκλαιγε. Όλο εκτός από έναν, που έμενε απαθέστατος.
- Εσύ γιατί δεν κλαις; Τον ρώτησε κάποιος, έκπληκτος και ελαφρά σκανδαλισμένος.
- Α, εγώ, απάντησε εκείνος, είμαι από άλλη ενορία…
Αυτή την παλιά ιστορία θυμήθηκα βλέποντας την απάθεια που δείχνουν μερικοί υπουργοί – για να μην πω όλοι – μπροστά στα πάθη και στην ταλαιπωρία ενός λαού που υποφέρει τα πάνδεινα από την πολιτική τους. Σαν άνθρωποι από άλλη «ενορία» ζουν στον κόσμο τους και δείχνουν πως δεν καταλαβαίνουν γιατί οι άνθρωποι γύρω τους διαμαρτύρονται, απεργούν, διαδηλώνουν, αγανακτούν και υποφέρουν. Προβάλλουν με άνεση και κομπασμό τα έωλα επιχειρήματά τους με μια αυτοπεποίθηση και αυταρέσκεια που εξοργίζει και προκαλεί το κοινό αίσθημα.
Η προπέτεια και η αλαζονεία τους συναγωνίζεται με τον τσαμπουκά και την κενοδοξία, ο στόμφος με τον καμποτινισμό τους και η προκλητικότητα με το θράσος. Προσπαθούν με τον τρόπο αυτόν να αποδείξουν το μαύρο ως άσπρο, σε μια κοινωνία που τα βλέπει όλα μαύρα.
Μήπως δεν είναι; Ότι κοροϊδεύουν τον κόσμο δεν υπάρχει αμφιβολία, εκείνο όμως που είναι αξιοπερίεργο, είναι το γεγονός ότι βρίσκουν υποστηρικτές της αντιλαϊκής πολιτικής τους. Κι αυτοί δεν είναι μόνο οι άνθρωποι του Συνδέσμου Βιομηχάνων, ούτε μόνον οι τραπεζίτες και οι μεγαλοκεφαλαιούχοι, που στο κάτω – κάτω γι’ αυτούς δουλεύει σήμερα η Κυβέρνηση αγκαλιά με την Τρόικα. Είναι και απλοί λαϊκοί άνθρωποι που επίσης μοιάζουν να είναι «από άλλη ενορία» και δεν αντιλαμβάνονται τι γίνεται στον τόπο τους. Υπάρχει πράγματι μια μερίδα πολιτών που εξακολουθεί να τους πιστεύει, να τους υπολήπτεται και να τους χειροκροτεί. Είναι αυτοί που τους βγάζουν πρώτους στις δημοσκοπήσεις και «καταλληλότερους» να μας οδηγήσουν σε ακόμα χειρότερες μέρες.
Συμβαίνουν τρομερά πράγματα γύρω μας. Όμως πολλοί από μας, σαν άνθρωποι «από άλλη ενορία», λέμε: «δεν θέλω να ξέρω», «δεν θέλω να το πιστέψω», «δεν θέλω να ανακατευτώ». Κι όταν κλείνουμε μάτια, στόμα και αυτιά πιστεύουμε ότι ξεπερνάμε την πραγματικότητα. Παύει να υπάρχει. Τόσο απλά.
Οι αυταπάτες μας ολοκληρώνονται με την ελπίδα ότι κάτι κάποτε θα αλλάξει από μόνο του, αφήνοντας κάποιους να αποφασίζουν για μας χωρίς εμάς...
Η σιωπή όμως περνιέται για συνενοχή. Η απάθεια ισοδυναμεί με συγκατάνευση ή με παρότρυνση και ακριβώς σ’ αυτή την απάθεια υπολογίζουν όλοι αυτοί που ανέλαβαν να υποδουλώσουν αυτή τη χώρα και τους πολίτες της στις επιταγές ενός απάνθρωπου μνημονίου.
Μιλάμε για μια τάξη ανθρώπων που στέκεται μακριά από τα καθημερινά προβλήματα που επιφυλάσσει στους πολλούς η σκληρή πραγματικότητα. Είτε βρίσκονται στην κορυφή της ηγέτιδας τάξης, είτε αποτελούν τον εσμό των υποστηρικτών της, όλοι αυτοί οδηγοί του κοινού, καθοδηγητές του και ουραγοί, μας μπουκώνουν καθημερινά με διαβεβαιώσεις, με ψεύτικες υποσχέσεις, με ρυθμίσεις, μεταρρυθμίσεις, εξορθολογισμούς, ωμές ψευτιές και αυταπάτες, για να εξωραΐσουν μια εξοντωτική πραγματικότητα που βιώνει σήμερα ο πολίτης στην ασφάλιση, στην περίθαλψη, στην εργασία, στην παιδεία, στην οικονομία. Αυτάρεσκοι πολιτικοί και εξαγορασμένοι τηλεοπτικοί κήνσορες, ηδονίζονται εξαγγέλλοντας και αναλύοντας κάθε μέρα νέα σκληρά μέτρα για τον άμοιρο πολίτη, άλλοτε αναρριχώμενοι στις στήλες του δικού τους Τύπου και άλλοτε συναγωνιζόμενοι σε αυθάδεια στα τηλεοπτικά παράθυρα των δικών τους και πάλι καναλιών, πάντα πρόθυμων να φιλοξενήσουν όλον αυτό το χείμαρρο της αθλιότητας και της ευτέλειας σκέψης και λόγου. Καμιά ευθύνη και κανένας αναχαιτίζων έλεγχος για τα όσα λένε και τα όσα πράττουν σε βάρος μας. Εμφανίζουν μια χώρα υπό κατοχή ως χώρα σε ανάπτυξη, χάρη στα όσα μας επιβάλλουν οι ξένοι δανειστές μας. Θλιβεροί εκσυγχρονιστές και «κτηματομεσίτες» ενός ιδιόμορφου σοσιαλισμού, χαρακτηρίζουν «αξιοποίηση» το ξεπούλημα της εθνικής περιουσίας. Περνούν τους ανθρώπους για τόσους αφελείς; Καμιά ντροπή για όσα πρωτοφανή και ασύδοτα μας φορτώνουν καθημερινά. Αλλά και καμιά προσπάθεια αντίδρασης από τους κύκλους εκείνους που υποτίθεται ότι ηγούνται της πνευματικής και κοινωνικής μας ζωής.
Θα πίστευε κανείς ότι όλοι τους δοκιμάζουν μια σαδομαζοχιστική ηδονή να βασανίζουν τον κόσμο με τα κάθε λογής μέτρα, πάντα σε βάρος του.
Ωστόσο δεν μπορεί να είναι κανείς απόλυτος όταν ερμηνεύει τη στάση των πολιτών απέναντι σ’ αυτή τη σκληρή πολιτική τακτική. Ο κόσμος βράζει, η αγανάκτηση ξεχειλίζει σε κάθε περίπτωση, σε κάθε αφορμή. Αν κάτι δίνει την εντύπωση χλιαρής αντίδρασης ή αδιαφορίας στα συμβαίνοντα, ίσως να οφείλεται και αυτό στον ατομικιστικό χαρακτήρα των Νεοελλήνων. Η αδιαφορία αυτή, η απάθειά μας, η περιφρόνησή μας προς ό,τι πλήττει τη ζωή μας και την αξιοπρέπειά μας, είναι αποτελέσματα ενός ιδιότυπου ερμητισμού, που μας κάνει να κλεινόμαστε στον εαυτό μας, με την ελπίδα πως έτσι φυλαγόμαστε από τη λαίλαπα των όσων μας σφυροκοπούν. Και γινόμαστε έτσι ακούσιοι συνένοχοι μιας προοδευτικής εξαθλίωσης.
Αλλά να αντικρίσουμε την ωμή πραγματικότητα. Μια χώρα που ζούσε ξοδεύοντας και δανείζονταν για να ξοδεύει, μια χώρα χρεωμένη πολύ πάνω από το εισόδημά της, σε διαρκή οικονομική αταξία, είναι μια χώρα μειωμένης κυριαρχίας και περιορισμένης ανθεκτικότητας. Τη δύσκολη στιγμή ούτε η ίδια μπορεί να αντισταθεί, ούτε προσφέρεται κανείς να σταθεί δίπλα της. Το μόνο που ίσως μας σώσει κάποτε είναι η υγιής αντίδραση των πολιτών, όταν μεταβληθούν σ’ ένα αγανακτισμένο πλήθος, που θα σαρώσει όλα όσα απεργάζονται και στήνουν σε βάρος του.
ΝΙΚ. ΝΑΚΟΣ