Όσα συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό στη χώρα μας σε κάθε σκεπτόμενο προκαλούν θλίψη και έντονο προβληματισμό για την πορεία του τόπου.
Βυθισμένοι στη διαφθορά, πορευόμαστε – ύστερα μάλιστα από εξήντα χρόνια ελεύθερου και χωρίς πολέμους εθνικού βίου – σαν να αναζητούμε ακόμη τη γραμμή πορείας μας μέσα στο χρόνο.
Δεν διδασκόμαστε από τα λάθη και τα παθήματά μας. Προχωρούμε αφασιακά, αδιαφορώντας για τους κινδύνους! Έτσι απεργαζόμαστε τον όλεθρο και τον αφανισμό μας. Επιβάλλουμε μόνοι μας τα δεσμά μιας νέας τουρκοκρατίας (καλύτερα οθωμανοκρατίας) ή φραγκοκρατίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Παιδεία μας. Ο ευγενέστερος τομέας της ζωής του έθνους και ο βασικός παράγοντας ανόρθωσης και προόδου του.
Η Παιδεία μας, η Παιδεία των νεοελλήνων, όπως και πολλοί άλλοι τομείς του εθνικού μας βίου, έχει κατά το κοινώς λεγόμενο «το κακό της χάλι». Το δείχνουν οι απανωτές «μεταρρυθμίσεις» των τελευταίων χρόνων, ακόμη και από υπουργούς της ίδιας κυβέρνησης.
Και επιχειρούμε πάλι νέα προσπάθεια αλλαγής στο Λύκειο, προσαρμόζοντας το πρόγραμμα μαθημάτων του στη δομή του International Baccalaureate, που αλλοιώνει στην ουσία το περιεχόμενο των σπουδών του Λυκείου και από αυτοτελή βαθμίδα εκπαίδευσης, το μεταβάλλει σε προθάλαμο της τριτοβάθμιας. Διακρίνοντας δε τα μαθήματα σε υποχρεωτικά και επιλεγόμενα, άλλα εξυψώνει και άλλα υποβαθμίζει και ουσιαστικά εξοβελίζει από το σχολείο, όπως συμβαίνει με τα μαθήματα ανθρωπιστικής και θρησκευτικής Παιδείας (Αρχαία Ελληνικά, Θρησκευτικά, Ιστορία).
Λέγεται πως μάθημα που επιλέγεται, εξυψώνεται. Αλλά ποιος μαθητής θα το επιλέξει, όταν αγωνιά για βαθμούς, προκειμένου να εισαχθεί στο Πανεπιστήμιο;
Έτσι στρέφονται οι μαθητές στα «χρηστικά» λεγόμενα μαθήματα. Και στερούνται τα εκφραστικά της παράδοσης και του πολιτισμού μας. Αυτά, που είναι τα πλέον απαραίτητα για τον εξανθρωπισμό, την πνευματική τους στήριξη και την ηθικοποίησή τους. Τα πλέον απαραίτητα για την πνευματική συγκρότηση και ολοκλήρωσή τους. Τα πιο αναγκαία για την ηλικία τους στην οποία αναζητείται το νόημα της ύπαρξης και της ζωής και επιδιώκεται ο κοινωνικός τους προβληματισμός.
Το πρωτάκουστο δε είναι ότι αυτή η ρύθμιση προκρίθηκε από την επιτροπή κατάρτισης του «Σχεδίου» του νέου Λυκείου, για να της βγει «η Πασιέντζα», όπως δήλωσε χαρακτηριστικά μέλος της, που παραιτήθηκε.
Επισημάνθηκε πως όλα αυτά γίνονται εξαιτίας μιας φωνασκούσης ιδεολογίας, στο όνομα του μεταμοντέρνου και με το πρόσχημα να μην θιγούν τάχα τα παιδιά των μεταναστών.
Από πότε όμως οι μετανάστες και οποιαδήποτε μειοψηφία, που είναι κατά πάντα σεβαστή και αγαπητή, αποτελεί αιτία αλλαγής των σχολικών μαθημάτων μιας χώρας; Γιατί παραθεωρούνται τα δικαιώματα της πλειοψηφίας; Αντί να φροντίσουμε να εντάξουμε διά της Παιδείας τους μετανάστες στη δική μας κουλτούρα, αρνούμαστε τη διδασκαλία της πίστης και του πολιτισμού μας στους μαθητές; Τόσο φθηνοί γίναμε;
Υποστηρίζεται σκοπίμως, κατά την άποψή μας, πως αυτή τη ρύθμιση επιβάλλει η πολυπολιτισμικότητα. Η αρχή όμως αυτή, που τόσο προβλήθηκε στην προηγούμενη δεκαετία, σήμερα καταρρέει. Το παραδέχτηκε τελευταίως σε ομιλία της η Γερμανίδα καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ. Το ομολογούν επιστήμονες και μελετητές των κοινωνικών φαινομένων. Ο Άγγλος κοινωνιολόγος Άντριους Γκέντενς διαπιστώνει ότι «στην Ολλανδία σήμερα κηδεύεται η πολυπολιτισμικότητα». Και ότι «πολλοί από αυτούς, που παρίστανται στην κηδεία της, είναι εκείνοι, που τη χειροκροτούσαν πριν δέκα χρόνια». Ο δε πολιτικός επιστήμονας Κων. Χολέβας παρατηρεί πώς «αντί να χάνει μια χώρα τα εθνικά και θρησκευτικά χαρακτηριστικά της, καλούνται οι μετανάστες να αποδεχθούν τις αξίες της χώρας που τους φιλοξενεί». Στο πνεύμα αυτό κινείται και η δήλωση του πρωθυπουργού της Αυστραλίας.
Τελευταίως προτείνεται η καινοφανής για το μάθημα των Θρησκευτικών θεωρία. Να γίνει, δηλαδή, γνωσιολογικό ή πολιτιστικό. Να γίνει, με άλλα λόγια, άχρωμο. Και να μην επιμένει στο δόγμα, την πίστη και στη λατρεία, αλλά να διδάσκει στους μαθητές τα στοιχεία πολιτισμού και τέχνης (ναοδομίας, αγιογραφίας, μουσικής κ.ά.), που οφείλονται στην επίδραση της Ορθοδοξίας. Αυτή η λύση υποστηρίζεται και από κάποιους Θεολόγους με το επιχείρημα πως έτσι τάχα θα είναι αποδεκτό από όλους τους μαθητές, ενώ η Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων, που εκπροσωπεί την πλειοψηφία των Θεολόγων της χώρας μας, επιμένει να παραμείνει στην ουσία το μάθημα ως έχει. Και δικαίως κατά τη γνώμη μας, γιατί ένα θρησκειολογικό, γνωσιολογικό, πολιτιστικό ή οποιασδήποτε άλλης ονομασίας και περιεχομένου θρησκευτικό μάθημα, μπορεί να προσφέρει γενική θρησκευτική γνώση, είναι όμως ανίκανο να συντελέσει «στην εξέλιξη των θρησκευτικών προδιαθέσεων των μαθητών». Στόχος του μαθήματος των Θρησκευτικών δεν είναι να προσφέρει γενικές γνώσεις περί του θρησκευτικού φαινομένου, αλλά να καλλιεργήσει τη θρησκευτική συνείδηση των τροφίμων του σχολείου, δηλαδή των μαθητών. Αυτό απαιτεί η επιστήμη της αγωγής και το Σύνταγμα της χώρας μας. Αλλά και ο λαός μας, γι’ αυτό και επιμένει στη διδασκαλία του μαθήματος, όπως δείχνουν οι σχετικές δημοσκοπήσεις. Αν το μάθημα των Θρησκευτικών δεν επιμένει στο δόγμα, στην πίστη, στην ηθική και στη λατρεία της Ορθοδοξίας, για να μην έχει κατηχητικό τάχα χαρακτήρα, μικρή σημασία θα έχει. Και γρήγορα θα αποβληθεί από το σχολικό πρόγραμμα. «Αποστολή της αγωγής, κατά την επιγραμματική έκφραση του κορυφαίου φιλοσόφου και παιδαγωγού μας Κων. Γεωργούλη, είναι να κάνει αισθητή στην ψυχή του τροφίμου την επιτακτικότητα του βιώματος και όχι να του παράσχει μία ιστορική ή γνωσιολογική ενημέρωση».
Έχουμε, λοιπόν, ανάγκη μιας αληθινής αλλαγής στην Παιδεία μας και όχι προχειρότητες και εύκολες λύσεις. Έχουμε ανάγκη μιας μεταρρύθμισης, που θα προσφέρει στους νέους ολοκληρωμένη Παιδεία και καλλιέργεια, που θα τους στηρίξει και θα τους ηθικοποιήσει. Έτσι θα μπορέσουμε να φύγουμε από το τέλμα της διαφθοράς. Και θα καμαρώνουμε μια νεολαία και μια κοινωνία γεμάτη πίστη, ελπίδα κι αγάπη για τη ζωή και για δράση. Αυτό όμως δεν θα επιτευχθεί, αν αγνοούμε και παραθεωρούμε τις ελληνορθόδοξες αρχές και αξίες μας.