Ο τίτλος του άρθρου μπορεί να τεθεί και ως ερώτημα που θα πρέπει να έχει απάντηση: Διδάσκει και φρονηματίζει το Ολοκαύτωμα; Μια πρώτη απάντηση θα μπορούσε να είναι, ΝΑΙ, υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Εβδομήντα περίπου χρόνια μετά το συγκλονιστικό χρονικό της Γενοκτονίας των Εβραίων, στις κατακτημένες, από τη ναζιστική Γερμανία, χώρες της Ευρώπης, κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (1938-1945), εξετάζεται αν άλλαξε κάτι, και τι, στις συνειδήσεις των ανθρώπων, ως προς την παραδοχή, κατ' αρχή, του Ολοκαυτώματος και στη συνέχεια, ως προς την γνώση του μεγέθους και της έκτασης του γεγονότος, το οποίο έχει μείνει στην ιστορία ως το υπέρτατο κακό. Πολλά τα ερωτηματικά και οι στοχασμοί. Ένα πάντως είναι το κυρίαρχο και στην πρώτη γραμμή για διερεύνηση: Πώς τεκμηριώνεται ότι οι άνθρωποι, στις μεταπολεμικές κοινωνίες, είναι και παραμένουν απροκατάληπτοι και δεκτικοί της τρομερής αλήθειας και των συμβάντων, κατά τη διάπραξη της γενοκτονίας των Εβραίων και πριν από αυτήν; Με όχι και χωρίς σκεπτικισμό, μπορεί να πει κανείς ότι, στη συντριπτική πλειονότητά τους, συγκλονίστηκαν και συγκλονίζονται διαρκώς, άλλοι περισσότερο άλλοι λιγότερο, ανάλογα με την απόσταση και τις ιδεοληψίες που τους χωρίζουν από τα γεγονότα, καθώς πληροφορούνται, ακόμα και σήμερα, φρικιαστικές λεπτομέρειες του μεγάλου εγκλήματος. Είναι όμως αρκετό αυτό; Ασφαλώς όχι. Δεν φτάνει δηλαδή μια παθητική γνώση των γεγονότων η οποία αναπόφευκτα ξεθωριάζει, καθώς εκλείπουν βιολογικά οι άνθρωποι που τα έζησαν, αν αυτή η γνώση δεν μεταδίδεται, κυρίως μέσω της παιδείας, στις νέες γενιές. Αν δηλαδή, το Ολοκαύτωμα δεν περιληφθεί, όπως όλα τα άλλα κοσμοϊστορικά γεγονότα, στη διδακτέα ύλη σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και στην κοινωνική διαπαιδαγώγηση γενικά των πολιτών, θα περιπέσει μοιραία στη λήθη. Η καταγραφή του σε χιλιάδες βιβλία, οι δικαστικές αποφάσεις, τα φωτογραφικά ντοκουμέντα, που οι ίδιοι οι Γερμανοί άφησαν πίσω τους, οι αφηγήσεις των λίγων ακόμη, εν ζωή, διασωθέντων από τα στρατόπεδα, οι ταινίες, τα όσα φρικιαστικά αποκαλύφθηκαν στην πολύκροτη δίκη της Νυρεμβέργης, που κατέληξε στους απαγχονισμούς των κορυφαίων του ναζισμού, δεν θα είναι αρκετά να διατηρήσουν τη μνήμη του. Και η λήθη δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να συμβεί, για το καλό της ανθρωπότητας και για τον απλούστατο λόγο ότι το Ολοκαύτωμα δεν αφορά μόνο στους Εβραίους. Αφορά σε όλους τους λαούς της γης.
Δεν πρέπει να αγνοείται και η μερίδα εκείνη των ανθρώπων, οι οποίοι, αν και συνειδητά γνωρίζουν την αλήθεια, έχουν ταχθεί, κατά ποικίλους τρόπους, αρνητικά απέναντι στο Ολοκαύτωμα. Και το κάνουν αυτό, όχι από πλάνη, ούτε από άγνοια της πραγματικότητας. Απλά, επιδεικνύουν ένα μίγμα κακοπιστίας και υπερβολικής δόσης αντισημιτισμού. Αυτή είναι η αλήθεια. Αυτοί οι άνθρωποι, αρνητές όπως αποκαλούνται, είναι μεν οι ελάχιστοι, αλλά αρκετοί οι επώνυμοι, καθώς ανήκουν στις τάξεις διανοουμένων, συγγραφέων, πολιτικών προσώπων, αποδεδειγμένων νεοναζιστικών και ρατσιστικών ιδεοληψιών, ακόμη και φανατικών εκκλησιαστικών κύκλων, οι οποίοι εμφανίζονται εδώ κι εκεί, στην Ευρώπη κυρίως. Η Ελλάδα, δυστυχώς, δεν εξαιρείται και δεν υστερεί σε παρόμοιες πρακτικές και εκδηλώσεις. Υπάρχουν κι εδώ τέτοιες μαργαρίτες και θα έλεγε κανείς ότι διακρίνονται για πρωταθλητισμό σε αντισημιτισμό. Πολλά και τρανταχτά τα παραδείγματα τέτοιων συμπεριφορών. Μετά τα έργα και τις ημέρες του γνωστού και ανεκδιήγητου νεοναζιστή Κ. Πλεύρη, τις κάποιες ανεπίτρεπτες και απαξιωτικές δηλώσεις κοινοβουλευτικού εκπροσώπου ακραίου πολιτικού χώρου, τους προσβλητικούς χαρακτηρισμούς γνωστού οικουμενικού μουσικοσυνθέτη μας, είχαμε εντελώς πρόσφατα περίεργες και ανιστόρητες απόψεις και θέσεις από τον επίσκοπο Θεσσαλονίκης και τελευταίως, μέσα στις μέρες των Χριστουγέννων, από τον μητροπολίτη Πειραιά Σεραφείμ. Μέσα από κεντρικό τηλεοπτικό σταθμό, επιδόθηκε σε ένα πρωτοφανές παραλήρημα μίσους, αχαλίνωτου αντισημιτισμού και νεοναζιστικών και ρατσιστικών απόψεων, που προκάλεσε αναστάτωση και ένα κύμα διαμαρτυριών σε διεθνή κλίμακα. Τις απόψεις του Μητροπολίτη Πειραιώς καταδίκασε η ελληνική κυβέρνηση και εκπρόσωποι όλων σχεδόν των πολιτικών χώρων. Χαρακτηριστικό είναι ότι και από την πλευρά της επίσημης εκκλησίας της Ελλάδας και του εξωτερικού, με πρώτο τον Αρχιεπίσκοπο της Αμερικής, υπήρξαν σθεναρές αντιδράσεις. Σκέφτηκε ο εν λόγω ρασοφόρος τι κακό προξένησε στην Ελλάδα και στην Εκκλησία, με την άφρονα στάση του και με τις απαράδεκτες θέσεις και ψευδολογίες του; Ποιος άραγε θα συνετίσει και θα ανακαλέσει στην τάξη τον, κατ' όνομα μόνο, ιεράρχη αν όχι η Ιεραρχία και η Ιερά Σύνοδος, που θα είναι εν δικαίω αν τον αποβάλει από το Σώμα της Εκκλησίας, την οποία τόσο βάναυσα προσβάλλει και εκθέτει, και τον καθαιρέσει, ως ανεπαρκή, από το καίριο αξίωμα του Ιεράρχη; Και πού είναι η αδέκαστη Ελληνική Δικαιοσύνη να ασκήσει αυτεπάγγελτα ποινική δίωξη εναντίον του για παράβαση του Νόμου 927/1979; Όταν φέρει κανείς στο νου του τους φωτεινούς και λαμπρούς Έλληνες ιεράρχες, τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, τον Μητροπολίτη Μαγνησίας Ιωακείμ, τον Μητροπολίτη Ζακύνθου Παντελεήμονα και άλλους ταπεινούς ακόμα ιερείς, οι οποίοι τίμησαν συγκινητικά το υψηλό τους αξίωμα και την ιεροσύνη τους σε καιρούς χαλεπούς, μπορεί να καταλάβει πόσο νάνος αποδεικνύεται απέναντί τους ο Πειραιώς. Ωστόσο όλοι αυτοί, οι εμπαθείς και φανατικοί αντισημίτες και αρνητές του Ολοκαυτώματος, με τις ανάλογες δημόσιες θέσεις τους, συσκοτίζουν την αλήθεια και δηλητηριάζουν τα συναισθήματα και τις συνειδήσεις των, καλής πίστεως, συνανθρώπων.
Και έτσι, μετά την εμπειρία του 20ού αιώνα, χρειάζεται να μιλάμε για αντισημιτισμό πριν το Άουσβιτς και για αντισημιτισμό μετά το Άουσβιτς και τούτο, γιατί σημειώνονται μεταλλάξεις, αν και ο αντισημιτισμός ανέκαθεν και διαχρονικά, χαρακτηρίζεται από ένα παράλογο και εξοντωτικό μίσος για τους Εβραίους. Είναι ένα ιδιαίτερο είδος ρατσισμού, που ξεπερνά όλους τους άλλους ρατσισμούς σε ιστορία, παρελθόν και παράδοση και χρήζει ιδιαίτερης αντιμετώπισης. Ξεκινά από τυπικά στερεότυπα και εκδηλώνεται κάθε φορά διαφορετικά, ανάλογα με τα γεγονότα, τις κατά τόπους προκαταλήψεις και το επίπεδο μόρφωσης και πολιτισμού της κάθε κοινωνίας και εποχής.
Αν αναλογιστεί κάποιος τι συνέβη στα χρόνια 1938-1945, τότε που συντελέστηκε το Ολοκαύτωμα δηλαδή, θα διαπιστώσει ότι έλαβε χώρα μια σειρά συνταρακτικών γεγονότων εναντίον των Εβραίων από τους Γερμανούς ναζί, με τη σύμπραξη του γερμανικού λαού-όχλου, στο σύνολό του σχεδόν, αλλά και με τη συνεργασία και υποστήριξη των κατοχικών φιλικών, ή όχι, καθεστώτων και μεγάλου μέρους του πληθυσμού της Ευρώπης. Οι εκκαθαρίσεις, τα βασανιστήρια, οι μαζικές δολοφονίες, τα απεχθή ιατρικά πειράματα στα σώματα των δύστυχων κρατουμένων και η συστηματικότητα όλων αυτών εναντίον του εβραϊκού ευρωπαϊκού πληθυσμού, έμειναν στην ιστορία με το όνομα Ολοκαύτωμα ή Γενοκτονία. Είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουμε ότι το Ολοκαύτωμα δεν είχε καμία λογική. Δεν είχε ορθολογισμό. Είχε όμως ορθολογικότητα στις κινήσεις. Η διαδικασία της σύλληψης των Εβραίων, της οδήγησής τους στα στρατόπεδα και της εξόντωσής τους
μέσα σ' αυτά, περιγράφεται όχι μόνο ως μία μεθοδικά και γραφειοκρατικά οργανωμένη επιχείρηση, αλλά και ως ένα αυστηρά δομημένο συμβολικό σύστημα με καθορισμένες και αλληλοεξαρτώμενες φάσεις, ρόλους, ιεραρχία, πειθαρχία και προσήλωση στους κανονισμούς λειτουργίας του.
Είναι δεδομένο ότι ο αντισημιτισμός έπαιξε σπουδαίο ρόλο. Υπήρξε, θα λέγαμε, το συστατικό στοιχείο της εθνικής ιδεολογίας στη Γερμανία, ενός κράτους που συσπειρώθηκε τόσο φανατισμένα γύρω από έναν σχιζοφρενή ηγέτη και μια αποκρουστική ιδεολογία περί «άριας φυλής». Στην περίπτωση του Ολοκαυτώματος μπορούμε να πούμε ότι ολοκληρώθηκε η μετάβαση από τον πάγιο θρησκευτικό αντιεβραϊσμό στον φυλετικό αντισημιτισμό.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, εκτός των άλλων καταστροφών, στοίχισε στην ανθρωπότητα 60 εκατομμύρια νεκρούς. Οι Εβραίοι όμως αποτέλεσαν τη μοναδική φυλή παγκοσμίως και σε όλη τη διάρκεια της γνωστής ιστορίας, εναντίον της οποίας διατάχθηκε μια «Τελική Λύση», η οποία βέβαια περιλάμβανε τον ολοκληρωτικό αφανισμό της. Εξι εκατομμύρια Εβραίοι τα θύματα, δηλαδή 10% όλων των θυμάτων. Θυσία ασύλληπτη.
Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, μετά από όλα αυτά, να εμφανίζονται σήμερα άνθρωποι που αμφισβητούν το Ολοκαύτωμα, στο σύνολό του ή μερικώς, που αρνούνται την ύπαρξη στρατοπέδων θανάτου και κρεματορίων και που περιορίζουν αυθαίρετα τον αριθμό των 6.000.000 θυμάτων, λες και όλα αυτά είναι ζητήματα διαπραγμάτευσης ή εκπτώσεων; Θα λέγαμε ότι, όπως το όνειρο της ζωής πολλών ανθρώπων, κυρίως Χριστιανών, είναι να επισκεφθούν έστω για μια φορά τους Αγίους Τόπους, το ίδιο όνειρο πρέπει να έχουν όλοι οι άνθρωποι, να επισκεφθούν, έστω και για μια φορά, τα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου, όπως διατηρούνται ακόμα σήμερα, σχεδόν ανέπαφα. Μια τραγική μαρτυρία. Προπαντός οι αρνητές πολλά θα είχαν να διδαχθούν και πολλές απόψεις να αναθεωρήσουν.
Ως τελευταία και γενική ανάλυση αξίζει να λεχθεί ότι οι άνθρωποι έχουν την ηθική υποχρέωση, που πρέπει να απορρέει από την όποια πολιτική τους στράτευση και θέση: Να γνωρίζουν, κι αν δεν γνωρίζουν, να μαθαίνουν τι έγινε στο Ολοκαύτωμα και ανάλογα να τακτοποιούν τις συνειδήσεις και τις διαθέσεις τους. Να διδάσκονται και να διδάξουν για το Ολοκαύτωμα και να φρονηματίζονται. Να κατανοήσουν ότι το Ολοκαύτωμα είναι αυτό που είναι και κανείς δεν έχει το ηθικό ανάστημα να το αμφισβητήσει σε όλη του την έκταση. Να ανακαλούν τη μνήμη του με σεβασμό, γιατί, κατά ένα αξίωμα, κάτι που μπόρεσε να συμβεί τότε, μπορεί να ξανασυμβεί και κανείς δεν γνωρίζει, στην περίπτωση αυτή, ποιοι θα είναι οι θύτες και ποιοι τα θύματα.
Στη σημερινή μαύρη επέτειο του Ολοκαυτώματος, οι σκέψεις μας ας στραφούν με ευλάβεια προς τις ψυχές των εκατομμυρίων αθώων θυμάτων, ανδρών, γυναικών και παιδιών.