Καταπληκτικά ευρηματικός ο τίτλος του βρετανικού περιοδικού «Εκόνομιστ» για τα γεγονότα στην Τυνησία και τη φυγή στο εξωτερικό τού επί 23 (!) χρόνια προέδρου της χώρας Μπεν Αλί: «Ο Αλί Μπαμπά έφυγε, τι θα γίνει όμως με τους 40 κλέφτες;». Με τον εύστοχο αυτό τρόπο αποδίδεται μεταφορικά και επιγραμματικά η πολιτική κατάσταση που επικρατεί τώρα στην Τυνησία: Ο αυταρχικός πρόεδρος Ζιν ελ-Αμπιντίν Μπεν Αλί ανατράπηκε από τη λαϊκή εξέγερση, το αυταρχικό καθεστώς, όμως, παραμένει κυρίαρχο!
Χαρακτηριστικό του παράδοξου αυτού γεγονότος είναι ότι πρωθυπουργός της νέας κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» παρέμεινε ο πρωθυπουργός του ολοκληρωτικού καθεστώτος, ο Μοχάμεντ Γκανουσί! Πρόεδρος της χώρας (ο οποίος στην Τυνησία έχει μεγάλη εξουσία) έγινε ο πρόεδρος της Βουλής του δικτατορικού καθεστώτος, ο Φουάντ Μεμπαζάα, στενότατος συνεργάτης του εκδιωχθέντος Μπεν Αλί! Στη δε κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» όλα τα σημαντικά υπουργεία - και συγκεκριμένα τα υπουργεία Εσωτερικών και Άμυνας, που ελέγχουν την Αστυνομία και το Στρατό, το υπουργείο Οικονομικών και το υπουργείο Εξωτερικών - τα κράτησαν οι υπουργοί του προηγούμενου καθεστώτος!
Ο έλεγχος της νέας κυβέρνησης από το παλιό καθεστώς είναι πλήρης. Μία μόλις ημέρα μετά το σχηματισμό της κυβέρνησης αυτής, τρεις υπουργοί που προέρχονταν από τη Γενική Ένωση Τυνησίων Εργατών, η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέγερση, παραιτήθηκαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον ουσιαστικό παραμερισμό τους από τη διακυβέρνηση της χώρας, ακολουθούμενοι λίγες ώρες αργότερα από τον υπουργό ενός άλλου κόμματος της αντιπολίτευσης.
ΜΙΑ ΑΝΥΠΑΡΚΤΗ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΣΕ ΡΟΛΟ ΚΟΜΠΑΡΣΟΥ
«Αν συμμετάσχει κανείς σε αυτή την κυβέρνηση, θα παίξει ρόλο κομπάρσου, γιατί δεν ελέγχει τίποτα. Δεν μας δίνουν υπουργεία που να ασκούν εξουσία και είμαστε μειοψηφία», δήλωσε στη γαλλική εφημερίδα «Λιμπερασιόν» ο Μπεντουί Αμπντελτζελίλ, ένας από τους παραιτηθέντες υπουργούς της αντιπολίτευσης.
Όταν μιλάμε για «αντιπολίτευση» στην Τυνησία, πρέπει να διευκρινίσουμε τι εννοούμε, γιατί η κατάσταση είναι ιδιόμορφη και ασυνήθιστη.
Η Τυνησία κέρδισε την ανεξαρτησία της από τη Γαλλία το 1956 και το 1957 κατάργησε τη μοναρχία. Στα 53 χρόνια που κύλησαν από τότε, η Τυνησία γνώρισε μόνο... δύο (!!!) προέδρους: από το 1957 ως το 1987 τον Χαμπίμπ Μπουργκίμπα, επί 30 ολόκληρα συνεχή χρόνια, και από το 1987 ως την περασμένη Παρασκευή, επί 23 συνεχή χρόνια, τον Μπεν Αλί, ο οποίος, αν και πρωθυπουργός και στενός συνεργάτης του Μπουργκίμπα, τον ανέτρεψε με... «ιατρικό πραξικόπημα» τον Νοέμβριο του 1987, βγάζοντάς τον ως πάσχοντα από... γεροντική άνοια!
Εννοείται ότι Μπουργκίμπα και Μπεν Αλί ανήκουν στο ίδιο κόμμα, το Συνταγματικό Δημοκρατικό Συναγερμό, το οποίο κυβερνά τη χώρα πενήντα τρία συνεχή χρόνια, μη αφήνοντας κανένα χώρο στην αντιπολίτευση. Όταν μιλάμε για «κόμματα της αντιπολίτευσης» στην Τυνησία, αναφερόμαστε σε ασήμαντες παρέες μερικών δεκάδων ή λίγων εκατοντάδων ατόμων, που δεν έχουν καμία επιρροή στην κοινωνία και, βεβαίως, δεν έπαιξαν κανένα ρόλο στην πρόσφατη λαϊκή εξέγερση.
ΘΑ «ΑΝΑΣΤΗΘΕΙ» ΤΟ ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΜΕΝΟ ΙΣΛΑΜΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ;
Υπάρχει μία εξαίρεση. Πολύ σοβαρή. Τη δεκαετία του 1980 αναπτύχθηκε στην Τυνησία ένα πραγματικό αντιπολιτευτικό κόμμα, το μετριοπαθούς ισλαμιστικής κατεύθυνσης Εναχντά, κάτι σαν το κόμμα του Ερντογάν στην Τουρκία.
Στις βουλευτικές εκλογές του 1989, παρά τη συνήθη και εκτεταμένη νοθεία, οι Τυνήσιοι ισλαμιστές πήραν επισήμως το 17% των ψήφων και στην πραγματικότητα σίγουρα αισθητά μεγαλύτερο ποσοστό.
Αμέσως ο Μπεν Αλί συνειδητοποίησε τον κίνδυνο για το καθεστώς από τους μετριοπαθείς ισλαμιστές. Χωρίς δισταγμό έβγαλε... εκτός νόμου το Εναχντά και με χαλκευμένες και γελοίες κατηγορίες περί «τρομοκρατίας» εξαπέλυσε πογκρόμ εναντίον των ισλαμιστών. Φυλάκισε... 30.000 (!) στελέχη, μέλη και οπαδούς του ισλαμιστικού κόμματος και έτσι το αποκεφάλισε.
Στην πρόσφατη λαϊκή εξέγερση, οι ισλαμιστές ήταν εντελώς απόντες, αλλά, βεβαίως, τώρα σπεύδουν και αυτοί να την εκμεταλλευτούν. Μία ημέρα μετά το σχηματισμό της κυβέρνησης «εθνικής ενότητας», εμφανίστηκαν και οι ισλαμιστές σε διαδήλωση στην Τύνιδα, με επικεφαλής έναν πρώην πρόεδρο του κινήματός τους, ονόματι Σαντόκ Σουρού.
Η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι αποφάσισε τη νομιμοποίηση του ισλαμικού κόμματος, στο πλαίσιο νομιμοποίησης όλων των εκτός νόμου πολιτικών κομμάτων και την απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων - κάτι που όμως ακόμη μόνο εν μέρει έχει υλοποιηθεί και αναμένεται να διαπιστωθεί στην πράξη αν αυτό θα ισχύσει πλήρως ή επιλεκτικά.
Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, αναμενόταν με ενδιαφέρον το αν θα επιτραπεί ή όχι η επιστροφή στην Τυνησία του ηγέτη του ισλαμικού κόμματος Εναχντά, του Ρασίντ Γκακουσί, ο οποίος επιδιώκει τη σφυρηλάτηση συμμαχίας με κομμουνιστές και φιλελεύθερους αστούς!
Είναι απαράδεκτο, πάντως, να μην συμμετέχουν οι ισλαμιστές στην κυβέρνηση της κατ’ όνομα «εθνικής ενότητας», στην οποία, προς το παρόν, συνυπάρχει απλώς το παλιό καθεστώς και η ανεκτή απ’ αυτό καρικατούρα αντιπολίτευσης.
ΚΑΘΑΡΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΚΡΗΞΗΣ
Πέραν πάσης αμφιβολίας, ο χαρακτήρας της πρόσφατης εξέγερσης στην Τυνησία ήταν και συνεχίζει να παραμένει καθαρά κοινωνικός και ανεξάρτητος από τους ισλαμιστές και τις άλλες πολιτικές δυνάμεις.
Είναι, επίσης, αναμφισβήτητο ότι ρόλο - κλειδί στις αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις έπαιξε η εργατική συνομοσπονδία. Η Γενική Ένωση Τυνήσιων Εργατών (Γ.Ε.Τ.Ε.) είναι το μοναδικό συνδικάτο της χώρας, με 500.000 μέλη. Αρχικά ήταν στήριγμα του καθεστώτος και ελεγχόταν ιδεολογικά και πολιτικά από αυτό, ιδίως τις παλαιότερες δεκαετίες που το καθεστώς ακολουθούσε σε αρκετά θέματα μια γραμμή προοδευτικού αστικού εκσυγχρονισμού. Όταν, όμως, άρχισε η κοινωνική αναταραχή, που σταδιακά εξελίχθηκε σε εξέγερση, ο τεράστιος όγκος των στελεχών και μελών της Γ.Ε.Τ.Ε. πέρασε αδίστακτα με τους διαδηλωτές, παρέχοντας έναν μοναδικό ιστό με παντυνησιακή δικτύωση. Η Γ.Ε.Τ.Ε. υπήρξε όντως η μοναδική οργανωμένη δύναμη που συνεισέφερε ουσιαστικά στην εξέγερση, ριζοσπαστικοποιούμενη και η ίδια μέσα από τη διαδικασία αυτή.
Η ριζοσπαστική στάση της μέσα και απέναντι στην κυβέρνηση που σχηματίστηκε μετά την ανατροπή του Μπεν Αλί έπαιξε ρόλο καταλύτη στις πολιτικές εξελίξεις, καθώς η Γ.Ε.Τ.Ε. συμπαρατάσσεται διαρκώς με τα πιο μαχητικά στοιχεία των εξεγερμένων Τυνησίων.
Η ΡΑΓΔΑΙΑ ΑΥΤΟΚΑΤΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΩΝΤΟΣ ΚΟΜΜΑΤΟΣ
Η παραίτηση των υπουργών της Γ.Ε.Τ.Ε. οδήγησε τον πρόεδρο και τον πρωθυπουργό της χώρας να ανακοινώσουν ότι παραιτούνται από το 53 συνεχή έτη κυβερνών κόμμα του Συνταγματικού Δημοκρατικού Συναγερμού. Ένα μόλις 24ωρο αργότερα, ανακοίνωσε την αυτοδιάλυσή της και η κεντρική επιτροπή του κόμματος αυτού, καθώς το μίσος του λαού εναντίον του ήταν πλέον έκδηλο και στρεφόταν διαρκώς και περισσότερο κατά του κόμματος αυτού, μη αφήνοντας κανένα περιθώριο αυταπάτης στα στελέχη του, ότι θα μπορούσαν να την γλιτώσουν και να συνεχίσουν να παίζουν πολιτικό ρόλο.
«Πρέπει να ξαναχτίσουμε το κόμμα σε νέα βάση», δήλωσε στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» του Λονδίνου ο γενικός γραμματέας του Μοχάμεντ ελ-Γκεριανί. «Θα πρέπει να γίνουμε μικρότερο κόμμα και να διαχωριστούμε από το κράτος. Μπορεί να χρειαστεί ακόμη και να αλλάξουμε το όνομά μας ή και να φτιάξουμε ένα άλλο κόμμα με νέες αρχές», πρόσθεσε, όντας εμφανώς σε κατάσταση πολιτικού πανικού.
«Οι Τυνήσιοι πρέπει να διαλύσουν το τέρας που οικοδόμησε ο Μπεν Αλί», είναι ο τίτλος ενός πολύ ενδιαφέροντος άρθρου, που έγραψε στη βρετανική εφημερίδα «Γκάρντιαν» η Σουμαγιά Γκανουσί, θυγατέρα του ισλαμιστή εξόριστου ηγέτη Ρασίντ Γκανουσί.
«Καλός μαθητής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, εγγυητής της «σταθερότητας» και γενναίος στρατιώτης εναντίον του «ισλαμικού φονταμενταλισμού», η Τυνησία του Μπεν Αλί ήταν ένα λαμπερό παράδειγμα επιτυχίας και «εκσυγχρονισμού». Με το θάνατό του, αυτό το μοντέλο σταθερότητας που έχει ως αντίτιμο το λιώσιμο του λαού, δεν μπορεί πλέον να το υπερασπιστεί κανείς εύκολα ή να το διαδώσει», υπογραμμίζει η Σουμαγιά Γκανουσί στο άρθρο της.
ΘΑ ΜΕΤΕΞΕΛΙΧΘΕΙ Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΕ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ;
Η κοινωνική αναταραχή στην Τυνησία, πετυχαίνοντας την απομάκρυνση του τέως προέδρου Μπεν Αλί και την έναρξη της διαδικασίας αυτοκατάλυσης του κυβερνώντος κόμματος, έχει ήδη ξεπεράσει τα όρια της εξέγερσης και κινείται προς την κατεύθυνση της μετεξέλιξής της σε επανάσταση. Αυτή η πορεία, όμως, δεν έχει ολοκληρωθεί, γιατί προϋποθέτει την ανατροπή του καθεστώτος και την εγκαθίδρυση άλλης πολιτικής μορφής διακυβέρνησης.
Για την ώρα, τα πάντα είναι ανοιχτά. Μπορεί να ανακυκλωθεί τελικά το ίδιο καθεστώς, με τα ίδια πρόσωπα και με κάποιες δευτερεύουσες αλλαγές διακοσμητικού χαρακτήρα. Μπορεί να οδηγηθεί η χώρα σε μια όντως πολυκομματική κοινοβουλευτική δημοκρατία, που όμοιά της δεν υπάρχει μέχρι τώρα πουθενά στον αραβικό κόσμο, σε καμία αραβική χώρα, αν εξαιρέσει κανείς τον Λίβανο, όπου και εκεί όμως επιβάλλει το παμπάλαιο Σύνταγμα της χώρας μια κατανομή εδρών στη Βουλή, που καθόλου δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή πραγματικότητα.
Μπορεί, επίσης, να παραταθεί επί πολύ μια εκφυλιστική περίοδος ταραχών και λεηλασιών από συμμορίες που συνδέονται με το προηγούμενο καθεστώς, με αποτέλεσμα, μετά την παρέλευση κάποιου χρόνου, να οδηγηθεί η Τυνησία σε στρατιωτικό πραξικόπημα, που θα φέρει φυσικά στην εξουσία στρατιωτική δικτατορία.
Αυτή τη στιγμή κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά ποια από τις τρεις εκδοχές θα επικρατήσει και θα υλοποιηθεί στην πράξη.
ΜΙΚΡΕΣ ΟΙ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ «ΑΡΑΒΙΚΟΥ ΝΤΟΜΙΝΟ»
Η ανατροπή του Μπεν Αλί προκάλεσε πολλά άρθρα στον ευρωπαϊκό Τύπο γύρω από το ενδεχόμενο μετάδοσης του φαινομένου και σε άλλες αραβικές χώρες (Αίγυπτος, Αλγερία, Υεμένη, Ιορδανία κ.λπ.). Τέθηκε υπό συζήτηση το θέμα, μήπως υπάρξει ένα «αραβικό 1989» - μήπως καταρρεύσουν μαζικά, δηλαδή, όλα τα κάποτε εθνικοαπελευθερωτικά αραβικά καθεστώτα, που σταδιακά έχουν μεταλλαχθεί σε αρτηριοσκληρωτικές δικτατορίες, που δεν έχουν καμία σχέση με το παρελθόν τους.
Δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι επίκειται κάτι τέτοιο. Καθώς, όμως, οι γερασμένοι επί δεκαετίες ηγέτες τους πλησιάζουν προς τη βιολογική δύση τους, είναι βέβαιο ότι μία - μία οι χώρες αυτές θα μπουν σε σοβαρές κρίσεις, που θα δούμε στην πράξη αν θα αποδειχθούν απλές φάσεις εναλλαγής στην εξουσία ή κρίσεις αλλαγής καθεστώτος.