Όταν το 2008 σημειώθηκε η κατάρρευση του αμερικανικού κολοσσού, Λήμαν Μπράδερς, οι οικονομικοί αναλυτές μίλησαν για τον ερχομό μιας γενικευμένης οικονομικής κρίσης, που θα επηρέαζε σε μεγάλο βαθμό δυσμενώς όλες τις οικονομίες του κόσμου για δύο – τρία τουλάχιστον έτη. Πράγματι η κρίση αυτή απλώθηκε ταχύτατα σ’ όλα τα πλάτη και μήκη της Γής, αναστάτωσε τράπεζες, αγορές και χρηματιστήρια, συνέθλιψε μικρές οικονομίες και νοικοκυριά και άφησε πίσω αποκαίδια και συντρίμμια, τις συνέπειες των οποίων οι λαοί ακόμα υφίστανται, χωρίς να διαφαίνεται ωστόσο καμιά σοβαρή ελπίδα ανάκαμψης, παρά την παρέλευση της τριετίας. Το αντίθετο μάλιστα. Η μια οικονομία μετά την άλλη βουλιάζει από τα ασήκωτα και δυσβάσταχτα δημόσια, αλλά και ιδιωτικά χρέη, και κλονίζεται αφάνταστα από τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Η χώρα μας, όπως ήταν αναμενόμενο, δέχτηκε και αυτή τα πρώτα ηχηρά ραπίσματα της νέας τάξης πραγμάτων, αλλά κανένας δεν υποπτεύθηκε ότι η κρίση αυτή θα μας μαστίγωνε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να φθάσουμε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και στον ισχυρό κλονισμό της κοινωνικής συνοχής. Πιστεύαμε ότι θα ξεπερνούσαμε τις όποιες δυσκολίες μια και ήμασταν μέσα στον στενό πυρήνα της νομισματικής ένωσης της Ε.Ε. Οι ελπίδες μας όμως αποδείχθηκαν φρούδες, καθώς μέρος μόνον των δυσκολιών αντιμετωπίσαμε και αυτές με βαρύτατο τίμημα.
Τους τελευταίους μήνες ΜΜΕ και κόμματα, που θέλουν να αποδώσουν τις ευθύνες κατ’ αλλήλων για τη συμφορά αυτή, που έπληξε τον τόπο μας, αποδύθηκαν σ’ έναν σκληρό αγώνα να πείσουν την κοινή γνώμη, ότι η οικονομική κρίση οφείλεται σε ενδογενείς παράγοντες, σε αίτια δηλαδή που γεννήθηκαν μέσα στη χώρα και ότι χωρίς αυτά δεν θα επισκέπτονταν την πόρτα μας η κρίση. Είναι όμως έτσι; Μέχρις ενός σημείου είναι αλήθεια. Αν δεν σημειώνονταν περιπτώσεις αρπαγής, ιδιοποίησης, διασπάθισης, λεηλασίας και κατασπατάλησης του δημοσίου χρήματος, δεν θα φθάναμε εκεί, που φθάσαμε. Αν οι εκάστοτε κυβερνήσεις δεν υποχωρούσαν στις συντεχνιακές πιέσεις και εκβιασμούς, δεν θα είχαμε δεκάδες αστείων επιδομάτων και δεν θα καταλήγαμε στην υπερχρέωση των διαφόρων ΔΕΚΟ. Αν είχαμε συνετότερη διαχείριση σ’ όλες τις υπηρεσίες του κράτους και προπαντός στον τομέα της υγείας, η οποία στοίχισε στο κράτος μας σχεδόν το ήμισυ του σημερινού δημοσίου χρέους κατά τα τελευταία 30 χρόνια, και μάλιστα χωρίς να απολαμβάνουμε σοβαρές υπηρεσίες υγείας, δεν θα είχε διογκωθεί τόσο το δημόσιο χρέος. Αν οι Έλληνες ήταν περισσότερο ευσυνείδητοι και απέδιδαν τους αναλογούντες φόρους στο Δημόσιο, δεν θα είχαμε αυτά τα ελλείμματα. Αν, ... αν, ... όλα δούλευαν στο κράτος μας ρολόι, η κατάσταση θα ήταν ασφαλώς υπό έλεγχο και δεν θα πέφταμε στη βαθιά ύφεση. Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι, κατά πόσον οι ενδογενείς αυτοί παράγοντες υπήρξαν καθοριστικοί στη διαμόρφωση της σημερινής οικονομικής κατάστασης.
Τα παραπάνω αίτια ήταν ασφαλώς ικανά να προκαλέσουν τη δυσμενή οικονομική εξέλιξη, αλλά την χαριστική βολή τη έδωσαν οι εξωγενείς παράγοντες. Χωρίς αυτούς η αναστρεψιμότητα της κατάστασης θα ήταν ευκολότερη. Οι παράγοντες της χειροτέρευσης γεννήθηκαν στο εξωτερικό, το οποίο και μας φόρτωσε με δυσβάσταχτα χρέη. Διεθνή τραπεζικά παιχνίδια, οίκοι αξιολόγησης, εξοπλιστικά προγράμματα, υπερτιμολογήσεις αγαθών, δανεισμοί με εξοντωτικά επιτόκια και παντός είδους διεθνείς αισχροκερδοσκόποι και άλλα αρπακτικά βάλθηκαν να ξεζουμίσουν τη χώρα μας. Ορατοί και αόρατοι παράγοντες της παγκοσμιοποίησης έδειξαν ασφαλώς την ίδια συμπεριφορά και προς άλλες χώρες, οι πιο αδύναμες εκ των οποίων ακολουθούν βήμα προς βήμα τον δρόμο της Ελλάδας, τον δρόμο προς τον Γολγοθά. Αυτό δείχνει ότι τροφοδότης της οικονομικής κρίσης της χώρας μας δεν είναι μόνον η κακή μας διαχείριση, δηλαδή οι ενδογενείς παράγοντες, αλλά και οι εξωγενείς παράγοντες, οι διεθνείς συμπεριφορές. Αν το φαινόμενο παρουσιάζονταν μόνον στην Ελλάδα, τότε θα μιλούσαμε για αποκλειστική ευθύνη των Ελλήνων ιθυνόντων. Το γεγονός ότι σύρονται στο χορό του Ζαλόγγου η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία και αυτό ακόμα το Βέλγιο, η έδρα των υψηλόμισθων του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., και ποιος ξέρει αύριο πόσες άλλες χώρες, δείχνει καθαρά ότι δεν πρόκειται για ελληνικό φαινόμενο, αλλά για φαινόμενο υπερχρέωσης όλων των οικονομιών του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η υπερχρέωση άπλωσε τα πλοκάμια της ακόμα και σε ισχυρές οικονομίες. Η απαλλαγή από τη σύγχρονη αυτή μάστιγα δεν είναι δυνατόν να προέλθει από μεμονωμένες ενέργειες και δράσεις. Να σκεφθεί κανείς ότι η Ελλάδα χρειάζεται φέτος 63 δισ. ευρώ για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους της εκ των οποίων τα 15 δισ. και πλέον αφορούν τόκους. Το ποσό αυτό και όσα άλλα χρειασθεί να εξοφληθούν στο μέλλον δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν και με μια καλή ακόμα οικονομική ανάπτυξη. Απαιτούνται γενικότερες διεθνείς ρυθμίσεις του χρέους όλων των υπερχρεωμένων οικονομιών. Για την Ευρωζώνη χωρίς δισταγμούς χρειάζεται άμεση ενδυνάμωση του Ευρωπαικού Μηχανισμού Στήριξης. Αλλιώς κάθε προσπάθεια εξυγίανσης της οικονομίας είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
* Ο δρ. Ι. Παπαδημόπουλος είναι δικηγόρος, πρώην βουλευτής της ΝΔ