Από το 1974 και μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο, οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις, πέρασαν από πολλά σκαμπανεβάσματα και δύο φορές μάλιστα. Φθάσαμε στην κυριολεξία στα πρόθυρα του πολέμου, όπως τον Μάρτιο του 1987 και τον Ιανουάριο του 1996 στα Ιμια. Όλες διαδοχικά οι Κυβερνήσεις είχαν τηρήσει μια πάγια γραμμή και πολιτική ότι η μόνη διαφορά που υπάρχει στο Αιγαίο, είναι μια και μοναδική. Δηλαδή η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και τίποτε άλλο. Και όμως τα πράγματα δεν ήταν και δεν είναι ακριβώς έτσι. Η προκατάληψη και η καχυποψία και η έλλειψη θάρρους και τόλμης και από τις δύο πλευρές δεν επέτρεψαν, όλα αυτά τα χρόνια, τις δύο αυτές γειτονικές χώρες, να καθίσουν σε ένα τραπέζι και να συζητήσουν για να λύσουν τις όποιες διαφορές τους, όπως κάνουν και καλά κάνουν σήμερα.
Πάνω στο ζήτημα τώρα, της επέκτασης των χωρικών μας υδάτων, από τα 6ΝΜ, που είναι σήμερα στα 12ΝΜ, που μας επιτρέπει το Διεθνές Δίκαιο των Θαλασσών, η Τουρκία ως γνωστόν, μας απειλεί με casus belli (Αιτία πολέμου). Κομβικό συνεπώς σημείο επίλυσης των όποιων διαφορών μας στο Αιγαίο, είναι πρώτα απ’ όλα η επέκταση των χωρικών μας υδάτων, πέραν των 6ΝΜ και απ’ αυτό ξεκινούν και γεννιούνται όλα τα συναφή προβλήματα όπως: Οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), ο εναέριος χώρος (Έχουμε μια παγκόσμια πρωτοτυπία, να έχουμε χωρικά ύδατα 6ΝΜ και εναέριο χώρο 10ΝΜ), ο οποίος πρέπει να συμπέσει με τα χωρικά μας ύδατα. Η οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων, η Έρευνα και Διάσωση και άλλα παρεμφερή ζητήματα.
Έρχομαι τώρα σε αυτήν καθ’ εαυτήν την επίσκεψη την 6η-01-2011 του Πρωθυπουργού μας, στο Ερζερούμ της Τουρκίας όπου κατά την ομιλία του, προς τους Τούρκους πρέσβεις παρουσία και του κ. Ερντογάν έπραξε αυτό, που όφειλε να κάνει. Δεν μάσησε τα λόγια του και είπε με απόλυτη σαφήνεια και ξεκάθαρα αυτά, που συμβαίνουν καθημερινά στο Αιγαίο, και επηρεάζουν αρνητικά τις σχέσεις των δύο αυτών γειτονικών χωρών όπως: για το casus belli, για την εισβολή και κατοχή από την Τουρκία του 37% της Κύπρου και διεμήνυσε στην τουρκική πλευρά ζωντανά και διά ζώσης ότι, τέτοιες συμπεριφορές όπως, οι παραβιάσεις των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων και οι υπερπτήσεις των τουρκικών πολεμικών αεροσκαφών πάνω από ελληνικά νησιά, δεν πρόκειται και δεν μπορούν να αλλάξουν το υφιστάμενο Νομικό Καθεστώς στο Αιγαίο.
Δόθηκε έτσι η ευκαιρία στον Έλληνα Πρωθυπουργό, να θέσει ενώπιον της Τουρκικής Κυβέρνησης και του συνόλου της αφρόκρεμας της Τουρκικής Διπλωματίας (180 πρεσβευτές), πανηγυρικά και με παρρησία τις κόκκινες γραμμές της Πατρίδας μας, πάνω στις διαφορές μας στο Αιγαίο, σε πείσμα των Κασσάνδρων και των υπερπατριωτών, που υπάρχουν δυστυχώς πολλοί στη Χώρα μας.
Ο Πρωθυπουργός εξήγησε κατά πρόσωπο στην τουρκική πολιτική τάξη και στη διπλωματία της, αλλά και στους πασάδες (Στρατηγούς) της Χώρας αυτής, αλλά και στον τουρκικό λαό, ότι η μέθοδος των υπερπτήσεων και των προκλήσεων της Τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας, θα αποδειχθεί ξεπερασμένη ως μέσον πίεσης. Το κατάλαβαν ή όχι θα το δείξει η πορεία των πραγμάτων. Αυτό το «περιστατικό» εγγράφεται ασφαλώς στα κέρδη της παρουσίας του Έλληνα Πρωθυπουργού στο Ερζερούμ.
Στο Κυπριακό με την πάροδο του χρόνου, η διχοτόμηση παγιώνεται και η λεγόμενη Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου (Ψευδοκράτος) ταϊβανοποιείται και βγαίνει σιγά – σιγά από την απομόνωση και το καθεστώς αυτό παίρνει, κάποια μορφή διεθνούς αναγνώρισης και νομιμοποίησης και ο χρόνος φυσικά φαίνεται να εργάζεται υπέρ των τουρκικών συμφερόντων. Σε ό,τι αφορά τώρα στο Αιγαίο, ο χρόνος φαίνεται να μην ευνοεί την Τουρκία γιατί στο τέλος θα μείνει η μοναδική χώρα στον κόσμο, που δεν θα αναγνωρίζει το Διεθνές Δίκαιο των Θαλασσών του Μοντέγο Μπέι του 1982 και η Διεθνής Κοινότητα δεν μπορεί μονίμως να σιωπά, και συνέχεια πάνω σε ένα τέτοιο θεμελιώδες θέμα και να την αφήνει έτσι ασύδοτη και προκλητική. Στο Αιγαίο πιστεύω ότι ο χρόνος αυτή τη φορά δεν φαίνεται να είναι με το μέρος της Τουρκίας. Τέλος η συνεκμετάλλευση των φυσικών πόρων του Αιγαίου, 50-50 με την Τουρκία χωρίς πρώτα να οριοθετήσουμε μαζί της την υφαλοκρηπίδα και τις ΑΟΖ, θα είναι Εθνικός Ακρωτηριασμός και δεν θα πρέπει, ούτε καν να δεχθούμε να το συζητήσουμε.
Συμπερασματικά πιστεύω ότι αυτή η επίσκεψη του Έλληνα Πρωθυπουργού στο Ερζερούμ, φαίνεται να υπήρξε επιτυχής και επωφελής και για τις δύο Χώρες, ανεξάρτητα εάν οι διαφορές παραμένουν, παρά την όποια αλλαγή κλίματος.