Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Οι συντελούμενες, σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, διεργασίες, για την αντιμετώπιση της συστημικής κρίσεως χρέους στην ευρωζώνη, ενδέχεται να ανατρέψουν τους σχεδιασμούς για προσφυγή στις κάλπες στις 19 Φεβρουαρίου του 2012, ήδη δε έχει αρχίσει η σπέκουλα για εκλογές ίσως και τον Απρίλιο, εκτός φυσικά κι αν επισυμβούν (κάτι που δεν αποκλείεται, αν λάβει κανείς υπόψη και τις ενδοκυβερνητικές συγκρούσεις) δραματικά γεγονότα που οδηγήσουν σε άλλες επιλογές.
Ο Λουκάς Παπαδήμος, ο οποίος, με βάση τις υπάρχουσες δημοσκοπήσεις, δείχνει να έχει απογοητεύσει τους πολίτες, όταν ερωτήθηκε για το χρόνο των εκλογών επανέλαβε ότι θα διενεργηθούν όταν η κυβέρνηση ολοκληρώσει το έργο της (δηλαδή την υπογραφή της νέας δανειακής συμβάσεως και την επίτευξη της συμφωνίας για το PSI) επιβεβαιώνοντας, δηλαδή, ότι απομακρύνεται η 19η Φεβρουαρίου.
[Αυτό σημαίνει ότι απαιτούνται 5 με 6 επιπλέον εβδομάδες και αυτό συνεπάγεται ότι οι εκλογές θα μπορούσαν να διεξαχθούν στα μέσα Απριλίου. Καθώς είναι αδύνατον να στηθούν κάλπες ανήμερα του Πάσχα (15 Απριλίου) ή την παραμονή της εβδομάδας των Παθών (8 Απριλίου), το πιθανότερο (με βάση τα σημερινά δεδομένα και εκτός απροόπτου) είναι οι εκλογές να γίνουν είτε την Κυριακή που προηγείται (Πρωταπριλιά) είτε αυτή που ακολουθεί (22 Απριλίου)].
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παντελής Καψής υπενθύμισε μεν τη γνωστή δήλωση του αρχηγού της ΝΔ ότι «δεν είμαστε αγκαλιά με το ημερολόγιο», αλλά ο Αντώνης Σαμαράς έσπευσε να πει «δύο μήνες και μετά τέλος η θητεία της κυβέρνησης», ο δε υπουργός Επικρατείας Γιώργος Σταυρόπουλος τόνισε ότι από πουθενά δεν προκύπτει ορισμένη ημερομηνία εκλογών.
Την ίδια στιγμή αίσθηση προκάλεσε η παρέμβαση του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλου, ο οποίος τόνισε ότι «η χώρα δεν χρειάζεται εκλογές» και σημείωσε ότι τα κόμματα «οφείλουν να παύσουν να ζητούν εκλογές και να αναγνωρίσουν τον συγκεκριμένο χρόνο, μέχρι της συμπληρώσεως της τετραετίας από τις προηγούμενες εκλογές».
Βεβαίως, ο πρώην Πρόεδρος παρέκαμψε το γεγονός ότι έχουμε μια κυβέρνηση την οποία αντιπολιτεύεται το ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα που τη στηρίζουν και στην οποία οι υπουργοί, οι οποίοι προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ, αντιδικούν δημοσίως, ενόψει της επόμενης ημέρας στο κόμμα τους.
Ο Κ. Στεφανόπουλος προβλέπει ότι οι εκλογές δεν θα δώσουν αυτοδυναμία και συνεπώς θα ήταν (κατά την άποψή του) σκόπιμο να συνεχίσει να «πορεύεται» το υφιστάμενο κυβερνητικό σχήμα, το οποίο, άλλωστε, σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, αποτελεί το πρόπλασμα για μελλοντικές κυβερνητικές συνεργασίες, αλλά, το εν λόγω επιχείρημα παραβλέπει την ανάγκη να εκφραστεί ο πενόμενος ελληνικός λαός και να είναι εκείνος που, με την ψήφο του, θα δώσει τη νομιμοποίηση στην όποια νέα κυβέρνηση.
Τα δεδομένα, όμως, αλλάζουν συνεχώς, καθώς οι ενδοκυβερνητικές κρίσεις έχουν κάνει την εμφάνισή τους, με αφορμή τα πιθανά νέα μέτρα που θα απαιτηθούν προκειμένου να εξισορροπήσουν τις αδυναμίες στην επίτευξη των στόχων του προϋπολογισμού.
Η κυβέρνηση, διά του «εξουθενωμένου» Ευ. Βενιζέλου, επιμένει ότι όποια μέτρα απαιτηθούν για την υλοποίηση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος και την εκτέλεση του προϋπολογισμού, θα τα λάβει συναινετικά το παρόν σχήμα ή η επόμενη κυβέρνηση, ενώ η ΝΔ και ο ΛΑΟΣ αρνούνται τη λήψη νέων μέτρων και παραπέμπουν στην κυβέρνηση που θα προέλθει από εκλογές. Ο δε υπουργός των Μεταφορών Μάκης Βορίδης δήλωσε ότι δεν συμφωνεί με το νομοσχέδιο Ραγκούση για τα ταξί και τόνισε ότι αν η Τρόικα επιμείνει ο ίδιος θα παραιτηθεί.
Ο πρωθυπουργός προσπαθεί να συμμαζέψει τα... ασυμμάζευτα, την ίδια δε στιγμή τις εκλογές δεν φαίνεται να τις θέλουν άλλοι μνηστήρες της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ (όπως η κ. Διαμαντοπούλου) όπως δεν τις θέλουν και οι «πράσινοι» βουλευτές, ενώ δεν είναι τυχαίες οι διεργασίες περί Κεντροαριστεράς.
Πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι παρά τις υφιστάμενες διεργασίες, παρά τα όσα συμβαίνουν κυρίως εντός του ΠΑΣΟΚ (και δευτερευόντως εντός της ΝΔ και του ΛΑΟΣ) προς το παρόν η διακυβέρνηση Παπαδήμου δύσκολα θα προκαλέσει αναδιάρθρωση του κομματικού τοπίου.
Δηλαδή, δύσκολα, αν και δεν είναι απίθανο, θα προκαλέσει, για παράδειγμα, μία αποχώρηση αριθμού στελεχών του ΠΑΣΟΚ ή και της ΝΔ, με στόχο τη συγκρότηση ενός νέου κομματικού σχηματισμού, ούτε θα επιφέρει, τώρα, πολιτικές επιπτώσεις ανάλογες με εκείνες των κυβερνήσεων του 1989 – 1990, που, τελικά, οδήγησαν σε διάσπαση του τότε ενιαίου Συνασπισμού.
Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι θα επηρεάσει το υφιστάμενο πολιτικό σκηνικό και πρωτίστως τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των πολιτικών κομμάτων και όχι μόνο αυτών που συμπράττουν στην κυβέρνηση, αλλά και των συνιστωσών της Αριστεράς.
Τελευταία έρευνα της MRB δείχνει ότι είναι αρνητική η αξιολόγηση της κυβερνήσεως Παπαδήμου, στη δε πρόθεση ψήφου επί όσων πρόκειται να ψηφίσουν προηγείται μεν η ΝΔ, αλλά χωρίς αυτοδυναμία, η δε επόμενη Βουλή θα είναι επτακομματική.
Είναι, συνεπώς, παρακινδυνευμένο και μάλιστα σε σκηνικό κινούμενης άμμου να κάνει κανείς ασφαλείς προβλέψεις και εκτιμήσεις.