Από τον Δημήτρη Τσικούρα
Τούτες τις μέρες πάλι, ματώνει η ψυχή μου, «όπου βρεθώ κι όπου σταθώ η Ελλάδα με πληγώνει», πληγώνει κάθε σκέψη μου και όνειρο κι ελπίδα. Έρχονται μνήμες στοχαστών κι αναζητώ τα έργα, τα έργα τους τα θαυμαστά, τα φιλοσοφημένα, που είναι τόσο επίκαιρα και δείχνουνε τα πάθη, τα πάθη τα αβάσταχτα, του τόπου μας τα πάθη, της χώρας μας, της ράτσας μας, όλης της Ρωμιοσύνης. Όπου κι αν ρίξω τη ματιά ή στήσω το αυτί μου κακόβουλα, κακότροπα εισπράττω τα χουνέρια, εισπράττω την κατάντια μας τη μαύρη τη μιζέρια, τα δολερά τα σχέδια της κάθε εξουσίας και προπαντός της άχαρης αυτής που κυβερνάει, που μας βουλιάζει στ’ άπατα τ’ ανείπωτα τα βάθη και μας πετάει στα τάρταρα στου Άδη τα σκοτάδια.
Ακούμε για συνείδηση, μιλούνε οι κρατούντες, για εθνική συνείδηση και πατριδολατρία, και τόσα άλλα ιερά της άμοιρης Ελλάδας, που τάχατες ανησυχούν και θέλουν να τη σώσουν κι απ’ την «κρεμάλα» το λαό πως θέλουν να γλυτώσουν, αυτοί που τη «σταυρώσανε» και την καταδικάσαν, σωτήρες και φιλότιμοι πασχίζουν να φανούνε με ψεύτικα τεχνάσματα μας κονταροχτυπούνε, μας σφίγγουν γύρω στο λαιμό θηλιές πολλές και γκέμια, μας καπιστρώνουν ύπουλα με άτιμα σεφέρια, οι μασκαράδες της ντροπής, οι μεταμφιεσμένοι - ανάλογα στα σχέδια που είναι εντεταλμένοι - της Τρόικας της ξενόφερτης, των γερακιών της δύσης, που για συμφέροντα εθνικά μιλούνε «παραφύσεις», οι κάπηλοι οι «φίλοι» μας, κι οι ντόπιοι οι σωτήρες μας ξεπουλάνε όπου βρουν σα φέουδα οι φωστήρες...
Ψεύτες, κλέφτες, λαοπλάνοι, (ντόπιοι ξένοι) με σπουδή, βάλθηκαν να μας γλυτώσουν από την καταστροφή, μέρα, νύχτα εκφωνούνε, υπογράφουν, λοιδορούνε, νέα σχέδια και Νόμους, που σκοπό και στόχο έχουν να μας πάρουν και τη στάνη, ό,τι βιος, με κάθε τρόπο, και τα ρούχα, το φουστάνι, και γυμνοί να μείνουν όλοι οι «αδύναμοι» λαοί, που εμπιστεύτηκαν αγύρτες «τιμονιέρηδες – οδηγοί», εξουσιαστές, αρχόντους, λυκανθρώπους και λωλούς που πουλούνε κι αγοράζουν, όλους μας τους καψερούς. Τι πατρίδα, (ποια πατρίδα;...) ποιος στοχάστηκε απ’ αυτούς;... που την έχουν σαν τσιφλίκι, την πουλάνε στους νονούς... και ζητιάνους θα μας κάνουν σε λογιών τροϊκανούς...
Είναι ο Έλληνας, το ξέρουν - ο θυμόσοφος λαός - φιλοπάτρις, μοιρολάτρης «π’ αναπνέει» απ’ το φως, αγωνίζεται, παλεύει και πασχίζει ολοζωής για να έχει ελευθερία και τον ήλιο ολημερίς, να φωτίζει τα σκοτάδια, να φωτίζει τις καρδιές, να κρατάει μονιασμένες τις ανθρώπινες ψυχές. Στο φιλότιμο ποντάρουν, ξενοκίνητοι μωροί, να θολώσουν τα μυαλά μας, να μαργώσουν την ψυχή, ν’ αποσπάσουνε και πάλι συγκατάθεση δική, ψήφο τάχα εμπιστοσύνης, καταδίκης, φυλακή. Ας το πάρουμε χαμπάρι, όλοι μας πολύ καλά, πως τις τύχες μας στα χέρια, τα δικά μας στιβαρά, να τις πάρουμε επιτέλους και ν’ αλλάξουμε τη μοίρα, να την κάνουμε με πνεύμα πιο σοφή και καλομοίρα, έτσι θα ‘χουμε ελπίδες, αισιόδοξες θωριές, κι αναγέννηση να δούμε, ίσως και «καλοκαιριές». Όπως ξέρουμε ως τώρα δεν χαρίζεται κανείς, όλα πάντα καταχτιούνται με αγώνες της ζωής, με αγώνες και θυσίες – να ‘χουν νόημα, σκοπό, με θεμέλιο τη γνώση, το σωστό αλτρουισμό, μόνο σκέψεις, τέτοιες πρέπει, να περνούν απ το μυαλό, π’ ωφελούνε και μας κάνουν να ζητούμε το καλό, το καλό που όλοι θέλουν, κάθε άνθρωπος στη γη, π’ αγαπάει τον πλησίον, την πατρίδα του αυτή.
Αν το μέλλον των παιδιών μας, των μελλούμενων γενιών, της πατρίδας της Ελλάδας, κάθε τόπου και λαών, μας αρέσει και μας νοιάζει, να ‘ναι μέλλον προκοπής, ας το χτίσουμε με στέργια υλικά της αντοχής, για να μη μας καταριούνται, να μας λένε πως εμείς, είμαστε για όλα φταίχτες, κι αρχιμάστορες ολκής, και πως σπέρνουμε ανέμους, στη δική μας εποχή και πως θύελλες εκείνοι, θα θερίζουν στη ζωή...
Όλα αυτά, θα πείτε φίλοι, αναγνώστες διαλεχτοί, ότι τίποτα δεν είναι και καθένας τα εννοεί, του συρμού κουβέντες είναι, και απλές διαμαρτυρίες που οι πάντες τις γνωρίζουν και τις νιώθουνε αστείες... ε!, αυτό κι εμείς θαρρούμε, κι όχι τίποτα σοφό, όπως πάντα τραγουδούμε, τόσο απλά κάθε σκοπό, ώστε κάποτε να σμίξουν οι φωνές μας, οι σκοποί και μαζί να πορευτούμε με την ίδια συλλογή, με τους ίδιους τους αγώνες, τα τραγούδια της μιλιάς, για να γίνουμε αδέρφια της ανθρώπινης φιλίας.
Όπως στην αρχή προλέγω, έργα, μνήμες στοχαστών, που διδάσκουνε τον κόσμο (οι «βουλές» των ποιητών ) θα τελειώσω με τις ρήσεις, κάποιου Τούρκου ποιητή, του Ναζίμ Χικμέτ τους στίχους που είναι επίκαιροι πολύ: «Αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, αν δεν καούμε εμείς, πως θα γενούνε τα σκοτάδια φως» ανέσπερο της ζήσης.
Ο Δημήτρης Τσικούρας είναι λογοτέχνης