* Του Δημήτρη Κριθαριώτη, εκπαιδευτικού του Ειδικού Δημοτικού Σχολείου Λάρισας
Στόχος κάθε σύγχρονης κοινωνίας πρέπει να είναι η υλοποίηση της αρχής, εκπαίδευση για όλους. Κάθε παιδί έχει δικαίωμα στην εκπαίδευση, μάθηση και απόκτηση γνώσεων, εφόδια που του είναι απαραίτητα για να επιτύχει στη ζωή του και γι’ αυτό το λόγο πρέπει να του δοθεί κάθε δυνατότητα για να τα κατακτήσει.
Το κάθε παιδί είναι διαφορετικό και έχει μοναδικά χαρακτηριστικά, ικανότητες, ενδιαφέροντα, κλίσεις και μαθησιακές δυνατότητες ή αδυναμίες, τα οποία πρέπει να αναγνωρίζονται και να γίνονται σεβαστά μέσα σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που αποβλέπει στο να βοηθήσει το κάθε παιδί να μάθει γράμματα και να μαθαίνει πώς να μαθαίνει. Ο ρόλος του σχολείου και όλων των παραγόντων, που με οποιονδήποτε τρόπο συμμετέχουν στην εκπαίδευση των παιδιών, είναι να βοηθούν τον κάθε μαθητή να αξιοποιεί στο έπακρο τις δυνατότητές του.
Μέρος του εκπαιδευτικού μας συστήματος είναι η Ειδική Αγωγή, η οποία και λειτουργεί υποστηρικτικά και στηρίζει τη Γενική Αγωγή, προσφέροντας τις υπηρεσίες της στα άτομα με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες. Ένας σημαντικός αριθμός αυτών φοιτά ήδη στα Ειδικά Δημοτικά Σχολεία και Νηπιαγωγεία καθώς και στα Τμήματα Ένταξης. Υπάρχει όμως και ένας σημαντικός αριθμός επίσης μαθητών που φοιτά στα σχολεία της Γενικής Αγωγής και χρήζει ειδικής εκπαιδευτικής προσέγγισης και αντιμετώπισης. Τέτοιοι μαθητές είναι όσοι παρουσιάζουν ανωριμότητα, δυσκολίες μάθησης, αισθητηριακές ανωμαλίες, συναισθηματικές διαταραχές, άρνηση σχολείου, κ.λπ. Και τις περισσότερες φορές, δυστυχώς, περιθωριοποιούνται και παραμένουν απλά θεατές της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Για την ομαλή ένταξη όλων αυτών των μαθητών θα πρέπει να ευαισθητοποιούν οι εκπαιδευτικοί και να αξιοποιήσουν όλους τους θεσμούς που έχει θεσπίσει η Πολιτεία.
Υπάρχουν πολλές ομάδες ΑμεΑ με ποικιλία χαρακτηριστικών αλλά και διαφορετικές ανάγκες η κάθε μία. Οι πιο σημαντικές είναι:
α) Παιδιά με προβλήματα όρασης
β) Παιδιά με προβλήματα ακοής
γ) Παιδιά με κινητικές ανεπάρκειες
δ) Παιδιά με προβλήματα αυτισμού
ε) Παιδιά με νοητική υστέρηση
στ) Παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες
Εάν το Δημοτικό Σχολείο επιθυμεί να αποτελεί πράγματι το σχολείο για όλα τα παιδιά και ταυτόχρονα το σχολείο για το κάθε παιδί ξεχωριστά, τότε οφείλει να προβεί σε άμεσες μεταρρυθμίσεις και μετασχηματισμούς, ώστε να παρέχει εκπαίδευση που θα ανταποκρίνεται εξατομικευμένα στις ανάγκες του κάθε μαθητή και θα προάγει τη συνεργασία και αλληλοκατανόηση μεταξύ των μαθητών. Τελικά, θεωρούμε ότι ζητούμενο της ελληνικής εκπαίδευσης πρέπει να είναι η δημιουργία ενός «ιδανικού» Δημοτικού Σχολείο, κατάλληλου για όλα τα παιδιά της κοινότητας.
Κάθε παιδί έχει δικαίωμα στη μόρφωση. Η αποδοχή του πρώτα από μας τους εκπαιδευτικούς και έπειτα από ολόκληρη την κοινωνία, είτε έχει κάποιες αδυναμίες είτε όχι, είναι το πρώτο βήμα για την κοινωνικοποίησή του, τη συμμετοχή του σε μικρές και αργότερα σε μεγαλύτερες ομάδες. Οι ατομικές ικανότητες και η αξιοποίησή τους θα αποτελέσουν το δεύτερο βήμα για την εξέλιξη της προσωπικότητάς του. Η αναγνώριση της διαφορετικότητάς του και άρα της διαφορετικής επίδοσης σε κάποιους τομείς, θα είναι ο καθοριστικός παράγοντας που θα κάνει το κάθε παιδί να κερδίσει από την εκπαίδευσή του και όχι να στιγματιστεί, να ταπεινωθεί και έτσι να καταφύγει στην απομόνωση ή την επιθετικότητα.
Καλό θα ήταν, σκοπός του σχολείου και των εκπαιδευτικών να είναι η ένταξη όλων των μαθητών στην εκπαίδευση, ανεξάρτητα από το κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον που προέρχονται, από τη νοημοσύνη, τις ικανότητες ή άλλα χαρακτηριστικά τους. Η αναγνώριση της ανισότητας στο σχολείο, δεν φτάνει από μόνη της για την ένταξη όλων των μαθητών στην εκπαίδευση. Η αλλαγή στη νοοτροπία, στις αξίες, στον τρόπο σκέψης και η γενικότερη αλλαγή στην όλη φιλοσοφία απέναντι στο δικαίωμα της ζωής, ίσως θα φέρει κάποτε την ισότητα και την ελευθερία στην παιδεία.
Κάθε παιδί παρουσιάζει ιδιαιτερότητες στο επίπεδο και τη σύνθεση των δυσκολιών που παρουσιάζει τις οποίες αντιμετωπίζει με το δικό του τρόπο που συχνά οδηγεί τους εκπαιδευτικούς να μην μπορούν να τα βοηθήσουν με τα καθιερωμένα διδακτικά μοντέλα.
Η εξατομίκευση στη διδακτική διαδικασία επιβάλλεται ακόμη περισσότερο για τα άτομα με χαμηλή νοημοσύνη ή γενικά γι’ αυτούς που αντιμετωπίζουν μαθησιακά προβλήματα. Η φοίτηση των ατόμων αυτών σε κανονικά σχολεία με ετερογενείς τάξεις δεν βοήθησε στην αποφυγή του στιγματισμού. Συνήθως τα παιδιά αυτά «κέρδισαν» τον τίτλο του αδύνατου μαθητή της τάξης. Οι εμπειρίες που αποκόμισαν από τη φοίτησή τους στις ανταγωνιστικές ανομοιογενείς τάξεις ήταν και είναι σίγουρα αρνητικές και τους είχαν δημιουργήσει αρνητική αυτοαντίληψη. Και η αντιμετώπιση του δασκάλου, άμεση και έμμεση, και των υπόλοιπων μαθητών της τάξης, αλλά και η φύση της σχολικής εργασίας συνέβαλαν στη δημιουργία της αρνητικής αυτοαντίληψης.
Η σχολική εργασία θα πρέπει να προσαρμοστεί στις μαθησιακές δυνατότητες των αδύνατων μαθητών ώστε να μπορέσουν αυτοί να βελτιώσουν την αυτοεκτίμησή τους. Η εφαρμογή της εξατομικευμένης διδασκαλίας μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά στην μείωση των αρνητικών εμπειριών που αποκομίζουν αυτοί οι μαθητές από την «ίση» μεταχείριση σε μια κανονική τάξη. Αν ο δείκτης δυσκολίας των εργασιών που αναθέτει ο δάσκαλος στους μικρούς μαθητές που αντιμετωπίζουν μαθησιακά προβλήματα είναι μικρός, τότε η συμμετοχή, το ενδιαφέρον και η αυτοεκτίμηση θα βελτιωθούν. Συναισθήματα, όπως η εμπιστοσύνη και η ασφάλεια θα καλλιεργηθούν στα παιδιά με μαθησιακά προβλήματα, τα οποία θα βοηθήσουν σημαντικά στη βελτίωση της απόδοσής τους και στη δημιουργία ενός καλού ψυχολογικού κλίματος γι’ αυτά.
Από τη διαπίστωση αυτή καθίσταται αναγκαία η ύπαρξη μιας συστηματικής και ουσιαστικής εξατομικευμένης διδασκαλίας που δεν αφορά μόνο στους στόχους της μάθησης αλλά και στην επιλογή των κατάλληλων υποστηρικτικών μεθόδων, μέσων και τεχνικών για κάθε παιδί ξεχωριστά.
Το παιδί με ειδικές ανάγκες και δεξιότητες, με τη βοήθεια του ειδικευμένου εκπαιδευτικού, μπορεί να είναι ένας πάρα πολύ καλός μαθητής, φοιτητής και επαγγελματίας στη συνέχεια. Ας μην ξεχνούμε ότι οι δυσκολίες ακολουθούν το άτομο σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Απλά μεγαλώνοντας και με τη βοήθεια της ειδικής αντιμετώπισης, που οφείλει να του παρέχει το σχολείο και αυτό δικαιούται να έχει, θα μπορέσει να ζήσει σε ένα περιβάλλον σεβασμού, εκτίμησης και αγάπης. Έτσι θα αναπτύξει τον απαραίτητο βαθμό αυτοεκτίμησης, θα μάθει να αγαπά τον εαυτό του και να πιστεύει στις ικανότητές του, δηλαδή τα θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομείται η ολοκληρωμένη και ελεύθερη προσωπικότητα του ενήλικα.
Και οπωσδήποτε, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ικανοποίηση για τον εκπαιδευτικό, από το να δει τους κόπους του να αμείβονται, παρακολουθώντας τη σχολική πρόοδο του μαθητή του, τη σχολική και κοινωνική του ενσωμάτωση και την επιτυχή ένταξή του στην παραγωγική διαδικασία και την ενεργό ζωή του ενήλικα. Αντί επιλόγου... «Για να προκύψουν αλλαγές στο σχολείο και την κοινωνία μας και να ζήσουν τα παιδιά μας σε ένα «ανοιχτό σχολείο ζωής», θα πρέπει να επιτευχθούν αλλαγές «εκ των έσω», με εμάς τους ίδιους πρωταγωνιστές!».