* Του κ. Γεωργίου Λαμπρούλη, ιατρού - αντιπροέδρου ΔΣ της ΕΙΝΚΥΛ και δημοτικού συμβούλου Λάρισας
Σήμερα ακόμα και αυτή η ανεπαρκής ανάπτυξη του δημόσιου συστήματος υγείας- πρόνοιας, η οποία ήταν πάντα πίσω από τις λαϊκές ανάγκες και με διακριτά τα στοιχεία της εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης, θεωρείται εμπόδιο και βάρος για το κράτος. Το κράτος προωθεί τη δραστική μείωση της κρατικής χρηματοδότησης του δημόσιου συστήματος υγείας για τις λειτουργικές του δαπάνες, αλλά και για ένα μέρος των δαπανών της μισθοδοσίας του προσωπικού, προκειμένου να εξοικονομήσει πόρους για τη χρηματοδότηση του κεφαλαίου, σε συνθήκες όξυνσης του ανταγωνισμού.
Αξιοποιείται η οικονομική καπιταλιστική κρίση προκειμένου να επιταχυνθεί η υλοποίηση ενός σχεδιασμού και στο χώρο της υγείας που αποφασίστηκε χρόνια πριν.
Οι αναδιαρθρώσεις που προωθούνται με τη συρρίκνωση και το δραστικό περιορισμό των δημόσιων μονάδων υγείας, όσο και των δημόσιων δωρεάν παροχών υπηρεσιών υγείας- πρόνοιας σε ένα ελάχιστο, βασικό πακέτο παροχών σημαίνει λιγότερες και πιο ακριβές υπηρεσίες υγείας, φάρμακα και εξετάσεις για τις λαϊκές οικογένειες και παράλληλα επιδείνωση της θέσης της πλειοψηφίας των γιατρών, μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων και ιδιαίτερα των νέων. Αυτή την κατεύθυνση υπηρετεί η εφαρμογή του Εθνικού Οργανισμού Παροχών Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.). Αποτελεί βασικό πυλώνα των προωθούμενων αναδιαρθρώσεων στην Υγεία.
Δηλαδή μηχανισμό για νέες περικοπές στις παροχές πρωτοβάθμιας υγείας σ΄ ένα ελάχιστο πακέτο, μακριά από τις πραγματικές λαϊκές ανάγκες. Με την πολιτική της επιχειρηματικότητας, του ανταγωνισμού και της κερδοφορίας στην υγεία, τα προβλήματα των εργαζόμενων και ειδικότερα των γιατρών οξύνονται (μείωση αποδοχών, αύξηση ανεργίας νέων γιατρών, επέκταση ελαστικών σχέσεων εργασίας).
Όπως διαμορφώνεται η κατάσταση σήμερα, ένα μέρος των αυτοαπασχολούμενων, ενώ τυπικά έχει τα χαρακτηριστικά του «ελεύθερου επαγγελματία» (έχει ιδιωτικό ιατρείο, πουλάει ο ίδιος υπηρεσίες υγείας, δεν ασκεί εξαρτημένη εργασία), ουσιαστικά η «ελευθερία του» αυτή να αποσπά ένα υψηλό εισόδημα όλο και περισσότερο περιορίζεται από τους όρους και τις προϋποθέσεις που δημιουργεί το καπιταλιστικό κράτος. ΄Εως σήμερα ο αυτοαπασχολούμενος αποζημιωνόταν με βάση τη σύμβαση έργου που συνήθως είχε με κάποια ασφαλιστικά ταμεία, αξιοποιούσε τη δυνατότητα που είχε ένας αριθμός ασθενών να πληρώσουν οι ίδιοι την επίσκεψη και τις εξετάσεις. Με αυτό τον τρόπο εξασφαλιζόταν ένα ικανοποιητικό εισόδημα ακόμα και στο κατώτερο τμήμα αυτών των γιατρών. Σήμερα μειώνεται δραστικά η αποζημίωση που θα παίρνουν όσοι γιατροί συμβληθούν με τον ΕΟΠΥΥ, ενώ θα τους δίνεται η δυνατότητα να ασκούν ιδιωτικό έργο στο πλαίσιο της ολοήμερης λειτουργίας των νοσοκομείων. Παράλληλα όσο επιδεινώνεται η θέση των λαϊκών στρωμάτων (ανεργία, ανασφάλιστοι) θα υπάρξει ένας σχετικός περιορισμός της δυνατότητας των αυτοαπασχολούμενων γιατρών να πωλούν υπηρεσίες εκτός ασφαλιστικού συστήματος όπως γινόταν έως τώρα.
Με βάση τα παραπάνω, την επιδείνωση της θέσης των αυτοαπασχολούμενων γιατρών σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε με ενιαίο τρόπο για όλους. Επιδείνωση με την έννοια ότι πλησιάζουν τους όρους ζωής των εργαζόμενων, υφίσταται σε τμήμα των ελευθεροεπαγγελματιών γιατρών, όπου το κράτος δημιουργεί συνθήκες «υπαλληλοποίησής τους». Στο μέλλον ακόμα μεγαλύτερο τμήμα ειδικά νέων γιατρών σε συνδυασμό με μέτρα όπως η προσαρμογή του περιεχομένου των σπουδών προπτυχιακά και οι εξετάσεις για την έναρξη της ειδικότητας ή ακόμα και η «ειδίκευση» στον προπτυχιακό χρόνο για τη μεγάλη μάζα γιατρών και η δυνατότητα σε λίγους η υψηλή εξειδίκευση, θα εντείνει περαιτέρω την επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των γιατρών αφού θα μετατρέπονται σε φθηνό επιστημονικό δυναμικό.
Η πλειοψηφία των μισθωτών και των αυτοαπασχολούμενων γιατρών, δεν έχουν καμία προοπτική είτε στο εμπορευματοποιημένο και επιχειρηματικό δημόσιο τομέα υγείας, είτε στην ιδιωτική επιχειρηματική δράση.
Και οι δύο απαιτούν πιο «φθηνούς» εργαζόμενους γιατρούς, είτε μισθωτούς με χαμηλούς μισθούς, με ελαστικές σχέσεις εργασίας, με πλήρη εξάρτηση της επιμόρφωσης από τα μονοπώλια του φαρμάκου κ.ά. είτε αυτοαπασχολούμενοι με πορεία πλήρους εξάρτησης από τις ασφαλιστικές εταιρίες και των ισχυρών επιχειρηματικών ομίλων που επεκτείνονται στο χώρο της υγείας.
Απ’ αυτή την αντικειμενική πραγματικότητα, όπως γίνεται σε όλους τους κλάδους και τομείς της καπιταλιστικής οικονομίας, δεν πρόκειται να εξαιρεθεί η πλειοψηφία των γιατρών. Δε υπάρχει «ρύθμιση» που να αναστείλει τους νόμους της αγοράς. Δηλαδή την ακόμα μεγαλύτερη αξιοποίηση της επιστήμης και της εκμετάλλευσης των επιστημόνων από τα μονοπώλια και το κράτος τους προκειμένου να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη κερδοφορία και μάλιστα σε συνθήκες σκληρού ανταγωνισμού. Αυτό που πρέπει να κατανοηθεί είναι πως ούτε δρόμος προς τα πίσω υπάρχει, ούτε τρόπος και δυνατότητα συνύπαρξης με τα μονοπώλια και αν βγαίνουμε όλοι ωφελημένοι.
Όσο γρήγορα και μαζικά συνειδητοποιηθεί ότι η «ανταγωνιστικότητα» και η επιχειρηματική δράση είναι αντίθετη με τα λαϊκά συμφέροντα, όσο ο καθημερινός αγώνας εντάσσεται στην προοπτική ανατροπής της φιλομονοπωλιακής πολιτικής, τόσο θα ενισχύεται η αποτελεσματικότητα των αγώνων και η προοπτική της οριστικής λύσης των προβλημάτων.
Για την πλειοψηφία των γιατρών δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την αντιμονοπωλιακή συμμαχία και πάλη. Σ’ αυτό το δρόμο μπορεί να κατακτηθεί ώστε ο τεράστιος υλικός και πνευματικός πλούτος που δημιουργούμε καθημερινά να τεθεί για την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών και στην υγεία- πρόνοια. Σ’ αυτό το δρόμο πάλης μπορεί η επιστημονική γνώση να έχει καθολική εφαρμογή και όχι όπως σήμερα με κριτήριο την οικονομική δυνατότητα.
Στην κυριολεξία σήμερα το δίλημμα είναι: Μονάδες Υγείας λαϊκή περιουσία που θα παρέχουν δωρεάν και καθολικά σύγχρονες υπηρεσίες ή επιχειρήσεις δημόσιες και ιδιωτικές που θα πουλάνε υπηρεσίες ανάλογα το «βαλάντιο». Γιατροί και άλλοι υγειονομικοί με καθολικά και πλήρη δικαιώματα ή αντίστοιχα «φθηνοί» για την υψηλή κερδοφορία των επιχειρήσεων υγείας.