Αγήνωρ Αστεριάδης (Λάρισα, 1898 – Αθήνα, 1977)
...Ευτυχώς, υπάρχει ακόμη ...η τέχνη. Σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς, όπου φαντάζει σχεδόν ακατόρθωτο να κρατηθείς από κάπου και να σταθείς όρθιος, κόντρα στον άνεμο, προβάλλει πάντοτε ως σταθερή αξία η τέχνη. Πραγματική όαση στην έρημο των καιρών, υπήρξε η επίσκεψη στην αναδρομική έκθεση του Λαρισαίου ζωγράφου, αγιογράφου και χαράκτη, Αγήνορα Αστεριάδη, έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους των ζωγράφων της Γενιάς του ’30, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στο Μουσείο Μπενάκη, στο Κτίριο της Οδού Πειραιώς 138. Η πληθώρα των αναφορών και των δημοσιευμάτων στον Τύπο και τα περιοδικά, την ανέδειξε ως ένα από τα καλλιτεχνικά γεγονότα της χρονιάς. Η καταγωγή του ζωγράφου από τη Λάρισα, μας κάνει να χαιρόμαστε διπλά, που τέτοιες προσπάθειες έχουν τόση μεγάλη απήχηση στο κοινό, που αγαπά πάντα την Τέχνη.
Το Μουσείο Μπενάκη – Η έκθεση
Πρώτα απ’ όλα, συγχαρητήρια στους συντελεστές της έκθεσης. Στον διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη, αρχαιολόγο Άγγελο Δεληβοριά, στην επιμελήτρια Ειρήνη Οράτη, καθώς και σε όλους τους συνεργάτες τους που συνέβαλαν τα μέγιστα στη διοργάνωση αυτή, με τις ιδέες τους, το ταλέντο τους, την παρουσίαση των καλλιτεχνικών περιόδων, τη συγγραφή των συνοδευτικών κειμένων, την έκδοση του βιβλίου-καταλόγου, την προβολή του κινηματογραφικού υλικού. Για κάποιες ώρες, βρισκόμενος κανείς στο κτίριο αυτό της οδού Πειραιώς, έχει την εντύπωση πως βρίσκεται σ’ ένα από τα μεγάλα μουσεία της Ευρώπης ή της Αμερικής. Ο χώρος είναι μοναδικός, αγκαλιάζοντας τον επισκέπτη και αποκαλύπτοντάς του σταδιακά, μέσω μιας ολοφώτιστης ράμπας, τα μυστικά που κρύβει στους ορόφους του. Περνώντας από τα εσωτερικό αίθριο στις αίθουσες, είναι σαν να περνά ο φιλότεχνος τη μύηση από το καθημερινό στο αλλιώτικο, στο ανώτερο.
Στην έκθεση παρουσιάζονταν 150 έργα του ζωγράφου (ελαιογραφίες, ακουαρέλες, σχέδια και σπουδές) από διάφορες ιδιωτικές συλλογές, καθώς και υλικό από το αρχείο του ιδίου, μεγάλο μέρος του οποίου δημοσιοποιείται για πρώτη φορά. Τα υπόλοιπα προερχόταν από την Εθνική Πινακοθήκη κι άλλες δημόσιες συλλογές, ανάμεσά τους και τη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας - Συλλογή Κατσίγρα, η οποία κατέχει γύρω στα 30 έργα Αστεριάδη, από δύο δωρεές, του ιδίου και της οικογένειάς του, μετά το θάνατό του. Μια συνολικότερη εικόνα δηλ. του έργου του και της παρουσίας του.
Η σεμνή καλλιτεχνική μορφή του Αγήνορα Αστεριάδη, - παράδειγμα ήθους και εργατικότητας -, μέσα από την αναδρομική αυτή έκθεση του Μουσείου Μπενάκη, έγινε περισσότερο γνωστή και πιο οικεία στους νεότερους, ενώ στους παλιότερους θύμισε δείγματα αξιόλογης ελληνικής δημιουργίας προπολεμικά αλλά και μεταπολεμικά. Ανάμεσα στα έργα της έκθεσης στο Μουσείο Μπενάκη, και ο πίνακας με την απεικόνιση του πατρικού του σπιτιού, το οποίο ο ζωγράφος αποτύπωσε στον καμβά σε ηλικία 75 χρόνων, θυμούμενος κάθε αρχιτεκτονική λεπτομέρεια του αρχοντικού στη Λάρισα, στο οποίο γεννήθηκε το 1898, ως απάντηση σ’ ένα παράπονο του ανεψιού του πως δεν υπήρχε καμία αποτύπωση του πατρογονικού σπιτιού της οικογένειας, που από καιρό είχε πάψει να υπάρχει.
Ο ζωγράφος
Ο καλλιτέχνης γεννήθηκε στη Λάρισα, ήταν γιος φαρμακοποιού και η καταγωγή της οικογένειας του ήταν από το Σούλι. Στη Λάρισα πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Μαθητής ακόμη του δημοτικού, άρχισε μαθήματα σχεδίου. Δείχνοντας από μικρός κλίση στο σχέδιο, πήρε τα πρώτα μαθήματα στη Λάρισα από το ζωγράφο Χρήστο Παπαμερκουρίου και στη συνέχεια στην Αθήνα από την Ερατώ Ασπρογέρακα-Βάλβη. Στο Γυμνάσιο βρέθηκε στην Αθήνα, κοντά σε συγγενή της μητέρας του. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών από το 1915 έως το 1921, με καθηγητές τον Γ. Ροϊλό, τον Σ. Βικάτο, τον Π. Μαθιόπουλο, τον Γ. Ιακωβίδη και τον Νικόλαο Λύτρα. Στη σχολή διέκρινε το οπισθοδρομικό πνεύμα των διδασκόντων, καθώς ήταν τότε όλοι απόφοιτοι της σχολής του Μονάχου, και δημιούργησε γρήγορα κλίμα αντίθεσης με τους καθηγητές και τη διδασκαλία, που το πνεύμα της δεν ευνοούσε την πρόοδο. Παράλληλα, μελέτησε βιβλία και γράφτηκε συνδρομητής σε πρωτοποριακά περιοδικά τέχνης του εξωτερικού. Το 1921, χρονιά της αποφοίτησής του, οργάνωσε την πρώτη ατομική του έκθεση στο φωτογραφείο Δαφνόπουλου στη Λάρισα. Όταν επισκεπτόταν τους γονείς του στη Λάρισα, στις διακοπές, περιπλανιόταν με τις ώρες στις όχθες του Πηνειού και τις γύρω εξοχές, αποτυπώνοντας στο μυαλό του εικόνες των ανθρώπων της υπαίθρου, που θα απεικόνιζε αργότερα στα έργα του.
Το 1925 έγινε μέλος του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών και το 1930 ένα από τα ιδρυτικά μέλη του πρωτοποριακού καλλιτεχνικού ομίλου «Ομάδα Τέχνη», ενώ μεταπολεμικά έγινε μέλος και της ομάδας «Στάθμη» (1950). Το 1934 έλαβε μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας στην πρώτη συμμετοχή της Ελλάδας, καθώς και το 1940. Το 1942 έγινε μέλος του Ε.Α.Μ. Καλλιτεχνών και ανέπτυξε αντιστασιακή δράση. Σημείο αναφοράς αποτελούν τα χειροποίητα φυλλάδια που δημιούργησαν με τον Σπύρο Βασιλείου κατά τη διάρκεια του πολέμου, με τέμπερα και χειρόγραφα κείμενα –από τον Κάλβο και τον Σολωμό μέχρι δημοτικά τραγούδια–, τα οποία διπλώνονταν και μοιράζονταν χέρι με χέρι εμπεριέχοντας ένα κρυμμένο αντιστασιακό μήνυμα.
Τα χρόνια μετά τον πόλεμο ασχολήθηκε επαγγελματικά και με την εικονογράφηση σχολικών βιβλίων, αρχής γενομένης από τα Παιδικά σχέδια, που εξέδωσε το 1933 με τον συνάδελφό του Σπύρο Βασιλείου. Εικονογράφησε επίσης τα Νεοελληνικά Αναγνώσματα για το Γυμνάσιο (1950), το βιβλίο Στο Μυστρά των Παλαιολόγων της Ελένης Βαλαβάνη (εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1971) κ.ά. Για τα βιβλία του τιμήθηκε με το Μέγα Βραβείο Εκδόσεων της Διεθνούς Εκθέσεως του Παρισιού το 1937 και με το πρώτο Βραβείο Εκθέσεως Βιβλίου της Αθήνας το 1939.
Για βιοποριστικούς λόγους εργάστηκε για ένα διάστημα στη διαφημιστική εταιρία GEO, ενώ αργότερα δίδαξε ελεύθερο σχέδιο στη Μέση Εκπαίδευση και σε δημόσιες και ιδιωτικές σχολές. Καλλιτέχνης πολυσχιδής, παράλληλα με τη ζωγραφική και τη χαρακτική, ασχολήθηκε με την αντιγραφή βυζαντινών τοιχογραφιών, την αγιογράφηση εκκλησιών, το σχεδιασμό ψηφιδωτών και φορητών εικόνων, την κεραμική και σποραδικά με τη σκηνογραφία. Ο καλλιτέχνης αγιογράφησε και πολλές εκκλησίες στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα (Άγιος Βησσαρίων και Μεταμόρφωση του Σωτήρος), στον Βόλο και την Τεγέα.
Το 1974 παρουσίασε έργα του στην γκαλερί «Ώρα» στην Αθήνα. Το 1961 το έργο του παρουσιάστηκε σε αναδρομική έκθεση στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο και το 1976, ένα χρόνο πριν από το θάνατό του, η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας τον τίμησε με μεγάλη αναδρομική έκθεση. Συμμετείχε επίσης σε πολλές άλλες εκθέσεις εντός και εκτός Ελλάδας (Ρώμη, Οτάβα, Βελιγράδι, Μόσχα, Βουκουρέστι, Λουγκάνο, Μπουένος Άιρες, Μπιενάλε του Σάο Πάολο, Μπιενάλε Αλεξανδρείας, κ.ά.). Μετά το θάνατό του, εκθέσεις έργων του πραγματοποιήθηκαν στη Λάρισα (1984), την Αθήνα (1987, Γκαλερί «Υάκινθος»•1998, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων) και την Πάτρα (1998).
Το έργο του
Καλλιτέχνης σεμνός αλλά και πρωτοπόρος, έμφυτα ευγενής, ο Αγήνορας Αστεριάδης προσπάθησε να συνδυάσει στο έργο του την ελληνική λαϊκή παράδοση, το πνεύμα της βυζαντινής αγιογραφίας και τα διδάγματα του κυβισμού και άλλων εικαστικών ρευμάτων των αρχών του 20ού αι. (ναΐφ ζωγραφική και υπερρεαλιστικές επιρροές). Συνέβαλε έτσι στην ανανέωση της ελληνικής τέχνης κατά τον μεσοπόλεμο, συνδυάζοντας τα διδάγματα των ευρωπαϊκών πρωτοποριών με αναφορές στην ελληνική παράδοση. Με τη συνεχή παρουσία του για μισό αιώνα στην καλλιτεχνική ζωή, με τον ήρεμο αλλά και αποφασιστικό χαρακτήρα του, προσέφερε ένα σημαντικό έργο. Όπως ομολογούσε και ο ίδιος, ένα από τα καθοριστικά στοιχεία που τον επηρέασαν ήταν η εμπειρία του από τη ζωγραφική των παιδιών, την περίοδο που δίδασκε ζωγραφική σε σχολεία. Δεν έμεινε ποτέ στάσιμος, αντίθετα συνεχώς αναζητούσε την ανανέωση στον τρόπο έκφρασής του.
Τα έργα του είναι συνήθως δισδιάστατα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι ρεαλιστικά. Όσο για τη θεματογραφία του, αυτή ποικίλλει από την ύπαιθρο και το αστικό τοπίο, έως την ανθρώπινη φύση (πρόσωπα, σκηνές της καθημερινότητας, με αναγνωρίσιμη καταγωγή και φυσιογνωμία, γυμνά) αλλά και νεκρές φύσεις. Στην πατρίδα του γνώρισε τον κάμπο και τους ανθρώπους του και η φύση λειτούργησε ως υπόστρωμα στην τοπιογραφία του, που αποτέλεσε το πάθος του. Η παρατακτική προσέγγιση του τοπίου που επιχείρησε, καθώς και η οπτική του, έκανε τους ειδικούς να μιλούν για μια καινούργια για την εποχή της τοπιογραφία, χωρίς προσποίηση.
Τα ζωγραφικά έργα της έκθεσης καθώς και τα σχέδια, είχαν χωριστεί σε 3 ενδεικτικές ενότητες. Η πρώτη από το 1921 ως το 1931, η δεύτερη από το 1932 ως το 1952 και η τρίτη από το 1953 ως το θάνατό του, το 1977. Η πρώτη ενότητα περιλάμβανε τις πρώτες απόπειρες του Αστεριάδη στη ζωγραφική και την ενότητα με υδατογραφίες (1925 έως 1927), οι οποίες εκτίθονταν μεμονωμένα. Το διάστημα μετά το 1932 σημαδεύτηκε από τη βαθμιαία κατάκτηση του προσωπικού ύφους, την εισαγωγή νέων θεμάτων, την περαιτέρω διερεύνηση του χώρου, του χειρισμού των συνθέσεων και των σχέσεων του χρώματος. Στην τελευταία περίοδο, 1953-1977, τα τοπία του αποκτούν διαφορετικό ύφος. Το τοπίο, η πόλη, όπως τη βλέπουμε στο «Λιμάνι του Πειραιά» και στα έργα με το Μαρούσι και τη Λάρισα («Πολιτεία», μνημειακή σύνθεση 1,65 Χ 2,76, πανοραμικά), βρίσκεται σε επίπεδη παράταξη και σε παραθετική προοπτική. Στην έκθεση παρουσιάστηκαν χαρακτικά και σχέδια, φιλοτεχνημένα στις περιόδους 1925-1927 και 1965-1958. Επίσης, τα τρία μεγάλα λευκώματα που εικονογράφησε, μαζί με προπαρασκευαστικά σχέδιά τους (Το σπίτι του Σφαρτς στ’ Αμπελάκια, 1928, Χίος, 1939 και Έξη ακουαρέλλες και δύο λιθογραφίες, 1944), καθώς και βιβλία σχολικά και λογοτεχνικά, εικονογραφημένα με σχέδιά του.
Ο επίλογος – Το σήμερα
...Σαββατόβραδο και η έκθεση είχε κόσμο! Παράξενο για την εποχή μας, που η όποια αναφορά σε τέτοια χρονική στιγμή παραπέμπει σε νυχτερινές εξόδους, αποκλειστικά σε μπαρ, παμπ, φαγάδικα και αργότερα σε μπουζούκια, μέχρι πρωίας. Έξω έκανε κρύο και ψιλόβρεχε, ο κόσμος όμως μέσα στην έκθεση (οι νεότεροι σε ηλικία – βέβαια - ήμασταν η οικογένειά μου) αναζητούσε κάτι: δεν ξέρω ακριβώς τι, δεν μπορώ να το περιγράψω με λέξεις... Αυτό, που μας παρακίνησε κι εμάς να ξεκινήσουμε για να μεταβούμε εκεί μ’ αυτές τις συνθήκες... Κάτι πρόωρα και άδικο χαμένο. Τη γαλήνη και την πληρότητα που σου προσφέρει η τέχνη, η όποια τέχνη, σε όποιο βαθμό αντίληψης και κατανόησής της. Την όμορφη αυτή αίσθηση που τη μοιράζεσαι με κάποιους άλλους και που δυστυχώς «θάφτηκε» υπό το βάρος του μνημονίου, της τρόικας και της οικονομικής ανασφάλειας.
Ας μη γελιόμαστε όμως... τώρα που φθάνουμε στο τέλος, ας πούμε ξεκάθαρα ότι για το γεγονός αυτό δεν φταίει μόνο το μνημόνιο και η τρόικα. Εκλείπουν οι παιδαγωγοί εκείνοι που θα γεμίσουν τρένα με παιδιά για να επισκεφτούν ένα τέτοιο καλλιτεχνικό γεγονός. Χάθηκαν οι πρωτοπόροι εκείνοι που θα παρακινήσουν τους πολίτες να γεμίσουν πούλμαν και να μεταβούν στην πρωτεύουσα για μια έκθεση έργων ενός συμπολίτη τους. Τα πούλμαν γεμίζουν αλλά... για μουσικές παραστάσεις σε μεγάλα κέντρα της πρωτεύουσας, στην καλύτερη δε των περιπτώσεων και σπανίως, και για καμιά θεατρική παράσταση της συμπρωτεύουσας, ευρείας αποδοχής.
«Αγήνορα, θα ξανάρθω»... μονολόγησε η φίλη δημοσιογράφος που μας συντρόφευε. «Θα ξανάρθω» είπα κι εγώ από μέσα μου, σ’ ό,τι καλό εμφανιστεί, σ’ ό,τι όμορφο προκύψει και μακάρι να’ ναι σύντομα, για να αντέξω τη σκληρότητα γύρω μου και να προχωρήσω με βήματα αργά αλλά σταθερά.
Βάσω Πανάγου – Μιχαλακάκη (vasspanag@gmail.com)