* Του Φίλιππου Ζάχαρη (phil.zaharis@gmail.com)
H επέτειος του Πολυτεχνείου έφτασε για μια ακόμη χρονιά. Πέρασαν 38 χρόνια από τότε που στις συνειδήσεις κάποιων καταχωρίζεται ως μια ακόμη εξέγερση που στην πορεία εκφυλίστηκε και ξεθώριασε. Πολλοί είναι αυτοί που αποτραβήχτηκαν από τότε στα κονάκια τους, άλλοι τόσοι βρέθηκαν σε πρωτόγνωρες για τα κυβικά τους θέσεις, τα χαμένα παιδιά της δεκαετίας του ’70 θρονιάστηκαν στις καρέκλες τους - γιατί έτσι αξίωσε ο χρόνος - και οι καινούργιοι πιτσιρικάδες στήθηκαν στις οθόνες για να αναμασήσουν τα διαφημιστικά τσιτάτα, σαν να μην σημαίνει τίποτε η 17η Νοέμβρη, παρά μια συνηθισμένη μέρα που κάποιες χιλιάδες την απολαμβάνουν σερφάροντας στο διαδίκτυο ή σχολιάζοντας την παγκόσμια οικονομική κρίση. Η επέτειος αυτή, γνώριμη σαν τις άλλες, αφήνει ανεξίτηλα τα γεγονότα αλλά πάραυτα τις μνήμες προβληματικές. Οι γενεές της πάλαι ποτέ αντίστασης και νυν ασημαντότητας μεταβλήθηκαν απλά σε χωρίς σφρίγος και παλμό φωνές και διαμαρτυρίες για μια καλύτερη επιβίωση, εν μέσω παραλυμένων αξιώσεων καινούργιων αφεντικών (πολλών εξ αυτών από τα αριστερά) που μοστράρουν ως κατεξοχήν θέμα στις ειδήσεις των οκτώ. Φορτσάτοι και οι τηλεπαρουσιαστές περικόπτουν με ευκολία τα μηνύματα εκείνων των χρόνων, που στην πλειοψηφία τους μιλούσαν για γενικευμένη ανατροπή και όχι απλά πτώση της χούντας, αντικαθιστώντας τις οδομαχίες με τη γενικότερη κατακραυγή ενός κόσμου που αγανακτεί στις βιτρίνες και προσεύχεται μην τυχόν και ξημερώσει άλλη μια ακόμη μαρτυρική μέρα για τα πορτοφόλια και την ανοχή του. Έτσι είναι. Η μέρα τούτη βέβαια έχει ήδη ξημερώσει εδώ και καιρό και τα πορτοφόλια άδειασαν με συνοπτικές διαδικασίες. Οι ερπύστριες πάντως δεν ηχούν ακόμη, ούτε και ο θάνατος των εξεγερμένων. Ένας κλεφτοπόλεμος με τις Μονάδες Αποκατάστασης της Τάξης ηχεί μόνο από μακριά ωσάν ένα αναζωογονητικό φρεσκάρισμα της λεκτικής και όχι μόνο αντιπαράθεσης. «Τα χρόνια πέρασαν», επισημαίνουν με στόμφο τα επετειακά ντοκιμαντέρ των ευσυγκίνητων βετεράνων επαναστατών, οι εικόνες αποχρωματίστηκαν και οι κραυγές σίγησαν μπροστά στο επιστημονικό αλάθητο της νέας εποχής, μπροστά στο συσσωρευμένο κέρδος των κάθε λογής golden boys, που είναι οι πρεσβευτές της νέας καθεστωτικής αντίληψης περί ευημερίας. Όχι, τα συνθήματα για μια άλλη κοινωνία μπορεί να εξακολουθούν να δονούν την ατμόσφαιρα, δεν αγγίζουν όμως τις μάζες που τρέμουν μπροστά στη θηριώδη επέλαση του καπιταλισμού. Έμειναν μονάχα οι λεωφόροι να θυμίζουν πως κάποτε κάτι συνέβη. Πριν από χρόνια η αναπαράσταση του γυμνού κοριτσιού κλεισμένου στη γυάλα έξω από το Πολυτεχνείο ανήμερα της επετείου, εξέφρασε την επικράτηση μιας εποχής που φιμώνει τα πάντα. Που κλείνει τον καθένα στο καβούκι του και που τον κάνει να ξεκλειδώνει το μυαλό του μονάχα όταν υπάρχει προοπτική κέρδους. Ένας κόσμος στη γυάλα είναι εξίσου επίκαιρο σαν μήνυμα και για τη σημερινή εικονική πραγματικότητα. Μπορεί να μην υπάρχουν αύρες και ερπύστριες, ο ήχος όμως του εγκλεισμού είναι άκρως επιβλητικός. Είναι ένας ήχος πεντακάθαρος, όμως γεμάτος ασφυξία και αποκλεισμό. Μήπως ξέρει κανείς τον τρόπο να κρατήσει τις αναμνήσεις του ζωντανές; Μήπως υπάρχει το φάρμακο για να μην εξοκείλουμε σε άλλες πολιτείες καταδυναστευτικές; Συνταγές και κόλπα για το φρεσκάρισμα της μνήμης δεν προσφέρει κανείς. Το μόνο που έχουν να προτείνουν είναι νέες συμμαχίες στο πολιτικό πεδίο, κυβερνήσεις που στέκονται ως το μόνο προτεινόμενο διέξοδο στην τραγική πραγματικότητα της νέας εποχής. Πολλοί θα πουν πως το κείμενο τούτο μαυρίζει την ψυχή. Άλλοι θα ισχυριστούν πως βρισκόμαστε πια σε έναν άλλο αστερισμό, μακράν των όποιων επαναστατικών διακηρύξεων και τσιτάτων. Ίσως και να έχουν δίκιο. Το Πολυτεχνείο ουδείς γνωρίζει αν είναι εδώ. Στέκει όμως εκεί στην ίδια θέση, χωρίς τη δέουσα αναταραχή. Μια εικόνα, ένα όνειρο, η εξέλιξη της ηλικίας και τα μυαλά παροπλισμένα. Στέκει και δεν θυμίζει τίποτε πως κάποτε υπήρχε σε συνέχειες κατά τη Μεταπολίτευση αρκετός κόσμος που έχανε την ψυχραιμία του στο κροτάλισμα των αστυνομικών ασπίδων. Το Πολυτεχνείο είναι εκεί που ήταν χωρίς τον κόσμο στο πλευρό του. Οι μνήμες παραείναι θολές για να φρεσκαριστούν.