Από τον Κων/νο Παπακωνσταντίνου
Συνεχίζοντας, όπως σας υποσχέθηκα το κυνήγι της γνώσης μέσα από την απαράμιλλη εθνική παρακαταθήκη του Μακρυγιάννη (Στρατηγού) με τα «Απομνημονεύματά» του, αλλά και με την απόλαυση, της γλωσσικής του έκφρασης, σταματώ με περίσκεψη πολλή και δέος βαθύ, σε ορισμένα σημεία της ασύγκριτης ιστορικής του αφήγησης, (πηγή ακένωτη ο τόμος Γιάννης Βλαχογιάννης Ιστορική Ανθολογία-Ανέκδοτα-Γνωμικά-Αστεία-Ιστορίες, εκ του βίου διασήμων Ελλήνων 1820-1864. Βιβλιοθήκη Βουλής.)
«Πήγαινα διηγείται ο Κολοκοτρώνης, εις την τένταν μου και έτρωγα ολίγον ψωμί. Μου λέει ο φίλος Αναγνώστης Ζαφειρόπουλος: «Άντε Κολοκοτρώνη, παιδεύσου, παιδεύσου και η Πατρίς σου, θέλει σου ανταμείψει». «Εγώ του αποκρίθηκα, ότι εμένα η Πατρίς θα πρωτοεξορίσει. Και η τύχη το έφερε και αλήθευσε». (Γνωστή η Δίκη του «Γέρου του Μωριά»). – Μήπως θαρρείτε, πως η πατρίδα τιμωρεί κανέναν ψεύτη, κλέφτη ή προδότη του Έθνους; Όχι! Το φυλετικό κώνειο του μίσους, του φθόνου και της ανημποριάς, ν’ αποδεχθούμε τον καλύτερο, θα δηλητηριάσει τα είδωλα, που μόλις τιμήσαμε σαν φυλή και Έθνος.
Ο Εθνικός ποιητής Σολωμός ζούσε στη Ζάκυνθο, στο σπίτι του Στράνη. Ένα μεσημέρι του 1825, λέει ο υπηρέτης του Λάμπρος ακούγαμε κανονιές. Το αφεντικό βγήκε έξω, στάθηκε στον λόφο, σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό, φώναξε δυνατά μα πολύ δυνατά «Βάστα καημένο Μεσολόγγι», «Βάστα» κι έκλαψε σαν παιδί». Ναι φίλοι μου, υπήρχαν κάποτε άνθρωποι, που πονούσαν ετούτο τον τόπο. Σήμερα περισσεύουν οι απάτριδες κι όσοι σκυλεύουν την Πατρίδα.
Ο Κολοκοτρώνης στον εμφύλιο του 1825, που τον κυνηγούσαν τα κυβερνητικά στρατεύματα (αλήθεια ποιον;) με αρχηγό τον δολοπλόκο Κωλέτη, έφθασε σ’ ένα χωριό Ράδο της Γορτυνίας, και κάθισε κάτω από μια καρυδιά. Λυπημένος μονολογούσε. Τι έχεις καρυδιά μου και παραπονιέσαι; Μη και γιατί σε πετροβολούν τα παιδιά; Είναι γιατί έχεις καρύδια. Είδατε κανέναν άξιο σήμερα να προκόβει; Αυτή η βαθιά ριζωμένη μανία η φυλετική, εξαλείφει με την κάστα της κάθε αξιοκρατικό θεσμό. Αποκεφαλίζει τους άξιους.
«Παλιός επίσημος Αγωνιστής ο Επίσκοπος Βρυσθένης Θεοδώρητος, ήτανε στα στερνά του. Τον ρώτησε ο φίλος του, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης (γιος του Γέρου) για το τελευταίο του θέλημα». Έχεις καμιά παραγγελιά Σεβασμιότατε: Για την κατάστασή σου (δηλ. για την περιουσία σου) τι έχεις να μου πείς; Κατάσταση; Ρωτάει ο ετοιμοθάνατος Επίσκοπος. Να ο καναπές με την παλιά ψάθα και οι πέντε καρέκλες. Αυτά είναι η κατάστασή μου. Αν θέλει το Έθνος, ας λάβει φροντίδα. Τι να μοιράσω στους δικούς μου; Εγώ τους αφήνω την ευχή μου και την Πατρίδα ελεύθερη, κληρονομιά τους … «Ρωτήστε σήμερα γέροντες πολιτικούς και ρασοφόρους, να σας πουν πόσες καταθέσεις έχουν και πόσα ακίνητα απόκτησαν αρμέγοντας τη δόλια πατρίδα και τον αφελή κοσμάκη. Θυμηθείτε τον Αγιο» Αττικής με το 1,5 δισ. ‘Ω! Σεβάσμιε Θεοδώρητε. Εάν ξυπνούσες θα πάθαινες ακαριαία αποπληξία, από όσα σήμερα αναίσχυντα γίνονται.
«Μια μέρα στ’ Ανάπλι, ο Καποδίστριας βγήκε περίπατο με έναν Γερουσιαστή. Γυρίζει και του λέει» Α! … πόσα πλούτη έχει η Ελλάδα;». Ο Γερουσιαστής παραξενεύθηκε. «Πού τα βλέπεις Κύριε;».
Στα σπλάχνα της γης, του λέει ο Καποδίστριας». Ναι, φίλοι μου. Παράδεισος η Ελλάδα. Κλίμα και θάλασσες, γόνιμη γή με εκλεκτά προιόντα. Και πετρέλαιο, και αέριο, και χρυσάφι και ορυκτά… Τα πάντα έχει ο τόπος μας. Αλλά πού μυαλό, για οργάνωση και σύστημα. Μας αφήνει η κατάρα, της εγωπάθειας, της ιδιοτέλειας και της φαγωμάρας;
«Όταν ο Καραϊσκάκης το 1926 στ’ Ανάπλι, διορίστηκε Στρατηγός των Στρατιωτικών Δυνάμεων της Ρούμελης, παρουσιάστηκε στη Διοικητική Επιτροπή. Ο Πρόεδρος της ο Α. Ζαΐμης, πρώτος τον συγχώρεσε για την παλιά τους έχθρα, τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Τότε ο Βασίλης Μπουντούρης του λέει: «Καραϊσκάκη είσαι άξιος, μα δεν έδωκες στην Πατρίδα τα όσα της χρειάζονται ακόμα. Ας σε φωτίσει ο Θεός να το κάνεις τώρα». «Δεν αρνιέμαι απάντησε ο Καραϊσκάκης. Όταν θέλω γίνομαι άγγελος κι άλλοτε πάλι γίνομαι διάβολος. Από τώρα όμως θα δείτε, θα γίνω άγγελος».
Μεγάλες στιγμές, μεγάλων ανδρών. Απλά λόγια, αλλά καρδιακά. Φορτισμένα διαχρονικά με αφθέστου κάλλους νοήματα.
Γι’ αυτό λέμε, πώς η ενασχόληση με την Ιστορία, είναι χρήσιμη, ευφρόσυνη και διδακτική. Είναι μια ακένωτη πηγή σοφίας, αρετής, κλέους και παραδειγμάτων.