Του Νίκου Ι. Μεγαδούκα
Αν κάποιος, έστω και αδαής, ρίξει μια ματιά στα μέσα κοινωνικής δικτυώσεως, Facebook, Twitter ή και τα Blogs, θα διαπιστώσει τρία βασικά στοιχεία.
Την οργή και την απελπισία των πολιτών (πολλάκις διανθισμένη με αρκετές δόσεις χιούμορ) για τα βάρβαρα οικονομικά και κοινωνικά μέτρα, την απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών και την (αν μη τι άλλο) απορία της κοινωνίας για τη στάση του Προέδρου της Δημοκρατίας, σε μια χρονική συγκυρία, κατά την οποία η χώρα συνεχίζει να βυθίζεται στην αβεβαιότητα και το χάος.
«Γιατί δεν κάνει κάτι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος είναι ο εκφραστής της ενότητας του Έθνους και ο εγγυητής της δημοκρατικής πορείας της χώρας», είναι το κύριο ερώτημα που, μαζί με άλλα πολλά, θέτουν οι απελπισμένοι πολίτες, οι οποίοι βλέπουν τα συνεχή «καραγκιοζιλίκια» των βασικών στελεχών του ενός καταρρέοντος πολιτικού συστήματος και την αδυναμία τους (εξαιτίας της εμμονής τους στης πάσης φύσεως εξουσιαστικές τους καρέκλες) «να κάνουν κάτι» για να αποφύγει η χώρα τη συνεχιζόμενη κατρακύλα.
Η χώρα, η οποία, εξαιτίας της αφροσύνης ορισμένων και της εξουσιομανίας τους, συνεχίζει, δίχως κοινωνική συνοχή, να βουλιάζει, στην ανέχεια, ταυτοχρόνως δε έχει γίνει η χλεύη της διεθνούς κοινότητας, η χώρα η οποία έχει, ούτως ή άλλως, τεθεί σε καθεστώς περιορισμένης εθνικής κυριαρχίας.
«Μα καλά ο Κάρολος Παπούλιας δεν μπορεί να τραβήξει τα αυτιά των πολιτικών (υποτιθέμενων) ταγών μας, να τους σύρει σ’ ένα τραπέζι να κουβεντιάσουν για το πώς θα διασωθεί ο τόπος», ρωτούν οι πολίτες.
Ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας, όπως και ο πρώην Πρόεδρος Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος, ανεδείχθησαν στο ανώτατο αξίωμα της ελληνικής πολιτείας, επί τη βάσει ενός άτυπου συμβιβασμού των δύο εταίρων του μεταπολιτευτικού ελλαδικού δικομματισμού και αυτή η ανάδειξή τους αντικατοπτρίζει τον υπάρχοντα συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων.
Ωστόσο, παρά τα όσα διαλαμβάνει το Σύνταγμα της χώρας (μετά την αφαίρεση των λεγομένων «υπερεξουσιών» του ανωτάτου άρχοντος, κατόπιν της συνταγματικής αναθεωρήσεως του 1985/1986 από τον Ανδρέα Παπανδρέου, αφαίρεση η οποία στέρησε από τον Πρόεδρο την αρμοδιότητα να κρίνει αν υπάρχει δυσαρμονία μεταξύ της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και του λαϊκού αισθήματος και συνεπώς να μπορεί, χωρίς εισήγηση της κυβερνήσεως, να προκαλέσει εκλογές) ο Κωστής Στεφανόπουλος πολλάκις έκανε δημόσιες παρεμβάσεις, απηχώντας το κοινό αίσθημα και τον παλμό της κοινωνίας.
Ο δε Κάρολος Παπούλιας το έπραττε μέχρις ενός σημείου, αλλά το τελευταίο χρονικό διάστημα, αισθανόμενος ενδεχομένως ότι τον ξεπερνούν τα γεγονότα, αλλά και θεωρώντας ότι δεν έχει περαιτέρω παρεμβατικές αρμοδιότητες (παρά τις , περί του αντιθέτου, επισημάνσεις κυρίως παλαιών του συντρόφων από την παλαιά φρουρά του ΠΑΣΟΚ, το λεγόμενο «πατριωτικό» ΠΑΣΟΚ) είχε επί της ουσίας επιλέξει τη σιωπή, μια σιωπή η οποία έχει εκληφθεί από την κοινωνία ως συναίνεσή του στην αδιέξοδη πολιτική την οποία ακολουθεί η κυβέρνηση Παπανδρέου.
Ωστόσο, ο σημερινός Πρόεδρος είχε ενώπιόν του δυο οδούς για να εκφράσει (αν το ήθελε, γιατί ουδείς μπορεί να φανταστεί ότι δεν το πιστεύει) τη διαφωνία του με τα βάρβαρα μέτρα, που προωθεί η σημερινή κυβέρνηση: Ή να αναπέμψει συγκεκριμένα νομοσχέδια ή να υποβάλλει την παραίτησή του και να προκαλέσει εκλογές.
Προφανώς δεν προχώρησε σε καμιά από τις δύο αυτές κινήσεις, καθώς ως ο εγγυητής της ομαλότητας και του πολιτεύματος, έκρινε πως θα προκαλούσε μείζονα πολιτική κρίση και αστάθεια, η οποία δεν θα ήταν προς το συμφέρον του τόπου.
Όμως, αυτή η αστάθεια και η μείζων πολιτική κρίση υπάρχουν, ο δε οικονομικός χρόνος της Ελλάδος έχει περιοριστεί δραματικά και δεν θα ήταν μια προεδρική παρέμβαση – σε όποια κατεύθυνση κι αν επιλεγόταν – η οποία θα επέτεινε το ανωτέρω περιγραφόμενο κλίμα, αντιθέτως ήταν πολύ πιθανό να έδινε μία διέξοδο στην ελληνική τραγωδία.
Η κοινωνία βρίσκεται σε κατάσταση εξεγέρσεως, η κυβέρνηση και ο κρατικός μηχανισμός βρίσκονται σε παράλυση, είναι δε ορατές οι πιέσεις που ασκούνται από τα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος, δηλαδή την ακροδεξιά και την ακτιβιστική αριστερά, πιέσεις, οι οποίες σε συνδυασμό με την οργή και την απελπισία των πολιτών και την απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μίγμα, το οποίο, ανά πάσα στιγμή και πιθανώς από ασήμαντη αφορμή, μπορεί να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Τα όσα ζήσαμε, ως χώρα και ως κοινωνία, στις εκδηλώσεις για την εθνική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, φαινόμενα ακραία (και σε ό,τι αφορά το πρόσωπο του ανωτάτου άρχοντος, αλλά και προσωπικώς τον Κάρολο Παπούλια είναι απολύτως καταδικαστέα, αν και για ορισμένους δικαιολογημένα) δείχνουν σαφώς ότι η κατάσταση τείνει να ξεφύγει από κάθε έλεγχο.
Ο Πρόεδρος βρέθηκε αντιμέτωπος με αποδοκιμασίες, που αφορούσαν κατ’ αρχήν και κυρίως την κυβέρνηση και την πολιτική της, αλλά και γενικότερα το καταρρέον πολιτικό μας σύστημα, ενώ άκουσε να τον αποκαλούν «προδότη», με την έννοια ότι δεν κάνει κάτι για να αποτρέψει τον κατήφορο της χώρας.
Ο Κάρολος Παπούλιας ορθώς αντέδρασε στην ανωτέρω ύβρη, που τον έθιγε προσωπικώς, αλλά όφειλε να μην οργιστεί (καθ’ ότι παλαιός στο πολιτικό παιγνίδι) και να μην αποχωρήσει, δηλαδή ουσιαστικά να μην αντιδικήσει με τους πολίτες, καθώς γνωρίζει ότι η μεγίστη πλειοψηφία της κοινωνίας τον περιβάλλει με σεβασμό και εκτίμηση, αντιλαμβανόμενη το περιορισμένο των παρεμβατικών του αρμοδιοτήτων.
Ορισμένοι, οι οποίοι επιμένουν να αρνούνται να δουν κατάματα την πραγματικότητα, ισχυρίσθηκαν, προσπαθώντας να προσεγγίσουν τις λαϊκές αντιδράσεις, λέγοντας είτε ότι «εκκολάπτεται το αβγό του φιδιού», είτε ότι υπάρχουν στοχευμένες «συγκρουσιακές» ενέργειες από κάποιες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ.
Ωστόσο, ουδείς θέλησε να αντιληφθεί ότι οι διαμαρτυρηθέντες πολίτες (έστω και με το μη συνάδοντα προς το πρόσωπο του Προέδρου, ακραίο και υβριστικό τρόπο) ουσιαστικά ζήτησαν από τον Κ. Παπούλια να σταθεί δίπλα τους και να ασκήσει έστω τις όποιες αρμοδιότητες του παρέχει το Σύνταγμα, ώστε να δοθεί λύση στο εκρηκτικό πρόβλημα της χώρας.
Η κριτική που δέχεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας από τους πολίτες δεν θα πρέπει να τον αφήνει αδιάφορο, ούτε να τον οργίζει, αλλά, αντίθετα, θα πρέπει να τον ανησυχεί, με τη δε εμπειρία που διαθέτει και στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του «να κάνει κάτι» για να υπάρξει κάθαρση του ελληνικού πολιτικού δράματος.
Ο Κάρολος Παπούλιας με τα όσα τόνισε στη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό το Σάββατο, δείχνει ότι είναι αποφασισμένος και διατεθειμένος να διαδραματίσει βασικό ρόλο ώστε να υπάρξει αυτή η κάθαρση.