Από τον Ευάγγελο Βλαχάκη
Ο άνθρωπος έχει μέσα του θεϊκά στοιχεία, κουβαλάει τη θεία πνοή, την ψυχή του, η οποία στη φυσική της κατάσταση στρέφεται προς τα άνω, προς τον Θεό, προς τον ουρανό, που είναι η αληθινή πατρίδα. Στις πνευματικές αυτές πτήσεις η ψυχή έχει βοηθό και συμπαραστάτη το σώμα, το οποίο δεν θα το εγκαταλείψει ποτέ, σαν κάτι κακό και επικίνδυνο, όπως πίστευαν οι αρχαίοι σοφοί, αλλά αλλαγμένο και εκπνευματισμένο θα το έχει αιώνια μαζί της.
Στον Χριστιανισμό ψυχή και σώμα αποτελούν την αδιαίρετη ενότητα του ανθρώπου. Όσο καταφέρνει κανείς να κυριαρχεί στο σώμα και στις ανάγκες του, τόσο περισσότερο άνθρωπος γίνεται. Αντίθετα, όσο πιο πολύ φροντίζει να ικανοποιεί τις υλικές του ανάγκες, τόσο περισσότερο απανθρωπίζεται, τόσο περισσότερο απομακρύνεται από το χώρο του Θεού προς το χώρο του κτήνους.
Αν δεν φροντίσει κανείς να ξεπεράσει τα σύνορα μεταξύ ανθρώπου και ζώου ή να κρατηθεί έστω στα σύνορα και τον πάρει ο κατήφορος των επιθυμιών, τότε δεν βρίσκει ποτέ τέλος γιατί ποτέ δεν τελειώνουν οι ανάγκες και δεν σβήνουν οι επιθυμίες.
Ο Ευάγριος παρατηρεί σχετικά: «Ο ολιγαρκής είναι ο σπουδαίος άνθρωπος, γιατί ζει στα σύνορα της θνητής και αθανάτου φύσεως. Επειδή έχει σώμα θνητό έχει σωματικές ανάγκες, ποτέ όμως δεν φτάνει στην πολυτέλεια και την τρυφή διότι η ψυχή του τον οδηγεί στην αθανασία.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας πιστεύουν και διδάσκουν ότι το να περιορίζεται κανείς σ’ αυτά που είναι απολύτως απαραίτητα για τη ζωή αποτελεί άριστο μέσο για να διατηρήσει την ανθρωπιά του και να αποφύγει την υποδούλωσή του στη σάρκα και στις ανάγκες της. Ζώντας δε λιτά και μετρημένα, μπορεί με αυτά που θα περισσεύουν να βοηθάει όσους έχουν ανάγκη και να εκδηλώνει έτσι έμπρακτα την αγάπη του.
Η πολυτέλεια και η τρυφή υποδουλώνουν την ψυχή στο σώμα και συγχρόνως καταπνίγουν την αγάπη για τους άλλους ανθρώπους. Είναι αδιανόητο και μεγάλη απανθρωπιά ο ένας να διασκεδάζει, να σπαταλάει και να σκορπίζει ασυλλόγιστα το χρήμα και ο άλλος να πεινάει.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, προσπαθώντας να αναλύσουν τις ψυχές αυτών που δεν συμπαθούν τον λιτό και ευτελή βίο και τους αρέσει η πολυτέλεια και η άνεση τονίζουν: Όσοι είναι εσωτερικά άδειοι, όσοι δεν έχουν πνευματικό βάρος, πνευματική οντότητα, προσπαθούν να γεμίσουν το κενό, να σκεπάσουν τη γύμνια, να κρύψουν την ελαφρότητα, να παρουσιαστούν σπουδαίοι, στηριζόμενοι στην εξωτερική τους εμφάνιση. Αυτοί είναι πνευματικά άρρωστοι από ματαιοδοξία. Μένουν στην πρόσοψη και δεν ενδιαφέρονται για το βάθος.
Ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας γι’ αυτούς λέγει τα εξής: «Καλλωπίζουν την επιφάνεια και αφήνουν ρημαγμένο το εσωτερικό τους. Μοιάζουν με τους ναούς των Αιγυπτίων. Σ’ αυτούς βλέπει κανείς εξωτερικά μεγαλοπρεπή προπύλαια, κίονες, τοίχους διακοσμημένους με πολύτιμους λίθους, με χρυσάφι και ασήμι. Περιμένει όμως να δει και τη θεότητα χάρη της οποίας έγινε όλος αυτός ο διάκοσμος. Πόση όμως απογοήτευση αισθάνεται όταν διαπιστώσει ότι ένοικος του ναού δεν είναι κάποιος θεός, αλλά ένας κροκόδειλος ή αίλουρος ή ένα φίδι που άξιζε να κατοικούν όχι στους μεγαλοπρεπείς ναούς, αλλά στις φωλιές και στο βόρβορο».
«Λείπει το εσωτερικό κάλλος σ’ αυτούς που φροντίζουν για το εξωτερικό. Αυτός που νομίζει ότι αποκτά τιμή με το χρυσάφι και τα εξωτερικά στολίδια, δείχνει ότι ο ίδιος είναι ατιμότερος απ’ αυτά».