Από το Νίκο Ι. Μεγαδούκα
Ο πρωθυπουργός Γιώργος Α. Παπανδρέου προσπάθησε να μιμηθεί τους τακτικισμούς του πατρός του Ανδρέα Παπανδρέου, στη δεκαετία του ’80 και ανέλαβε δύο τακτικού χαρακτήρα πρωτοβουλίες.
Η μία αφορούσε στο περιβόητο δημοψήφισμα (το οποίο υποχρεώθηκε «να πάρει πίσω») για την έγκριση ή μη της νέας δανειακής συμβάσεως της χώρας, με βάση τις αμφιλεγόμενες αποφάσεις της ΕΕ της 27ης Οκτωβρίου.
Και η δεύτερη ήταν να ζητήσει την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής, την οποία έλαβε, πείθοντας τους βουλευτές του (ακόμη και αυτούς που τον θεωρούσαν «τελειωμένο») ότι σκοπεύει να προχωρήσει σε διεργασίες για το σχηματισμό κυβερνήσεως εθνικής συνεννοήσεως, χωρίς τον ίδιο επικεφαλής, με ορίζοντα τεσσάρων μηνών, αλλά δεν έπεισε τον αρχηγό της ΝΔ Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος είχε προτείνει μεταβατική κυβέρνηση, η οποία θα υπερψήφιζε τη νέα δανειακή σύμβαση και θα οδηγούσε μέχρι τις γιορτές τη χώρα σε εκλογές.
Η πρώτη πρωτοβουλία «δεν του βγήκε», καθώς άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Ελλάδα, η δε δεύτερη «του βγήκε» ως προς το πρώτο της σκέλος (έλαβε τη ψήφο εμπιστοσύνης) αλλά όχι ως προς το δεύτερο σκέλος της, καθώς ναυάγησε και πάλι η εκδοχή συνεννοήσεως με την ΝΔ και τούτο διότι οι κ.κ. Παπανδρέου και Σαμαράς «μέτρησαν» το πολιτικό κόστος.
Είναι προφανές ότι η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται στο ίδιο σημείο, στο οποίο βρισκόταν στις αρχές της εβδομάδος, οι δανειστές έχουν προσώρας παγώσει την 6η δόση του αρχικού δανείου και τις διεργασίες για τη συμφωνία της 27ης Οκτωβρίου, δεν γνωρίζουμε τις αντιδράσεις τους καθώς δεν έγινε αποδεκτή η «ντιρεκτίβα» τους για εθνική συνεννόηση ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, αλλά είναι βέβαιο ότι ξεκινούν τα μαγειρέματα για την αναζήτηση «προθύμων» να μετάσχουν σε μια λεγόμενη κυβέρνηση εθνικής συνεργασίας, αν και το αποτέλεσμα παραμένει άδηλο.
Η ΑΦΡΩΝ ΚΙΝΗΣΗ
Ο Γ. Α. Παπανδρέου προχώρησε στην απόφασή του για δημοψήφισμα, προκειμένου, όπως ήθελε να πιστεύει, να εκτονώσει την, τείνουσα να καταστεί ανεξέλεγκτη, λαϊκή οργή εναντίον της κυβερνήσεως και ταυτόχρονα να πιέσει τη ΝΔ να υπερψηφίσει τη δανειακή σύμβαση.
Η ηγεσία της ΝΔ είχε χαρακτηρίσει απλώς «αναπόφευκτη» την απόφαση των Βρυξελλών και μόνο μετά την αναίρεση του δημοψηφίσματος και τις πιέσεις των εταίρων, αποσαφήνισε ότι ζητεί μεταβατική κυβέρνηση χωρίς πολιτικά πρόσωπα, η οποία θα περάσει τη δανειακή σύμβαση και θα οδηγήσει τη χώρα άμεσα σε εκλογές.
Όταν δε απέτυχε η προσπάθεια συνεννοήσεως (για εμφανείς εκατέρωθεν μικροπολιτικούς λόγους) δήλωσε ότι θα ψηφίσει μόνο τη σύμβαση αυτή καθ’ αυτή και όχι ένα μνημόνιο που θα τη συνοδεύει.
Η άφρων απόφαση του Γ. Α. Παπανδρέου να ζητήσει δημοψήφισμα προκάλεσε οργίλες αντιδράσεις από τα πολιτικά κόμματα (για διαφορετικούς λόγους το καθένα) τα οποία ζήτησαν την άμεση προσφυγή στις κάλπες, οι δε Ευρωπαίοι εταίροι (και δευτερευόντως ο αμερικανικός παράγων) εξοργίστηκαν με την κίνησή του αυτή (μία κίνηση η οποία θεωρήθηκε τυχοδιωκτική και υψηλού ρίσκου) και αυτό όφειλε να το περιμένει.
Ο Γιώργος Παπανδρέου εκλήθη στη σύνοδο του G- 20 στις Κάννες της Γαλλίας για «να απολογηθεί» στη Γερμανίδα καγκελάριο Α. Μέρκελ και τον Γάλλο πρόεδρο Ν. Σαρκοζί, η δε αναγγελία (και μόνο) του δημοψηφίσματος προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στις διεθνείς αγορές, δυσμενή σχόλια κατά της Ελλάδος στο διεθνή Τύπο, πτώση του ευρώ και των χρηματιστηρίων.
Στις Κάννες ο Γιώργος Α. Παπανδρέου έμεινε μόνος του.
Κι άκουσε ψυχρά και εκβιαστικά (ενίοτε δε και με αγοραίες εκφράσεις, όπως έγραψαν «Τα Νέα») από την καγκελάριο Μέρκελ και τον πρόεδρο Σαρκοζί να του λένε: «Κάνε αμέσως το δημοψήφισμα, στις 4 Δεκεμβρίου, με ερώτημα αν θέλετε να μείνετε ή να φύγετε από το ευρώ και φυσικά μην περιμένετε ούτε την 6η δόση, ούτε τη νέα δανειακή σύμβαση».
Ο Γ. Παπανδρέου είχε ουσιαστικά βάλει «αυτογκόλ» και είχε αυτοϋπονομευθεί, καθώς, πέραν των δανειστών, «κατάφερε» να βάλει τους πάντες απέναντί του:
Την κοινωνία, η οποία άκουσε από τους δανειστές να επισείουν την απειλή της χρεοκοπίας και της εξόδου από το ευρώ.
Τα ισχυρά, εγχώρια, εκδοτικά και οικονομικά συμφέροντα, τα οποία αντελήφθησαν πως ένα πιθανό «όχι» στο δημοψήφισμα θα σήμαινε καταστροφικές επιπτώσεις για το ελλαδικό κεφάλαιο, και κυρίως
τους υπουργούς και τους «πράσινους» βουλευτές, οι οποίοι αμφισβήτησαν ανοιχτά την απόφασή του για δημοψήφισμα, με προεξάρχοντες τους Ευ. Βενιζέλο, Α. Λοβέρδο, Α. Διαμαντοπούλου και Βάσω Παπανδρέου.
ΣΤΡΙΜΩΞΕ ΤΗ ΝΔ
Ωστόσο, ο Γ. Παπανδρέου μπορεί να ισχυριστεί ότι με την άφρονα τακτική του κίνηση και τις οργίλες αντιδράσεις της Ευρώπης (με την απειλή εξόδου της Ελλάδος από το ευρώ) αποκαλύφθηκε ο φόβος των αστικών πολιτικών δυνάμεων και κυρίως της ΝΔ, που παρίσταναν ότι διαφωνούσαν με τη νέα δανειακή σύμβαση και επεδίωκαν το πικρό ποτήρι της επικυρώσεώς της να το αναλάβει μόνη της η «πράσινη» κοινοβουλευτική ομάδα.
Άλλωστε, ο Αντώνης Σαμαράς απέρριπτε τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, αλλά στη συνέχεια (όταν πέρασε ο εκβιασμός του γαλλογερμανικού άξονα) ζήτησε τη μεταβατική κυβέρνηση, με περιορισμένο χρόνο ζωής και αρμοδιότητες, δηλαδή την επικύρωση της δανειακής συμβάσεως και την εκταμίευση της 6ης δόσεως και στη συνέχεια τη διεξαγωγή των εκλογών.
Η πρόταση Σαμαρά απέδειξε, σύμφωνα με το ΚΚΕ ότι «ο στόχος της ΝΔ είναι η απρόσκοπτη εφαρμογή της δανειακής σύμβασης, δηλαδή του νέου οδοστρωτήρα που θα τσακίσει τη λαϊκή οικογένεια για τα κέρδη των μονοπωλίων», ο δε ΣΥΡΙΖΑ εκτίμησε ότι ο αρχηγός της ΝΔ «ξεκάθαρα θέλει να αποτελέσει τον συνεγγυητή της μνημονιακής πολιτικής».
Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΚΑΙ ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ
Το δημοψήφισμα και οι μαζικές αντιδράσεις που εκδηλώθηκαν εντός της κυβερνήσεως και του ΠΑΣΟΚ, διέγειραν παλαιού τύπου (ξεπερασμένα) αντανακλαστικά στο Μέγαρο Μαξίμου, καθώς οι περί τον πρωθυπουργό «ανακάλυψαν» συνωμοτικές κινήσεις υπονομεύσεώς του από διάφορα κέντρα.
Παράλληλα, άρχισαν να διαμορφώνονται νέοι συσχετισμοί και νέες συμμαχίες εντός του «πράσινου» οικοδομήματος, με μετακινήσεις προσώπων και στελεχών προς νέα εσωκομματικά και υπό διαμόρφωση κέντρα ισχύος (περίπτωση του Ηλία Μόσιαλου, ο οποίος συνετάχθη με την «κίνηση των τριών»).
Μετά από όλα αυτά ο Γ. Α. Παπανδρέου υποχρεώθηκε σε αναδίπλωση και σε εγκατάλειψη της θέσεώς του για δημοψήφισμα, αλλά ήταν εμφανές πως η ζημιά είχε γίνει.
Ο πρωθυπουργός μέχρι τέλους δεν ήθελε (ή δεν τον άφηναν) να καταλάβει ότι αποτελούσε μέρος του προβλήματος (δικός του ήταν ο βουλευτής Δημ. Λιντζέρης που τον αποκάλεσε «τελειωμένο») και συνεπώς ότι δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εύκολα μέρος της όποιας λύσεως.
Επέμενε να μην θέλει να παραιτηθεί από τη θέση του, ίσως γιατί ήθελε να λάβει πρώτα ψήφο εμπιστοσύνης και να αποχωρήσει αξιοπρεπώς, αλλά να είναι αυτός που θα δρομολογούσε τις εξελίξεις.
ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΑΚΤΙΚΗΣ
Ο Αντώνης Σαμαράς, παρότι ο πρωθυπουργός εμφανίστηκε, την Πέμπτη, να μην απορρίπτει την πρόταση για μεταβατική κυβέρνηση, επιτέθηκε κατά του παλαιού προσωπικού του φίλου, θεωρώντας ότι άλλα του απαντούσε τη μία στιγμή, άλλα έλεγε στη συνέχεια στο Υπουργικό Συμβούλιο, άλλα στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ (εξ ου και οι σχετικές εκρήξεις της Α. Διαμαντοπούλου και της Βάσως Παπανδρέου) και άλλα στο Κοινοβούλιο, όπου δήλωσε ότι δεν είναι γαντζωμένος στην καρέκλα του.
Τη νύχτα της Πέμπτης και ολόκληρη την Παρασκευή παίχθηκε ένα απίστευτο παιχνίδι πιέσεων και εκβιασμών, ώστε να πεισθεί ο πρωθυπουργός να αποχωρήσει, ενώ ο Ευ. Βενιζέλος είχε πάρει πάνω του το παιχνίδι με τους δανειστές, τους οποίους διαβεβαίωνε ότι στόχος είναι να λάβει η κυβέρνηση ψήφο εμπιστοσύνης, «όχι για να συνεχίσει μόνον με τη στήριξη των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, αλλά για να επιδιωχθεί και να επιτευχθεί η ευρύτερη δυνατή συναίνεση και συνεργασία, με το σχηματισμό αντίστοιχης κυβέρνησης».
Ο δε Ανδρέας Λοβέρδος προειδοποίησε ότι «αν δεν υπάρξουν αμέσως κινήσεις προς την κατεύθυνση της δημιουργίας κυβέρνησης εθνικής ενότητας δεν θα έχω σχέση με αυτές τις πολιτικές διεργασίες, ούτε θέση μέσα σε αυτές».
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΕΩΣ
Τη νύχτα της Παρασκευής στη Βουλή, απούσης της ΝΔ, ο Γιώργος Παπανδρέου ικανοποίησε τις απαιτήσεις των βουλευτών του και δήλωσε ότι θα ξεκινήσει διεργασίες για τη συγκρότηση μιας κυβερνήσεως εθνικής συνεννοήσεως και κάλεσε τη ΝΔ να συμφωνήσουν από κοινού τους στόχους, το χρονοδιάγραμμα, τα πρόσωπα, αλλά και τον επικεφαλής της, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο ίδιος θα αποχωρήσει.
Ήταν, ωστόσο, σαφές (τόσο από την ομιλία του Ευ. Βενιζέλου, όσο και από αυτές άλλων υπουργών, αλλά και του Γιώργου Καρατζαφέρη, ο οποίος είχε συναντηθεί, νωρίτερα, με τον αντιπρόεδρο της κυβερνήσεως) ότι η μεταβατική κυβέρνηση θα έπρεπε να είναι πολιτική και όχι απλώς τεχνοκρατική (όπως την ήθελε ο Α. Σαμαράς, προφανώς για να μην υποχρεωθεί να «συγκυβερνήσει» και να μην χρεωθεί ως κόμμα τη διαχείριση της δανειακής συμβάσεως) και ότι ο χρόνος της θα φτάσει μέχρι την Άνοιξη.
Κι έτσι ο αρχηγός της ΝΔ κατηγόρησε τον πρωθυπουργό ότι απέρριψε το σύνολο των προτάσεών του και πρόσθεσε ότι η μόνη λύση είναι οι εκλογές.
Σε τελική ανάλυση, από αυτό το απίστευτο παιχνίδι ασυνεννοησίας και τακτικισμών, ο μεν Γ. Α. Παπανδρέου πήρε ψήφο εμπιστοσύνης για να φύγει, ο δε Α. Σαμαράς ζήτησε την παραίτηση Παπανδρέου, (ο οποίος εμμέσως πλην σαφώς το αποδέχθηκε) αλλά με την άρνηση του αρχηγού της ΝΔ να συναινέσει σε μια κυβέρνηση εθνικής συνεννοήσεως, τον διατήρησε στη θέση του και μάλιστα με ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής.
ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ
Τα μικροπολιτικά παιχνίδια και οι εκατέρωθεν τακτικισμοί και μικροκομματικοί υπολογισμοί, με το βλέμμα στραμμένο στο προσωπικό και το πολιτικό κόστος, κυριάρχησαν για μια ακόμη φορά και έτσι η χώρα, που βρίσκεται στο σημείο μηδέν, θα ζήσει εκ νέου το ίδιο ανούσιο παιχνίδι των αλληλοκατηγοριών, για το ποιος τορπίλισε τη συνεννόηση.
Είναι ενδεχόμενο (αν και καθόλου σίγουρο) να υπάρξουν «πρόθυμοι» από την παρούσα Βουλή, που ίσως θα συναινέσουν στο σχηματισμό άλλης κυβερνήσεως, με ή χωρίς τον Γ. Α. Παπανδρέου, η οποία, όμως - και αυτό θα είναι το τραγικό για την κοινωνία - θα επιφέρει (χάριν της νέας δανειακής συμβάσεως, την οποία θα υπερψηφίσει και η ΝΔ) ένα νέο μνημόνιο με πρόσθετα μέτρα λεηλασίας μισθών, συντάξεων και δικαιωμάτων.
Όμως, κάτι τέτοιο είναι πιθανότατο να οδηγήσει σε ακραίες κοινωνικές εκρήξεις, με ανεξέλεγκτες επιπτώσεις, για ολόκληρο το πολιτικό σύστημα.
ΥΓ. Την ώρα που γραφόταν το κείμενο αυτό, Σάββατο μεσημέρι, δεν είχαν ξεκαθαρίσει οι κινήσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας και του πρωθυπουργού, αλλά ούτε και η τελική στάση των κομμάτων – πλην φυσικά ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ, που ζητούν εκλογές.