Του Ηλία Κωτούλα
Δεν το ’χα σκοπό να γράψω, μα μου ήταν αδύνατον να μείνω ασυγκίνητος και αδιάφορος από τις αυθόρμητες εκδηλώσεις του λαού μας το Δεκαπενταύγουστο, που πανελλαδικά, σε πόλεις και χωριά, σε κάμπους, βουνά και νησιά, γιόρταζε την Κοίμηση της Θεοτόκου.
Έβλεπα και καμάρωνα κι ένιωθα, χωρίς να μπορώ να το κρύψω, κάποια υπερηφάνεια για το βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα του λαού μας που έχει μέσα του, όχι μόνο από τώρα, αλλά από την αρχαιότητα, απ’ τα χρόνια τα παλιά. Καθώς κοίταζα τους χορούς και τα πανηγύρια, στο νου μου ήρθε μια μεγάλη γιορτή που γιόρταζαν οι Αθηναίοι, για να τιμήσουν την προστάτιδα της πόλης τους, τη θεά Αθηνά, τα Παναθήναια.
Στο σπίτι του άρχοντα Θεοδώρητου, η χαρά ήταν διπλή, γιατί η πανέμορφη κόρη του, Εύχαρις, ενηλικιωνόταν και είχε το δικαίωμα να πάρει μέρος στη μεγάλη γιορτή. Η αρχοντοπούλα έλαμπε από χαρά και για έναν άλλο λόγο. Θα βοηθούσε στο ύφαμα του πέπλου, που προοριζόταν για το άγαλμα της θεάς Αθηνάς και θα κρατούσε τη μία άκρη του όσο η πομπή θα ανηφόριζε για τον Παρθενώνα, να τον παραδώσει σ’ αυτούς που είχαν την ευθύνη της τελετής.
Στο σπίτι του άρχοντα, περισσότερο απ’ όλους χαιρόταν και ένιωθε ευτυχισμένος ο Νείλος, που χρόνια υπηρετούσε στο σπίτι του ευπατρίδη και μεγάλωνε την Εύχαρι, που τον αγαπούσε πιο πολύ κι απ’ τους γονείς της.
Η μέρα η ποθητή έφτασε. Η πομπή ξεκίνησε. Μπροστά πήγαιναν εκατοντάδες πρόβατα και ταύροι για τη μεγάλη θυσία και πίσω η πομπή και οι παρθένες που κρατούσαν το πέπλο. Ο Νείλος παρακολουθούσε διακριτικά και καμάρωνε την Εύχαρι, που έλαμπε από χαρά και ευτυχία. Όλα πήγαιναν καλά, όταν ξαφνικά ακούστηκαν τρομαγμένες φωνές και ξεφωνητά.
Η πομπή σταμάτησε. Ένας ταύρος είχε αφηνιάσει και ορμούσε προς το μέρος που ήταν οι παρθένες. Ο Νείλος ένιωσε τον κίνδυνο και χωρίς να χάσει καιρό μπήκε μέσα. Με τ’ ατσαλένια χέρια του άρπαξε τον ταύρο απ’ τα κέρατα, τον γονάτισε και τον έβαλε στη θέση του. Γλίτωσε τις παρθένες απ’ τον κίνδυνο και η πομπή συνέχισε το δρόμο της.
Το βράδυ, στο σπίτι του άρχοντα όλοι ήταν χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι. Πιο πολύ η Εύχαρις, που ξαφνικά αγκάλιασε τον πατέρα της από το λαιμό και τον παρακαλούσε και του ζητούσε μια χάρη, να δώσει στον Νείλο την ελευθερία του.
Μα αγάπη μου, έλεγε εκείνος, ο Νείλος είναι δικός μας. Είναι σπιτικός. Ποτέ δεν ήταν σκλάβος. Ούτε καν υπηρέτης. Αλλά μια που μου το ζητάς, πες του το, έστω και τυπικά, ότι είναι ελεύθερος.
Συγκινημένος ο Νείλος, με δάκρυα στα μάτια, έλεγε και ξανάλεγε, «πού να πάω, κόρη μου. Πού να βρω τόση χαρά και ευτυχία. Εδώ είναι το σπίτι μου κι εσείς οι δικοί μου. Δεν πάω πουθενά».
Με χαρά τον άκουγαν όλοι, γιατί πραγματικά τον θεωρούσαν άνθρωπο δικό τους, μέλος της οικογένειάς τους.
Συγκινημένος κι εγώ γράφω την όμορφη αυτή ιστορία, απ’ την ήρεμη και δεμένη συναισθηματικά οικογενειακή ζωή των προγόνων μας, τη γιομάτη αγάπη, σεβασμό και κατανόηση. Τη γράφω ακόμα για να παραδειγματίζονται τα νέα ζευγάρια που σκέπτονται να κάνουν οικογένειες και να μην παρασύρονται απ’ τις προοδευτικές ιδέες που μας έρχονται απ’ τη Δύση ή κι απ’ αλλού, που οι οικογενειακοί θεσμοί στις χώρες τους έχουν χαλαρώσει επικίνδυνα.
Αλλά και για τους Ευρωπαίους συμμάχους και συνεταίρους μας, που πολλές φορές μιλούν άστοχα και άπρεπα για τον Παρθενώνα και τα μνημεία μας και τα περιοδικά τους ασχημονούν με την Αφροδίτη. Κάποτε θα νιώσουν τα σφάλματά τους, θα μετανιώσουν και θα ζητήσουν συγγνώμη. Ας μην περιφρονούν, λοιπόν, και αδικούν το λαό μας και την ιστορία του.
Να ’ναι σίγουροι πως η Ελλάδα γρήγορα θα συνέλθει και θα ορθοποδήσει, γιατί οι Έλληνες είναι ταγμένοι να πρωτοπορούν, να μεγαλουργούν και να φωτίζουν.