Διαβάζοντας καθυστερημένα το κείμενο του Φοίβου Δεληβοριά με τίτλο «Καλλιτέχνες και Κρίση», που δημοσιεύτηκε πριν από ένα χρόνο (26-08-10) στο «Ποντίκι Art», ανακουφίζομαι με τα σταράτα λόγια και την ειλικρίνεια, ίδιον του καλλιτέχνη που σέβεται τον εαυτό του και την εποχή στην οποία ζει και δημιουργεί.
Λόγια σταράτα, λοιπόν, να μια καλή στιγμή για εντιμότητα, η στιγμή μιας κρίσης, που πάνω απ΄ όλα σηματοδοτεί μια κρίση στην εθνική, κοινωνική και ατομική μας ταυτότητα. Oι κατά καιρούς κρίσεις είναι χαρακτηριστικά μεταβατικά στάδια στην εξέλιξη των ανθρώπων και των κοινωνιών και χτυπάνε δήθεν απροσδόκητα, ακριβώς όταν τα πάντα βιώνονται σαν μια διαρκής αυτό-ανακύκλωση και φθορά, ακριβώς όταν η αξία της αληθινής ζωής -με όλα τα μυστήρια, τα βάθη και τα πλάτη της- υποβαθμίζεται σε σημείο αυξανόμενης χυδαιότητας.
Τα παραπάνω σημαίνουν: ας δούμε τώρα τι μπορούμε (και όχι τι ΔΕΝ μπορούμε) να ξεριζώσουμε απ’ τις παλιές μας συνήθειες, αυτές που μας άρεσαν γιατί μας βόλευαν, αυτές που δεν γίνεται να επιβιώσουν (και γιατί θα έπρεπε άραγε;) με την έλευση μιας κρίσης.
Εισβάλλω εκεί που με παίρνει, λόγω ηλικίας: στα της νεολαίας...
Η ανεργία των νέων μεταξύ 25 και 30 ετών, λένε, ανέβηκε στα ύψη. Δεν διοχετευόμαστε στο δημόσιο γιατί οι προσλήψεις παγώνουν, δεν διοχετευόμαστε στον ιδιωτικό τομέα γιατί τα πράγματα κινούνται από συγχωνεύσεις έως απολύσεις και πού να προσληφθεί ο νέος που θέλει και εκπαίδευση;
Όμως, θα πρέπει να αντιληφθούμε (θα χρησιμοποιήσω τα λόγια του Φ. Δεληβοριά) πως «η πριγκιποσύνη μας ήταν δανεική». Ναι, η γενιά αυτή, η γεννηθείσα λίγο μετά τη μεταπολίτευση ως τα μέσα του ’80 αποτελεί ένα πριγκιπάτο από μόνης της, το πριγκιπάτο των σημερινών 30-φεύγα... με 20-και κάτι...
Είμαστε τα παιδιά των Βασιλιάδων της Μεταπολίτευσης. Τα παιδιά-πρίγκιπες με τα πάντα στα χέρια. Μας τα «έδωσαν όλα» για να «μη μας λείψει τίποτα» κι αυτό από ενοχές, όχι από αγάπη. Γιατί ένοχοι ένιωθαν εκείνοι που επωφελήθηκαν τα «αγαθά» μιας «μεταπολίτευσης-μαϊμούς» (κατά το Φ. Δεληβοριά, σωστά τα λέει.)
Κι εμείς, «τα πήραμε όλα», δεν «χρειάστηκε» να δουλέψουμε από νωρίς, αράξαμε και κάναμε τις σπουδές μας στηριγμένοι στα λεφτά του βασιλιά-μπαμπά και της βασίλισσας-μαμάς, που (όταν αποφάσισαν να αποκτήσουν απογόνους) έβγαζαν ήδη τα διπλάσια απ’ αυτά που θα ονειρευτεί ποτέ ένας νέος εργαζόμενος σήμερα, παρά τα δεκάδες τυπικά προσόντα.
Εντάξει, ας παραδεχτούμε ευθέως την αναπηρία μας, η αποδοχή είναι η αρχή της ίασης: 1) δεν ξέρουμε να δουλεύουμε γιατί δεν χρειάστηκε ποτέ να το κάνουμε αφού τα είχαμε όλα στα πόδια μας και 2) δεν είμαστε σίγουροι ότι θέλουμε να δουλέψουμε γιατί αυτό θα σήμαινε θυσίες που δεν έχουμε διανοηθεί.
Πρώτον, η δουλειά δεν είναι απαραιτήτως σε γραφείο ή εταιρία. Υπάρχει και το λιγότερο «κουλ» που λέει: δεν κάνω αυτό που σπούδασα, που κυμαίνεται από «διοίκηση επιχειρήσεων» έως «διαφήμιση-μάρκετινγκ» και τρέχα γύρευε τί άλλο σπούδασα που συγκαταλέγεται στον τομέα παροχής υπηρεσιών, σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα. Δεύτερον, αποφασίζω: ή εργαζόμενος θα είμαι ή πρίγκιπας-πριγκίπισσα, δεν γίνεται και τα δύο, αλληλοεξουδετερώνονται!
Δεν μας στερούνε οι άλλοι τον αυτοσεβασμό, τις πρωτοβουλίες και την αυτοέκφραση. Μόνοι μας στερούμαστε τη δράση για χάρη της αντίδρασης αλλά δεν γίνεται να απέχεις και να απαιτείς, δεν γίνεται να απολαμβάνεις την αφθονία ενώ αναλώνεσαι στο να γκρινιάζεις γι’ αυτά που δεν έχεις. Η νεότητα, όσο κι αν διαποτίζεται από την άγνοια του πρωτόβγαλτου κι από τα άγχη του αδοκίμαστου φορτίζεται γενναιόδωρα από τις πιο ορμητικές δυνάμεις της φύσης.
Πέρασε ένας χρόνος (βουτηγμένος στην περιβόητη κρίση) που δοκίμασα αρκετές δουλειές μέχρι να μου κάτσει η μία που πιο πολύ γουστάρω. Έχω κάνει σπουδές σε τρία διαφορετικά αντικείμενα, όλα θεωρητικά, όλα ακαδημαϊκά και για τους περισσότερους αδιάφορα και όταν αποφάσισα να πάψω να περιμένω μια θέση «αντίστοιχη των προσόντων μου» βρήκα δουλειά σ’ ένα μικρό εστιατόριο στο κέντρο της Αθήνας. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ τέτοια ευφορία την ώρα της δουλειάς και δεν θα την άλλαζα με τίποτα. Μια φίλη, που αγαπάει πολύ τα φυτά στο μπαλκόνι της, μου είπε πρόσφατα πως το επάγγελμα των ονείρων της θα ήταν να είναι κηπουρός και όχι καθηγήτρια (γιατί αυτό σπούδασε).
Και αν ρωτήσεις το διπλανό σου τι θα θελε να γίνει «όταν μεγαλώσει» το πιο πιθανό είναι ότι θα σου πει κάτι κουλό και αναπάντεχο, αλλά ελπίζω πως με την ευκαιρία της κρίσης (ταυτότητας) μπορεί και να αποφασίσει να το διεκδικήσει.