Συγκρουσιακή λογική ή ένθεη ποιμαντική αγωνία; Αυτή η απορία μού γεννήθηκε μετά το σοκ της απογοήτευσης από τη - λακωνική μεν σε ποσότητα, πληθωρική δε και επαρκέστατη σε εμπάθεια και περιεκτική προς χαρακτηρολογική ταυτοποίηση – πρόσφατη επιστολή του παλιού συναδέλφου. Προσπάθησα να αυτοπροσδιοριστώ εν τάχει στη διεξαγόμενη αντιδικία που σίγουρα δεν είναι εύηχη σε μέρες κρίσης και προσωπικά με κάνει να αισθάνομαι λίγο άβολα. Έτσι κατέληξα στην απόφαση μιας όσο το δυνατόν νηφάλιας καταγραφής των γεγονότων προς αποκατάσταση μιας αντικειμενικότερης – για έλλειψη της οποίας και ενεκλήθην βεβιασμένα από τον εν λόγω – προσέγγισης της αλήθειας, που σίγουρα δεν ταυτίζεται με τα αναπόδεικτα συκοφαντικά πυροτεχνήματα που εξαπέλυσε σε βάρος μου. Ευθαρσώς λοιπόν δηλώνω εξαρχής πως ποσώς με απασχόλησε η αυθάδης παραδοχή του για τις γκεμπελικού τύπου πρακτικές στις οποίες προέβη προ ετών (ως και νυν) εκείνος και ένιοι μιας καταχρηστικώς, ως απεδείχθη, φέρουσας το όνομα θεολογικής ένωσης και θα εκχυδάιζα το λόγο μου, αν χρησιμοποιούσα το ρήμα που με εκφράζει αναφορικά με τα αισθήματα που ένιωσα εξ αυτών των ενεργειών και εν γένει για τη γνώμη πολλών γύρω μου που πιθανώς εφάπτεται με αυτήν του συναδέλφου μου για το άτομό μου και τις θέσεις μου. Είναι - τουλάχιστον κατ’ εμέ - σαφές πως δεν εκπροσωπούν την πληρότητα της (θεολογικής) αλήθειας των πραγμάτων αλλά την προσωπική τους «αίρεση» ενός μέρους της. Και σίγουρα θα εξέπιπτα σε μίζερη ανθρωπαρέσκεια, αν τότε – όπως και τώρα – δεν ενδιαφερόμουν παρά μόνο για την καταγραφή του ορθόδοξου λόγου και όχι της οιασδήποτε φονταμενταλιστικής εκδοχής του, με το κόστος, όπως φάνηκε, να καταστώ δυσάρεστος όχι σε ανθρώπους εκτός αλλά εντός(;) της Εκκλησίας!
Η a priori ακύρωση της υπόστασης του ετέρου (πρώην εταίρου) σε ηθικό επίπεδο με συνθηματικού τύπου σπιλωτική φρασεολογία – παντελώς ατεκμηρίωτη, μη φέρουσα ούτε ένα, έστω, παράδειγμα! – δεν συνάδει μεν ούτε με την ηλικία ούτε με τη διαδρομή του περί ου ο λόγος, συνάμα δε ξενίζει ιδίως λόγω της προσωπικής του γνωριμίας με το «θύμα», ζηλωτική ούσα της δόξας πονηρών εποχών. Έκπληκτος αντίκρισα τη μικροπρεπή αυτή στάση που δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική ακρίβεια αλλά μάλλον στις εσωτερικές διεργασίες μερικών. Και θα μπω στην ουσία με απλές ερωτήσεις – που μάλλον θα παραμείνουν ρητορικές λόγω του ασύμφορου της απάντησής τους – και σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα επιμείνω στην αντιστροφή και επιστροφή των χαρακτηρισμών περί του απαράδεκτου και υβριστικού των κειμένων μου: έγραψα άραγε κάτι αιρετικό εκείνη την περίοδο; Και αν ναι, τι; Ποιοι αντέδρασαν; Η σκληρή μου (αλλά όχι χυδαία) γλώσσα σε γραφικούς και φανατικούς παραδοσιολάγνους, σε ανώνυμους και κεκρυμμένους υπό ψευδώνυμα κοινούς συκοφάντες με φιλοσχισματικές και θεολογικά ύποπτης απόχρωσης (τωόντι) απόψεις, θεωρείται υβριστική; Ας μας ορίσει επίσης εκείνος το έτυμον του ρήματος αναφορικά και με την προσωπική του εν προκειμένω τακτική. Και δίκιο να είχε κάπου – που πολύ φοβάμαι ότι έχασε και το λίγο εναπομείναν – πώς θα αιτιολογούσε τη φίμωση της ελευθερίας του λόγου (με απορία παρακολουθώ τις εκφράσεις εκτίμησης από μέρους του προς την ομώνυμη εφημερίδα σας!); Και στο κάτω κάτω της γραφής η τοπική Ενωση θεολόγων δεν πρέπει να είναι το μαγαζάκι κανενός, πολλώ δε μάλλον αφ’ ης στιγμής κατέστη αποκρουστική σε πολλούς και ελάχιστα αντιπροσωπευτική λόγω της μετάλλαξής της σε συντηρητικόχρωμο κονκλάβιο. Ας εκφράσω εν προκειμένω και τη δική μου γνώμη: το ευτελές αυτό δημοκρατικό αισθητήριο – απάδον και προς τη χώρα μας και μητέρα της Δημοκρατίας αλλά και προς την κατεξοχήν φιλελεύθερη Εκκλησία της οποίας ως λαός είμαστε εκ παραδόσεως μέλη - είναι μάλλον δηλωτικό πνευματικής πενίας και αντίκειται στις στοιχειώδεις χριστιανικές αρετές. Οπότε δανειζόμενος επί λέξει την αμφισβήτησή του αναφορικά με τη δική μου αντικειμενικότητα - εφόσον έτσι τοποθετείται σε απλά περιστατικά (πραγματικά τα είχε πει αλλά ποια η πραγματικότητα της πραγματικότητας μετά τα νέα αυτά δεδομένα;) - τι συμπέρασμα να εξάγω για τα κριτήριά του στα υπόλοιπα θεολογικά θέματα, όπως ο πυροδοτικός της αντιπαράθεσης αυτής διάλογος περί μετάφρασης των Ευαγγελίων! Πιστεύω εξάπαντος ότι εκπροσωπεί μια ευσεβιστική μειοψηφία με ύποπτες εκκλησιολογικές αντιλήψεις και θα έπρεπε μάλλον να απολογείται άλλος αυτή τη στιγμή. Και όπως τω καιρώ εκείνω εκάμφθη στις πιθανές αντιδράσεις τους – αν φαντάζομαι ορθά – θα ήθελα να κάνει το ίδιο και στη δική μου τώρα παράκληση και να πάψει να δείχνει αντί συνετής υπαναχώρησης και μετανοίας ανεπίτρεπτη επιθετικού τύπου αυτοάμυνα, καθώς και να προκρίνει το νόμο της αγάπης έργω τε και λόγω και τη δόξα του Θεού μάλλον ήπερ την δόξαν των ανθρώπων (Iω. ιβ΄ 43). Η (Ορθόδοξη) Εκκλησία είναι ανοιχτή σε όλους αδιακρίτως, χώρος ελευθερίας και χαράς, όχι αυτοαπομονωτικής περιχαράκωσης σε ολιγάριθμο σύλλογο υπεράκμων – μακράν απ’ εμού κάθε ρατσιστική θεώρηση της Τρίτης Ηλικίας της οποίας κάνω εδώ αναφορά ποιητική αδεία - ακροατών λόγων μονοφωνικού χαρακτήρα και αυθεντίστικης απολυτότητας. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η πολυφωνία των Πατέρων και πολλές συγκρούσεις και διαφωνίες ανάμεσα και σε Αγίους ακόμα, που καταγράφονται στην εκκλησιαστική ιστορία, δεν πρέπει να σκανδαλίζουν αλλά αντιθέτως αποδεικνύουν τον υπερβατικό χαρακτήρα της αλήθειας που ανήκει μόνο στον Θεό και στο (εξ Εκείνου χορηγηθείσα) σύνολο του εκκλησιαστικού σώματος, όταν τηρούνται οι ορθές προϋποθέσεις λήψης, αποδοχής και εφαρμογής του αποκαλυπτόμενου χαρισματικά θελήματος του Θεού στην Εκκλησία του, που πιστεύουμε ότι ταυτίζεται με την Ορθόδοξη.
Θα ήθελα και πάλι, κατερχόμενος στα γήινα πάθη, να ευχαριστήσω τον παλιό συνάδελφο που εξέθεσε (εκτιθέμενος) δημόσια παραδεχόμενος (αλλ’ ουκ αισχυνόμενος) την αποκλειστικά δι’ εμέ αιτία κατάργησης της ιστοσελίδας, κάτι το οποίο ανήκε μέχρι σήμερα στο χώρο των εικότων και όχι της ιστορικής βεβαιότητας. Αυτό ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε ειπωθεί επίσημα αλλά και εγώ το είχα σχολιάσει με επιφύλαξη. Ίσως εκεί εστιαζόταν η άγνοια που μου προσήψε και με την οποία επέγραψε το τελευταίο του κείμενο και του είμαι ευγνώμων που μου τη διέλυσε - μου θυμίζει βέβαια λίγο από τη σκλήρυνση του Φαραώ έναντι των Εβραίων στην Π.Δ. αυτή η τροπή των πραγμάτων. Μιας και μιλάμε για θύμησες, μου ξανάρθε η λέξη «απαράδεκτα». Αν εγώ έγραψα τότε (και τώρα) κάτι απαράδεκτο, τι να πω αναμιμνησκόμενος ενδεικτικά μια προγενέστερη γραπτή έκφραση εκείνου (όντως scripta manent: καλό θα ήταν, όταν επιχειρηματολογεί κάποιος, να προσέχει να μην καταλήγουν μπούμερανγκ) – ζητώ συγγνώμη αλλά δεν θυμάμαι πού ακριβώς, με ευχαρίστηση θα δεχτώ τη διάψευση, την οποία φράση και παραφράζοντας από μνήμης καταθέτω - ότι ο χριστιανισμός είναι ιδεολογία, έστω και η καλύτερη; Τότε όμως εγώ δεν προχώρησα σε προσβλητικούς και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, όπως τους υφίσταμαι μάλλον (σίγουρα αναλαμβάνω και το δικό μου ποσοτικό μερίδιο ευθύνης που εδώ το θεωρώ έλαττον) αδικαιολόγητα σήμερα. Δεν θα ήθελα επίσης να φανώ κακεντρεχής, αν σχολίαζα πως τίθεται εν αμφιβόλω η προσληπτική για μια ακόμα φορά ικανότητα του συνομιλητή μου στο επίπεδο της ορθής ανάγνωσης των λόγων μου. Η έντεχνη εξάλλου συγκάλυψη της ανεπάρκειας συνέχισης του διαλόγου - με το επιχείρημα περί ενός πιθανολογούμενου ανώφελου χαρακτήρα του - ίσως πείσει άλλους, μα όχι εμένα. Βλέπω πίσω από τις λέξεις την ανεπάρκεια όχι εξ αδυναμίας – είναι γνωστός συγγραφέας ο συνάδελφός μου και εμβριθέστατος γνωστικά και βιωματικά θεολόγος – αλλά από έλλειψη διάθεσης. Και αυτό φαίνεται περίτρανα από την εμμονή του σε επιχειρήματα ψιλού φιλολογικού – γλωσσολογικού – αρχαιογνωστικού χαρακτήρα και όχι στα ισχυρότερά τους θεολογικά. Δεν βλέπει ότι αυτά οδηγούν σε αναπόφευκτη «ήττα» και μάλιστα όταν ούτε αυτά είναι τόσο ισχυρά; Αλήθεια, δεν θέλω να τον φέρω σε δυσκολότερη θέση, αλλά είναι τόσο σίγουρος για όλες τις επί του θέματος απόψεις, π.χ. του Μπαμπινιώτη; Έσετ’ ήμαρ… και για αυτές. Τον ευχαριστώ πάντως που μας έδωσε ακόμη και υπό τις δυσάρεστες αυτές συνθήκες την ευγενή πρόφαση να εξασκήσουμε σε μέρες λεξιπενίας τη γλώσσα μας στη νεοελληνική της, έστω, έκδοση – παραδεχτείτε το πως έχει και αυτή την ομορφιά της, ακόμα και αν δεν συναγωνίζεται τη μαμά της Ελληνιστική και τη γιαγιά της την Αττική, να μην αναφέρω και τις άλλες προγιαγιάδες, π.χ. την Ομηρική κ.ο.κ. – και να του ανακοινώσουμε μια δική μας μετάφραση στο αρχαίο ρητό που επικαλέστηκε στην πρώτη του για μας επιστολή: «εχθρός μεν Πλάτων (η αφεντιά μου δηλαδή), φιλτάτη δε η εμή αλήθεια»! Όντως εξάγει ο καθένας τα συμπεράσματά του και πολλοί σίγουρα – αν και για ποικίλους λόγους θα συμφωνούν τύποις και λόγοις μαζί του - θα ήθελαν πολύ να μπορούσαν να τον συμβουλέψουν κράζοντας ήδη ενδιαθέτως προς αυτόν: «πολλάκις κρείττον, αγαπητέ, το σιγάν του λαλείν»!
Ανέβαινα προχθές βράδυ τον λόφο του Φρουρίου και με την άκρη του ματιού μου έπιασα να οδεύουν αρκετοί σε ιερά αγρυπνία στον πολιούχο μας άγιο Αχίλλιο. Εγώ πήγαινα προς την αντίθετη κατεύθυνση, εκεί που μαζεύεται η νεολαία της πόλης τα βράδια, και σκέφτηκα για αυτά τα παιδιά τη φράση του Ευαγγελίου: ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα (Ματθ. θ΄ 36), έρμαια της αθεΐας, των αιρέσεων, των ποικίλων παθών, του σατανισμού, του νεοπαγανισμού, των ναρκωτικών, της κακής διαπαιδαγώγησης, των διαλυμένων οικογενειών, της ολικής κρίσης που άκοντα κληρονομούν. Την ίδια ώρα πολλοί καθωσπρέπει συμπολίτες μας προσεύχονταν στο ναό - σίγουρα από μέσα τους στη νεοελληνική, ενώ ταυτόχρονα ο ιερέας μιλούσε στον Θεό αρχαϊστί - και όλοι εν τέλει έφυγαν δικαιωμένοι και αναπαυμένοι με την εκπλήρωση των θρησκευτικών τους καθηκόντων (Ματθ. ια΄ 19)! Αναρωτιέμαι τελικά ποιο άλλο κριτήριο πρέπει να έχει προτεραιότητα στις θεολογικές συζητήσεις, στις διαπροσωπικές σχέσεις και στις εκκλησιαστικές επιλογές από το νόμο της αγάπης και της διάκρισης;
Όπως χαίρομαι προσωπικά όταν μιλάει και γράφει για Θεό και Ορθοδοξία σήμερα κάποιος – έστω και με τρόπο που δεν μας βρίσκει όλους σύμφωνους – θα περίμενα αντίστοιχα να χαρούν και άλλοι που ένας νεότερος συνάδελφος πονάει για το εκκλησιαστικό μας χάλι – μέρες που απαξιούν όλοι σχεδόν μια Εκκλησία γεμάτη σκάνδαλα, άφωνη μεν, αρχαιόφωνη δε, και αυτάρκη στα πολυτελή άμφια και ξύλινα κηρύγματά της, ή υπομειδιούν αγνωστικιστικώς. Αντ’ αυτών συνάντησα ασύμμετρη διαστροφή της εικόνας πραγμάτων και προσώπων, που «τρελάθηκα» σαν την είδα ανεστραμμένη εσκεμμένα (ή μήπως πλεονάζει τελικά το ακούσιο;) και γι’ αυτό φάνηκα σκληρός – οπότε ζητώ και πάλι ταπεινά συγγνώμη από τον συνάδελφό μου σε όσα τυχόν σημεία «ξέφυγα». Θεωρώ πάντως ότι μετά την εκτενή μου ανάλυση κάποιοι θα επαναπροσδιορίσουν τα πράγματα και θα εντοπιστούν τα λάθη αμφοτέρων. Πάνω στην αρραγή βάση της ενθέου ταπείνωσης – που αρχίζει από την απλή επιστροφή και θέαση της αλήθειας – μπορεί να λυθεί η όποια παρεξήγηση και να γίνει μια νηφάλια επανεκκίνηση του αρχικού διαλόγου περί μετάφρασης. Το πρώτο βήμα της εν λόγω αρετής – που είναι η πρόταση χειρός διαλλαγής - ανήκει συνήθως στον πιο πνευματικό. Ούτως ή άλλως, προσδοκώ να λάμψει και πάλι το άηθες ήθος των χριστιανών - που σκανδαλίζει τον κόσμο και δεν είναι άλλο από αυτό της τα πάντα στέγουσας (Α΄ Κορ. ιγ΄ 7) αδελφικής εν Χριστώ αγάπης που δεν καταργείται σε καμιά περίπτωση παρά τις διαφωνίες και τις ετερότητες, διότι είναι κάτι βαθύτερο – το ήθος της υψοποιού ταπείνωσης που μας δίδαξε δαψιλέστατα η Υπεραγία Θεοτόκος που τη γιορτάζουμε αυτές τις μέρες. Καλή Παναγία εύχομαι από καρδιάς σε όλους!
* Ο Κώστας Νούσης είναι Φιλόλογος - Θεολόγος