Ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδας κ. Χριστόδουλος εγεννήθη εις Ξάνθη το έτος 1939 από προσφικήν οικογένειαν καταγομένων εξ Ανδριανουπόλεως. Ο πατέρας του Κωνσταντίνος Παρασκευαΐδης, ήτο έμπορος και εκ των τα πρώτα φερόντων της πόλεως, εδραστηριοποιήθη δε εις όλης τας εθνικάς εξορμήσεις. Το 1941, μετά την κήρυξιν του πολέμου της Γερμανίας κατά της Ελλάδος μετέφερε, διά λόγους ασφαλείας, την οικογένειάν του εις Αθήνας, όπου ο κ. Χριστόδουλος εσπούδασε παρέμεινε μέχρι της ηλικίας των 35 ετών. Τας εγκυκλίους σπουδάς του έκαμε εις το Λεόντειον Λύκειον και εν συνεχεία εσπούδασε εις τη Νομικήν (1956 – 1961) και ακολούθως εις τη Θεολογικήν Σχολήν (1962 – 1967) του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παραλλήλως εσπούδασε Βυζαντινήν Μουσικήν εις το Ωδείο Αθηνών, καθώς και τέσσερις ξένας γλώσσας (αγγλικήν, γαλλικήν, γερμανικήν και ιταλικήν). Το 1982 υπέβαλε την επί Διδακτορία Διατριβήν του εις τη Θεολογικήν Σχολήν του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και κατέστη διδάκτωρ του κανονικού Δικαίου με βαθμόν «Αριστα». Εχει δημοσιεύσει συνολικώς άνω των 200 μελετών επί θεμάτων επιστημονικών, ποιμαντικών (θρησκευτικών, νομικών, βοηθικών, κοινωνικών κ.ά.). Ο Μακαριότατος κ. Χριστόδουλος είχε παιδιόθεν έντονα την κλίσιν προς την ιερωσύνην, την οποία εκαλλιέργησαν εις αυτόν πνευματικαί προσωπικότητες, όπως ο Μητροπολίτης πρώην Πειραιώς κ. Καλλίνικος, Διό, το 1961, και ενώ είχε περατώσει μόνο τας σπουδάς του εις την Νομικήν, εχειροτονήθη διάκονος, αφού προηγουμένως εκάρη μοναχός εις τη Ι. Μονήν Βαρλαάμ Μετεώρων. Το 1965 εχειροτονήθη πρεσβύτερος, τοποθετηθείς ως ιερατικώς προϊστάμενος και ιεροκήρυξ του Ι. Ναού Παναγίτσας Π. Φαλήρου, όπου επί εννεαετίαν ανέπτυξεν εντυπωσιακήν δράσιν, διακριθείς ως ιεροκήρυξ, πνευματικός, άριστος λειτουργός και καθοδηγητής της νεολαίας. Παραλλήλως προσελήφθη, κατόπιν διαγωνισμού, ως Γραμματεύς της Ι. Συνόδου το 1968, επιδείξας τα οργανωτικά και διοικητικά τα χαρίσματα, παραμείνας εις την θέσιν αυτήν μέχρι του 1974. Το 1974, εξελέγη, με πρότασιν του τότε άρτι ενθρονισθέντος Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού εις ηλικίαν 35 ετών. Ως Μητροπολίτης Δημητριάδος ο κ. Χριστόδουλος επεδόθη εις την εσωτερικήν διοργάνωσιν της Ι. Μητροπόλεως, ενεθάρρυνε τους νέους κληρικούς να σπουδάσουν, και προσείλκυσε προς την ιερωσύνη πλειάδα νέων, προσοντούχων και ικανών κληρικών. Κατά το διάστημα των 24 ετών της αρχιερατείας του εχειροτόνησε περί τους 150 νέους κληρικούς, ανανεώσας το δυναμικόν των στελεχών της Ι. Μητροπόλεως.
Σημαντική υπήρξε η συμβολή του εις όλους τους αγώνας της Εκκλησίας. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, εκτιμήσασα τη δραστηριότητά του και αποβλέπουσα εις την ευρυμάθειαν και τη χαρισματικήν του ικανότητα ως συζητητού, τον όρισε εκπρόσωπόν της εις την Επιτροπήν Συντάξεως Νέου Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1988, ενώ τον αξιοποίησε εις πολλάς επαφάς της μετά κυβερνητικών κύκλων, αλλά και διεθνών παραγόντων και φορέων. Κατ’ εξοχήν λειτουργικός άνθρωπος ο κ. Χριστόδουλος, πιστός ει την παράδοσιν, επέβαλε την τάξιν εις τας Ι. Ακολουθίας. Εργασιομανής εις το έπακρον, σέβεται τους ανθρώπους που εργάζονται και το αυτό εμπνέει και εις τους συνεργάτας του. Συγκέντρωσε κοντά του και ανθρώπους που παλαιότερα δεν είχαν σχέσιν προς την Εκκλησίαν, ιδίως τους νέους, αναπτύξας μεγάλον δράσιν κατά των ναρκωτικών, κατά του AIDS, κατά της ανεργίας. Η δραστηριοποίησις της Ι. Μητροπόλεως Δημητριάδος εις τους τομείς αυτούς υπήρξε πρωτοποριακή και εδημιούργησε τας προϋποθέσεις διά την ανάπτυξιν παρεμφερούς δράσεως και από άλλας Μητροπόλεις. Η εκλογή του, την 28ην Απριλίου 1998, και η ενθρόνισίς του ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, την 9ην Μαΐου του ιδίου έτους, εσήμανε την έναρξιν σημαντικού έργου ποιμαντορίας και διακονίας. Ως Προκαθήμενος της Εκκλησίας προέβη εις το έργον της αναδιοργανώσεως των Συνοδικών Υπηρεσιών και των Συνοδικών Επιτροπών της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ώστε η Εκκλησία να μπορεί να συμπαρίσταται αποτελεσματικότερον εις όλα τα κρίσιμα κοινωνικά ζητήματα. Επίσης, ίδρυσε άνω των 14 νέας Ειδικάς Συνοδικάς Επιτροπάς διά την παρακολούθησιν, ενημέρωσιν και παρέμβασιν της Εκκλησίας επί ευρέος φάσματος προβλημάτων της συγχρόνου ζωής (Βιοηθικής Ακαδημίας Εκκλησιαστικών Τεχνών, Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Γάμου, Οικογενείας, Προστασίας του Παιδιού και Δημογραφικού Προβλήματος, Χριστιανικών Μνημείων, Θείας και Πολιτικής Οικονομίας και Οικολογίας, Λειτουργικής Αναγεννήσεως, Πολιτισμικής Ταυτότητας, Γυναικείων Θεμάτων, Παρακολουθήσεως των Ολυμπιακών Αγώνων «Αθήνα 2004», Αθλητισμού, Μεταναστών, Προσφύγων και Παλινοστούντων, κ.π.ά). Εστήριξε και εστελέχωσε τας ήδη υφισταμένας Υπηρεσίας της Εκκλησίας και ίδρυσε νέας προς ενεργόν αντιμετώπισιν κοινωνικών προβλημάτων, με έμφασιν εις τα προβλήματα των τοξικομανών, τας ανάγκας των μεταναστών, τη στήριξιν των ανυπάνδρων μητέρων και των κακοποιημένων γυναικών (μέσω της ιδρύσεως «Στέγης Μητέρας), την μέριμναν διά τα θύματα εμπορίας και παρανόμου διακινήσεως προσώπων, την δημιουργίαν αλυσίδος νηπιαγωγείων διά την στήριξιν των πτωχών και πολυτέκνων οικογενειών, κ.ά. Τον Μάρτιον του 1999 ο Αρχιεπίσκοπος ανέλαβε εθνικήν πρωτοβουλίαν: εζήτησε παρά της Ιεράς Συνόδου και επέτυχε την έγκρισιν Προγράμματος Οικονομικής Ενισχύσεως των Χριστιανικών Οικογενειών της Θράκης διά την απόκτησιν τρίτου τέκνου, υπό την μορφήν μηνιαίου επιδόματος. 29 Μητροπολίται και 5 Βοηθοί Επίσκοποι και Τιτουλάριοι Επίσκοποι έχουν προταθεί, εκλεγεί και χειροτονηθεί υπ’ αυτού. Εν τη ανυστάκτω μερίμνη του διά την καλυτέραν διαποίμανσιν των πιστών του Λεκανοπεδίου της Αττικής, κατόπιν εισηγήσεώς του, εδημιουργήθη η νέα Ι. Μητρόπολη Γλυφάδας (2008). Ιδρυσε επίσης την Μ.Κ.Ο. της Εκκλησίας της Ελλάδος «Αλληλεγκύη» (2002), η οποία επιτρέπει εις την Εκκλησίαν να συμπαρίσταται διεθνώς με πλούσιον ανθρωπιστικόν έργον, εις τας περιοχάς της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής, της Ασίας, της Ανατολικής Ευρώπης, καθώς επίσης και φιλανθρωπικώς εντός Ελλάδος με την δημιουργίαν διαφόρων Ιδρυμάτων και Σχολών. Ο Αρχιεπίσκος κ. Χριστόδουλος είναι εκείνος ο οποίος εισήγαγε την Εκκλησίαν της Ελλάδος εις την ψηφιακή εποχήν. Με απόφασίν του εφηρμόσθη σύστημα μηχανοργανώσεως εις πάντως τους τομείς της κεντρικής διοικήσεως της Εκκλησίας, ενεκαινίσθη η τήρησις ηλεκτρονικού πρωτοκόλλου και υπεστηρίχθη η σύστασις δικτύου ηλεκτρονικών υπολογιστών συνδεδεμένων μεταξύ των. Την πρωτοβουλία του ιδρύθη Επικοινωνιακή και Μορφωτική Υπηρεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, με τέσσερις κλάδους: Ραδιοφωνίας, Εκδόσεων, Ηλεκτρονικής Τεχνολογίας και Τηλεοράσεως. Εξ’ αυτών οι τρεις πρώτοι κλάδοι έχουν ήδη ενεργοποιηθεί και παρουσιάζουν πλούσιον έργον.
Το έντονο ενδιαφέρον του διά τας ευρωπαϊκάς διεθνείς υποθέσεις και η βούλησίς του να καταστήσει την Εκκλησίαν της Ελλάδος δραστηρίαν εις τα διεθνή Fora, εξωστρεφή και ανοικτήν εις τον διάλογον έχουν αναγνωριστεί υπό πάντων. Προς τον σκοπόν τούτον, μία εκ των προτεραιοτήτων του ως Προκαθημένου ήτο η ίδρυσις Γραφείου Αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος εις την Ευρωπαϊκήν Ενωσιν, εις το Συμβούλιον της Ευρώπης και εις την UNESCO (1998), καθώς και Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Παρακολουθήσεως Ευρωπαϊκών Θεμάτων. Ηδη από της εποχής της Αρχιερατείας του ως Μητροπολίτου Δημητριάδος, ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος είχεν αναπτύξει στενάς σχέσεις μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η δε επίσκεψις του αειμνήστου Οικουμενικού Πατριάρχου Δημητρίου το έτος 1990 εις Βόλον υπήρξε μοναδικόν ιστορικόν γεγονός διά την περιοχήν της Μαγνησίας. Με εισήγησίν του, η Ιερά Σύνοδος απεφάσισε, την 12ην Μαΐου 2000, την καθιέρωσιν της εορτής της μνήμης του Αποστόλου Παύλου ως θρονικής εορτής της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Κυρός Χριστόδουλος Εκοιμήθη εν Κυρίω την 5.15 της 28ης μηνός Ιανουαρίου 2008.