Το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο συμπεριφέρθηκε την τελευταία δεκαετία με περισσή αλαζονεία, αλλά και με αυτοκτονική αυτοπεποίθηση. Ξεπέρασε με μεγάλη ευκολία τη λεγόμενη πραγματική οικονομία και από εκεί που αρχικά λειτουργούσε μόνο ως μεσολαβητής εξασφάλισης κεφαλαίου για το παραγωγικό κεφάλαιο, κατέληξε στο τέλος να μετατραπεί σε αυτόνομο πεδίο δράσης που αντλούσε –και συνεχίζει να αντλεί παρά τους περιορισμούς Ομπάμα- κέρδη με ρυθμούς πολλαπλάσιους εκείνων που επιτρέπουν οι πραγματικοί όροι. Αυτή η αυτονόμηση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και η θεοποίηση της «νέας άυλης οικονομίας», απέβη μπούμερανγκ για το ίδιο τελικά. Πρώτοι απ’ όλους όμως πλήρωσαν «το μάρμαρο» τα εκατομμύρια ανυποψίαστων πολιτών, παρότι ουδεμία σχέση είχαν με τις νέου τύπου «οικονομικές διαχειρίσεις». Κάποιοι τα λένε hedge funds στη σύγχρονη ορολογία. Αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία. Σημασία έχει ότι ενώ τα κέρδη ήταν ιδιωτικά στην περίοδο των παχιών αγελάδων, οι ζημιές –όταν στράβωσε η δουλειά- κοινωνικοποιήθηκαν, πληρώθηκαν δηλαδή και πληρώνονται από την κοινωνία.
Φυσικά, επειδή το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ήταν αρκετά συντηρητικό και μακριά από από τέτοιες πρακτικές, δεν εθίγη, ή για να ακριβολογούμε δεν εθίγη τελικά πολύ από τα «μολυσματικά» προϊόντα της νέας διεθνούς οικονομίας. Αντιθέτως, την περίοδο κατά την οποία διογκώνονταν οι «φουσκάλες» του Γκρίνσπαν για να μετατραπούν τελικά σε παγκόσμιο πρόβλημα υπό τον γνωστό πλέον όρο «χρηματοπιστωτική κρίση του 2008», εμείς στη χώρα μας «βγάζαμε μόνοι τα μάτια μας». Η Ελλάδα ξεπερνούσε το ανώτατο επιτρεπτό όριο του 3% των ελλειμμάτων αγγίζοντας το αστρονομικό 16% και αντί της προσπάθειας να ταπεινωθεί το εξωτερικό χρέος με όριο το 60% του ΑΕΠ, εκείνο κάλπαζε από το 120% και πάνω! Η δε «ψαλίδα» του ελλείμματος των τρεχουσών συναλλαγών που αποτυπώνει τη δυναμικότητα μιας οικονομίας, άνοιγε όλο και περισσότερο! Η κατάσταση ήταν απολύτως ξέφρενη. Και για να μην χάνουμε την πολιτική διάσταση αυτού του φαινομένου, τέτοιοι χαοτικοί δείκτες σε άλλες χώρες δικαιολόγησαν κατά καιρούς απανωτά πραξικοπήματα! Πλανάται όμως παρ’ όλα αυτά το ερώτημα: Γιατί οι αγορές είναι τόσο σκληρές με τη χώρα μας και γιατί η Ε.Ε. αρκετά δύσκαμπτη ή επιφυλακτική να δώσει λύσεις;
ΟΙ ΑΓΟΡΕΣ ΤΩΝ «BANKSTERS»
Πρώτα απ’ όλα, τι είναι οι «αγορές»; Είναι οι τραπεζικοί γίγαντες που απέμειναν μετά τις «εκκαθαρίσεις» της 17ης Σεπτεμβρίου 2008. Έκτοτε, οι τραπεζίτες –και όχι αδίκως- μετονομάσθηκαν σε banksters, σε τραπεζίτες δηλαδή που έγιναν γκάγκστερς! Παρότι μείνανε λιγότεροι, ο ζωτικός χώρος περιορίσθηκε και έτσι αντί να ασχολούνται με τα ψίχουλα, έβαλαν στο στόχαστρο εθνικές οικονομίες, μπίζνες δηλαδή κλίμακας. Και η Ελλάδα, με δείκτες αρνητικούς, αποτέλεσε εξαιρετική ευκαιρία για τις επιθέσεις και τις προσδοκίες τους. Κατά καιρούς ασχολούνται και με άλλες χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης. Και όχι μόνο. Ας μην ξεχνάμε ότι ο παγκοσμίου φήμης κερδοσκόπος Τζωρτζ Σόρρος χτύπησε αλύπητα τη στερλίνα το 1992 και κέρδισε από την υποτίμησή της ένα δισεκατομμύριο δολάρια μέσα σε μια μέρα! Γιατί να χαριστούν στην Ελλάδα;
Τι κάνουν λοιπόν αυτές οι «αγορές»; Τα hedge funds (κεφάλαια αντασφάλισης) είναι κατ’ όνομα μόνο τέτοια, αφού όχι μόνο δεν αντασφαλίζουν, αλλά κάνουν ακριβώς το αντίθετο. Αντί να διασφαλίζουν από τις αγοραίες διακυμάνσεις τον πλούτο των πελατών τους μέσω της αντασφάλισης, τα hedge funds αποκομίζουν το μεγαλύτερο όφελος –πολλές φορές καταλαμβάνουν θέσεις εκατονταπλάσιες από τα χρήματα των ιδιοκτητών τους- από τις διακυμάνσεις της αγοράς. Ποια είναι η πρακτική τους: Συνήθως, χρησιμοποιούν τη μέθοδο της ακάλυπτης πώλησης, δηλαδή προπωλούν χρεόγραφα που δεν έχουν καν στην κατοχή τους. Από τη μια υπόσχονται να τα παραδώσουν με ορισμένη τιμή μελλοντικά με την προσδοκία της πτώσης της τιμής τους –εξού και οι «επιθέσεις»- και από την άλλη αγοράζουν άλλα, με την προσδοκία της ανόδου της τιμής τους. Τα κέρδη προκύπτουν εάν η τιμή των πρώτων πέσει ή αν η τιμή των δεύτερων (αγορασθέντων) ανέβει. Οι πρακτικές αυτές συναντώνται στη Wall Street και στο City του Λονδίνου. Να λοιπόν γιατί η Βρετανία, παρότι διαθέτει βαρύ πολιτικό λόγο δεν συμμετέχει στη νομισματική ένωση.
Η ΑΜΗΧΑΝΙΑ ΤΗΣ Ε.Ε.
Η δε υπόλοιπη οργανωμένη Ευρώπη διαθέτει ως αντίβαρο την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία όμως κινείται με ρυθμούς παραδοσιακούς και μέσα στο πλαίσιο που θέτει η ΕΕ με δυσανάγνωστη εκπροσώπηση και δυσκαμψίες στη λειτουργία της. Το άλλο μειονέκτημα της ΕΕ είναι ότι δεν διαθέτει καν «Οίκο Αξιολόγησης» και έτσι τόσο το επικοινωνιακό, όσο και το ουσιαστικό παιγνίδι γίνεται αλλού. Είναι καιρός, η ήπειρος που διαθέτει το βαρύτερο νόμισμα παγκοσμίως, επιτέλους να αποκτήσει και δικά της σύγχρονα οικονομικά εργαλεία για να πάψει να είναι έρμαιο αλλότριων επιλογών.
Σε ό,τι αφορά στα δικά μας τώρα, η Ευρώπη αποδείχτηκε μικρότερη του πραγματικού της αναστήματος και με αντανακλαστικά τέτοια, που επέτρεψαν την «εισπήδησιν» των hedge funds ανοιχτά και απροκάλυπτα σε χώρες της Ευρωζώνης. Η ΕΕ υπήρξε αδικαιολόγητα διστακτική. Στο τέλος μάλιστα για την επίλυση του ελληνικού προβλήματος, επιστρατεύθηκε το ίδιο το ΔΝΤ. Κατά το νομπελίστα Πωλ Κρούγκμαν «Το ΔΝΤ είναι δανειστής εσχάτης ανάγκης για τις εθνικές κυβερνήσεις. Καταφεύγουν σ’ αυτό για χρήματα όταν βρίσκονται σε κίνδυνο. Και οι δανειστές εσχάτης ανάγκης υποτίθεται ότι αγαπούν με σκληρό τρόπο: Σου δίνουν αυτό που χρειάζεσαι και όχι αυτό που θέλεις και σε αναγκάζουν να αποκτήσεις αυτοέλεγχο μέσα από αυτή τη διαδικασία. Ένα θερμό, τρυφερό ΔΝΤ δεν θα έκανε τη δουλειά του. Όμως δεν ισχύει απαραιτήτως και το αντίθετο: Επειδή ο κόσμος μισεί το ΔΝΤ, δεν σημαίνει ότι αυτό κάνει καλά τη δουλειά του». Η συνταγή του είναι «παντός καιρού», αλλά δεν πιάνει πάντα τόπο. Έτσι υπάρχουν περιπτώσεις χωρών όπου εκπληρώθηκαν μεν οι κατευθύνσεις του ΔΝΤ, αλλά η ύφεση επιδεινώθηκε λόγω της μειωμένης ζήτησης και υπάρχουν περιπτώσεις όπου δεν εφαρμόσθηκαν οι κατευθύνσεις και αυτό το γεγονός από μόνο του μεταφράσθηκε ως απώλεια ελέγχου που τροφοδότησε στη συνέχεια πανικό.
Στην ελληνική περίπτωση δεν έχει θέση ούτε καν η κλασική απάντηση που έχει συνδεθεί με το όνομα του Τζων Μέιναρντ Κέινς, πως αν ο ιδιωτικός τομέας αδυνατεί να ξοδέψει χρήματα για να διατηρήσει την πλήρη απασχόληση της οικονομίας, ο δημόσιος τομέας πρέπει να αναλάβει να κινητοποιήσει την οικονομία. Αφήστε, έλεγε, την κυβέρνηση να δανειστεί και να χρησιμοποιήσει κονδύλια για να χρηματοδοτήσει σχέδια δημοσίων επενδύσεων, να προσφέρει δουλειές, να κάνει τους ανθρώπους πιο πρόθυμους να ξοδεύουν, να δημιουργήσουν περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης κ.ο.κ. Η παραπάνω θέση –αν εφαρμοστεί ανέλεγκτα- θα επιφέρει το αποτέλεσμα, το δανεικό χρήμα να διοχετεύεται και πάλι εκτός χώρας, αφού η εσωτερική ζήτηση καλύπτεται μέχρις ενός μεγάλου βαθμού από προϊόντα εισαγόμενα. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Θα δανειζόμαστε λοιπόν για να ρίχνουμε νερό σε ξένους μύλους!
Συνεπώς, απαιτείται ένα μείγμα πολιτικής που να στηρίζεται στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές και στην ενδυνάμωση του παραγωγικού μας ιστού. Με «επιθέσεις» ιδιωτικών κεφαλαίων και από το εξωτερικό –όπως αποφάνθηκε πρόσφατα ο πρόεδρος του Συνδέσμου των γερμανών βιομηχάνων- και με την απρόσκοπτη υλοποίηση του ΕΣΠΑ. Με πολιτική συναίνεση στο μέγιστο δυνατό βαθμό και ταυτόχρονα με την ύπαρξη ενός δικτύου προστασίας του πραγματικά αδύνατου. Με την άρση των προκλητικών προνομίων σε ορισμένους φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αλλά και τη φορολόγηση επιτέλους του φοροδιαφεύγοντος ιδιωτικού. Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο. Μόνο όταν η Ευρώπη ξεπεράσει την αμηχανία, τις αναστολές και τη συμπλεγματική της εκπροσώπηση και εμείς τις εσωτερικές στρεβλώσεις και τις χρόνιες ασυμμετρίες μας, μπορεί να αντιμετωπισθεί η κρίση ως ευκαιρία.