Του Στέφανου Παπαγεωργίου *
Ο ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία (Στρατιά της Μ. Ασίας) αποτελούμενος από τα τρία σώματα στρατού το Α΄, Β΄ και Γ΄ με διοικητή τον Αναστάσιο Παπούλα πέρασε τον Σαγγάριο ποταμό την 1η Αυγούστου του 1921. Οι επτά πλωτές γέφυρες που κατασκευάστηκαν στον ποταμό βοήθησαν για να περάσουν μέσα σε 6 μέρες οι 9 από τις 11 μεραρχίες (οι δύο θα παρέμειναν εφεδρικές δυτικά του Σαγγάριου). Όλη η δύναμη της στρατιάς ήταν 178.000 οπλίτες, 5.500 αξιωματικοί και μια ταξιαρχία ιππικού. Διοικητές των τριών σωμάτων ήταν ο Α. Κοντούλης στο Α΄ , ο πρίγκιπας Ανδρέας στο Β΄ και ο Γ. Πολυμενάκος του Γ΄ σώματος.
Εκτός από το στρατό που έπρεπε να περάσει από τον Σαγγάριο, έπρεπε να περάσουν από το ποτάμι 200 τόνοι πυρομαχικών φορτωμένοι σε 1500 κάρα που τα έσερναν άλογα, βόδια ή βουβάλια με Τούρκους οδηγούς, αλλά και 1600 καμήλες φορτωμένες με οδηγούς επίσης Τούρκους. Επιπλέον, έπρεπε να περάσουν 600 αυτοκίνητα φορτηγά 3 τόνων και άλλα 240 οχήματα 1 τόνου. Οι στρατιώτες είχαν μαζί τους τα όπλα, το σακίδιο με ψωμί ή γαλέτα, ζάχαρη, αλάτι και τσάι αλλά και ξηρή τροφή όπως καλαμπόκι ή ρεβίθια και στάρι. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα ήταν τα λιγοστά βυτιοφόρα για την μεταφορά νερού, διότι μετά τον Σαγγάριο θα περνούσαν την Αλμυρά Έρημο και με τον αυγουστιάτικο ήλιο υπήρχε μεγάλη έλλειψη νερού.
Όλη αυτή η δύναμη του ελληνικού στρατού θα έπρεπε να αντιμετωπίσει (με σκοπό να φθάσει στην Άγκυρα) τον στρατό του Κεμάλ που ήταν καλά οχυρωμένος, με σύγχρονα όπλα. Η δύναμη του Κεμάλ έφτανε τους 90.000 άνδρες και 255 οπλοπολυβόλα, 515 βαριά πολυβόλα και 167 πολυβόλα διαφόρων διαμετρημάτων. Όταν ο στρατός μας πέρασε τον Σαγγάριο βρέθηκε σε ένα τρομερά άνυδρο τοπίο της ερήμου. Η πορεία ήταν τρομερά δύσκολη στη καυτή και ψηλή άμμο, όπου με δυσκολία προχωρούσαν τα κάρα με τα βαριά κανόνια. Οι φαντάροι μας εκτός των άλλων είχαν και τη χλένη που έπρεπε να κουβαλάν, γιατί ενώ τη μέρα έκανε τρομερή ζέστη, το βράδυ έπεφτε στους μηδέν βαθμούς και το κρύο ήταν φοβερό.
Μετά από τρεις μέρες πορεία στις 10 Αυγούστου, ο στρατός μας έφθασε στους πρόποδες του βουνού Μανγκαλ Νταγ όπου τον έπιασε βροχή με χαλάζι. Εκεί έγινε και η πρώτη μάχη όπου η Ι μεραρχία βρέθηκε αντιμέτωπη με μια καλά οχυρωμένη τουρκική δύναμη. Η μάχη κράτησε μια μέρα και μια νύχτα και τα ξημερώματα οι εναπομείναντες Τούρκοι εγκατέλειψαν τα χαρακώματα. Όταν ο Κεμάλ έμαθε το αποτέλεσμα της μάχης έγινε έξαλλος, αντικατέστησε τον διοικητή της μονάδας και έδωσε εντολή στο εξής να εκτελούνται οι αξιωματικοί που θα υποχωρούν από τα πεδία των μαχών γιατί όπως είπε «αν νικηθούμε εδώ, θα είναι ο τάφος της Τουρκίας».
Την άλλη μέρα η ΙΙ μεραρχία κάνει επίθεση στο Ταμπούρ Ογλού και στα υψώματα του Τουρμπάν Τεπέ και στους Δίδυμους Λόφους. Στις αλλεπάλληλες μάχες που ακολούθησαν ο στρατός μας εντός πέντε ημερών και μετά από σκληρές και αιματηρές νικηφόρες μάχες στο Ταμπουρ Ογλού, Τουρμπέ Τεπέ, Καρά τεπέ, Κολέ Γκρότο και Σαπάνεζαν αναγκάζει τους Τούρκους να υποχωρήσουν από την πρώτη αμυντική γραμμή τους στη δεύτερη, που ήταν η κορυφογραμμή του Αρντίς Ντάγ, το Τσαλ Νταγ και το Πολατλή, μόνο 60 χιλιόμετρα από την Άγκυρα. Την επίθεση στο Αρντίζ Νταγ στις 5 το πρωί (19 Αυγούστου) την αναλαμβάνει η ΧΙΙ μεραρχία του Α’ σώματος στρατού. Η σκληρή αυτή μάχη αρχίζει και από δύο κλεισούρες οι στρατιώτες σκαρφαλώνουν προς την κορυφή. Οκτακόσια μέτρα χώριζαν τους οπλίτες μας από το φρύδι του βουνού και κατορθώνουν μέσα σε 15 μονάχα λεπτά και αδιαφορώντας για τα καταιγιστικά πυρά του εχθρικού πεζικού και πυροβολικού, να φθάσουν ως εκεί πάνω. Ξαφνιάζονται οι Τούρκοι βλέποντας τους δικούς μας από το «σεϊτάν ασκέρ» (του διαβόλου το ασκέρι όπως το ονόμαζαν) να πηδάνε μέσα στα χαρακώματά τους. Δεν τους απόμεινε άλλο από τη φυγή. Παρατούν τα μυδραλιοβόλα τους, τα εφόδιά τους ακόμα και τα τουφέκια τους. Ένα τάγμα του 176ου τουρκικού συντάγματος δεν κατορθώνει να φύγει και παραδίδεται με τον διοικητή του, τους αξιωματικούς και τους 355 άνδρες του. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Δημ. Φωτιάδης «Μια λαμπρή νίκη στεφανώνει τα όπλα μας, λίγο πριν από το ηλιοβασίλεμα της υπέρτατης εκείνης προσπάθειας».
Η φθορά του εχθρού θα ήταν ακόμα πιο μεγάλη, αν το πυροβολικό μας χτυπούσε τους πανικόβλητους εχθρούς που έφευγαν. Έμμεινε όμως βουβό, καθώς δεν είχε οβίδες. Στις 20 Αυγούστου η ΙΙ μεραρχία μετά από ολοήμερη σκληρή μάχη εξουδετερώνει την αντίσταση της 17ης τουρκικής μεραρχίας και στις 10 το βράδυ φθάνει στην υψηλή κορυφή του Τσαλ Νταγ.
Η τολμηρή όμως αυτή προσπάθεια του στρατού μας στα κακοτράχαλα βουνά οδήγησε πολλά μεταφερόμενα κανόνια και κιβώτια πυρομαχικών στο γκρεμό λόγω μεγάλου βάρους αλλά και όλη την κατάσταση του στρατού μας στο απροχώρητο. Ο ανεφοδιασμός σε τρόφιμα και πολεμικό υλικό ήταν ελάχιστος. Αξιωματικοί και στρατιώτες τα είχαν δώσει όλα. Οι χιλιάδες απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες αλλά και αγνοούμενους στα πεδία των μαχών, ανάγκασαν τον διοικητή της Στρατιάς να στείλει έκθεση προς τον υπουργό των στρατιωτικών Θεοτόκη στις 22 Αυγούστου 1921.
Την έκθεση θα τη μετέφεραν από το στρατηγείο (εγκαταλείποντας με αυτό τον τρόπο την Στρατιά), ο διάδοχος Γεώργιος και ο Ξενοφών Στρατηγός που ήταν και ο εμπνευστής των επιχειρήσεων για την κατάληψη της Άγκυρας. Θα την παρέδιδαν στην Προύσα όπου εκεί ήταν και ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος, ο πρίγκιπας Νικόλαος, ο αντιστράτηγος Βίκτωρ Δούσμανης μαζί με το Θεοτόκη. Το βασικό περιεχόμενο της έκθεσης ήταν ότι η μάχη του Σαγγάριου έφθασε στο τέλος της και ότι έπρεπε πλέον η πολιτική εξουσία με πολιτικές διαπραγματεύσεις να ενεργήσουν για την ομαλή επιστροφή της Στρατιάς στην Ελλάδα. Επιπλέον η έκθεση ανέφερε μεταξύ άλλων ότι η δύναμη των ανδρών στα πεδία των μαχών από 76.000 είχε φθάσει τις 47.000, η έλλειψη αξιωματικών ήταν μεγάλη, το βαρύ πυροβολικό ήταν υποδεέστερο αριθμητικώς και ποιοτικώς του εχθρού. Με αυτή την έκθεση του Παπούλα, ο Ξενοφών Στρατηγός έφθασε στην Αθήνα και την έδωσε στον Γούναρη για να αποφασίσει τι θα κάνουν. Ο Γούναρης στέλνει τηλεγράφημα στον διοικητή της στρατιάς λέγοντας ότι θα πρέπει να ενεργήσει αυτός σύμφωνα με το στρατιωτικό συμφέρον.
Ενώ γινόταν όλα αυτά στα υψηλά κλιμάκια της πολιτική και της στρατιωτικής ηγεσίας, ένα τρομερό συμβάν άλλαξε την πορεία και την τύχη αυτού του στρατού αλλά και του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Το Β΄ Σώμα Στρατού με διοικητή τον πρίγκιπα Ανδρέα που διέθετε δύο μεραρχίες πεζικού και μια ταξιαρχία πεζικού που είχε βάση επιχειρήσεων το Κολέ Γκρότο, αποφασίζει την 26η Αυγούστου να κινηθεί προς το κέντρο των επιχειρήσεων όπου ήταν το Γ΄ Σώμα στρατού και που αναμένονταν σφοδρή επίθεση του τουρκικού στρατού. Ο διοικητής της στρατιάς όταν το έμαθε έγινε έξαλλος, γιατί πριν δύο ημέρες είχε δώσει διαταγή να μη γίνει καμιά μετακίνηση. Θεωρώντας ότι υπεύθυνος για αυτό το αντιπειθαρχικό κρούσμα ήταν ο επιτελάρχης του σώματος και όχι ο πρίγκιπας Αντρέας, τον αντικαθιστά με τον Π. Νικολαϊδη που ήταν διοικητής της ταξιαρχίας ιππικού.
Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι τελικά ο πρίγκιπας Αντρέας μετά την δίκη των Εξ οδηγήθηκε στο στρατοδικείο, το οποίο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό "της τελείας απειρίας περί την διοίκησιν ανωτέρων μονάδων" και τον καταδίκασε στην ποινή της ισόβιας εξορίας και της διαγραφής από το μητρώο των αξιωματικών. Μετά, βέβαια, εγκαταστάθηκε σε προάστιο του Παρισιού και ο γιός του Πρίγκιπας Φίλιππος παντρεύτηκε τη (σημερινή) Βασίλισσα Ελισάβετ Β΄ του Ηνωμένου Βασιλείου. Ως το τέλος της ζωής του, ο πρίγκιπας Αντρέας δεν έπαψε να καταριέται την Ελλάδα και με επιστολές του να εύχεται την καταστροφή της χώρας.
Όταν ο Κεμάλ και ο τούρκικος στρατός έμαθαν την μετακίνηση του Β΄ σώματος στρατού, νόμισαν ότι άρχισε η αποχώρηση του ελληνικού στρατού και άρχισαν να πανηγυρίζουν. Ήταν για τον Κεμάλ το κερασάκι στην τούρτα. Εν τω μεταξύ ο τουρκικός στρατός την 28η Αυγούστου αντεπετέθηκε και κατέλαβε τους Δίδυμους Λόφους και ο στρατός μας άρχισε να υποχωρεί. Στις 5:30 της ίδιας μέρας η Χ μεραρχία δέχτηκε τη βοήθεια της ΧΙ μεραρχίας και άρχισε μια λυσσαλέα μάχη μεταξύ ελληνικού και τουρκικού στρατού που ήταν και η τελευταία μάχη ανατολικά του Σαγγάριου με πολλές απώλειες εκατέρωθεν. Σκοτώθηκαν όλοι οι αξιωματικοί και οι λαβωμένοι στρατιώτες έμειναν στο πεδίο της μάχης. Ένας από αυτούς πριν ξεψυχήσει έγραψε προς τους γονείς του «έπεσα ένδοξα μαχόμενος υπέρ πατρίδος …»
Πόσα νέα παιδιά άφησαν τα κόκαλά τους σε αυτά τα κακοτράχαλα βουνά και μέρη βαθιά στην Τουρκία, 600 χιλιόμετρα από τη Σμύρνη. Η διοίκηση της στρατιάς το βράδυ της 29ης Αυγούστου έδωσε εντολή για να αρχίσει η υποχώρηση των τριών σωμάτων του στρατού με πρώτο το Β΄ Σώμα που άρχισε στη 1 το βράδυ της 30ης Αυγούστου και το άλλο βράδυ της 31ης Αυγούστου τα άλλα δύο σώματα μέσω των 7 γεφυρών που είχαν στηθεί στο ποτάμι για την μετάβασή τους δυτικά του Σαγγάριου. Γράφει ο Δημ. Φωτιάδης «Νεκροί του Σαγγάριου, μέσα στη μνήμη μας θα ζείτε, αδικαίωτοι ήρωες, καθώς ποτέ η Δόξα δεν έπλεξε στεφάνι για σας».
Βιβλιογραφία
1. Τα φοβερά ντοκουμέντα «Σαγγάριος» , Δημήτριος Φωτιάδης, εκδόσεις Φυτράκη
2. Έκθεσις της πολεμικής Ιστορίας των Ελλήνων , τόμος Α΄
* Ο Στέφανος Παπαγεωργίου είναι τεχνολόγος μηχανικός – ιστορικός μελετητής