Του Ηλία Κανέλλη
Το 1974, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, το πρόσωπο που θεμελίωσε τη μεταπολίτευση, επέλεξε συνειδητά να τερματίσει τη μετεμφυλιακή συνθήκη, να νομιμοποιήσει το Κομμουνιστικό Κόμμα και να βάλει τις βάσεις μιας σύγχρονης πλουραλιστικής δημοκρατίας με ισχυρούς θεσμούς. Ταυτόχρονα, επιχείρησε να δώσει τέλος σε ένα ερώτημα ταυτότητας που, υποτίθεται, βασάνιζε το νεότερο ελληνικό κράτος ήδη από τη δημιουργία του: είμαστε Ανατολή ή Δύση; Ο Καραμανλής, έχοντας διαβλέψει ότι ο δυτικός κόσμος είναι η περιοχή της ευημερίας, της θεσμικώς εγγυημένης ελευθερίας, της πρόνοιας για τους πιο αδύνατους πολίτες, αλλά και της καινοτομίας, της προόδου, συνέδεσε τη χώρα κατευθείαν με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς λέγοντας το περίφημο: "Ανήκομεν εις την Δύσιν".
Η ελληνική κοινωνία, ωστόσο, ανέκαθεν ήταν καχύποπτη με τέτοιου τύπου βεβαιότητες. Και ένιωθε περισσότερο βολεμένη με την Ανατολή. Ο εθνικός μύθος ήθελε την Ελλάδα εξέλιξη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο ελληνικός εθνικισμός αναπαρήγαγε το ποίημα "πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα 'ναι". Η ορθόδοξη ταυτότητα επέμενε στην Ανατολή, η Εκκλησία θα έκανε τα πάντα για να μη χάσει την πρόσβαση στο κράτος, στις απολαβές απ' αυτό - και στην ιδεολογία του. Η βαθιά Δεξιά, προφανώς, είχε βολευτεί με εκείνο το μοντέλο, δεν την ένοιαζε να το αλλάξει - και έτσι έκανε, όπου βεβαίως την έπαιρνε: στην καθημερινότητα και στην αντίληψη για το κράτος-λάφυρο του κόμματος. Η Αριστερά, με έναν άλλο τρόπο, ήταν, όπως το Ρωσικό Κόμμα παλαιότερα, προσκολλημένη στη Μόσχα ("τούτη την άνοιξη, ραγιάδες ραγιάδες, τούτο το καλοκαίρι, ώσπου να έρθει ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι"). Και το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, ως αντιιμπεριαλιστικό - αντιευρωπαϊκό και αντιαμερικανικό, με μπααθικές επιδράσεις (με επιδράσεις, δηλαδή, από κόμματα τύπου Νάσερ της Αιγύπτου, Καντάφι της Λιβύης και Άσαντ της Συρίας), στην ουσία χτίστηκε πάνω στην απέχθεια για τη Δύση. Ένα μόνο κόμμα, το ΚΚΕ εσωτερικού, υπήρξε αναφανδόν υπέρ της Ευρώπης - αλλά για να μπορέσει να αιτιολογήσει την επιλογή του αναγκάστηκε να διακηρύξει ότι είναι "με την Ευρώπη των λαών" και όχι των μονοπωλίων.
Αλλά η επιλογή Καραμανλή να πάει κόντρα σε ολόκληρο το πολιτικό και το κοινωνικό σύστημα, στις τρέχουσες ιδεολογίες και στα συμφέροντα, κέρδισε, επειδή προσέφερε στη χώρα κάτι περισσότερο από δημοκρατία, κάτι που δεν είχε ποτέ έως τότε: πολύ και άφθονο ευρωπαϊκό χρήμα για να βελτιωθούν οι παραγωγικές δομές της χώρας, για να εκσυγχρονισθούν οι υποδομές, για να φτάσουν οι Έλληνες το επίπεδο ζωης των Ευρωπαίων. Οι Έλληνες, ακόμα κι αν οχυρώθηκαν στον εξαιρετισμό τους, έγιναν Ευρωπαίοι - Ευρωπαίοι χωρίς παιδεία, χωρίς οργανωμένο δημόσιο τομέα, χωρίς ευρωπαϊκό δημοκρατικό αέρα, αλλά πάντως Ευρωπαίοι. Βάφτισαν την Ευρώπη "πακέτο Ντελόρ" και οργάνωσαν τη νέα ζωή τους γύρω από τις επιδοτήσεις των επαγγελμάτων τους και τον καταναλωτισμό. Πιστεύοντας ότι όλα θα συνεχίζονται κατ' αυτόν τον τρόπο επ' άπειρον.
***
Σαράντα και χρόνια από τη μεταπολίτευση, η χώρα δεν κατάφερε να εμπεδώσει την ευρωπαϊκή ταυτότητα, παρότι οι πολίτες της ταξίδεψαν, κατανάλωσαν, σύγκριναν τις ζωές τους με τις ζωές των άλλων, σπούδασαν τα παιδιά τους (πολλοί περισσότεροι απ' όσους μπορούσαν στο παρελθόν) και, κυρίως, βρέθηκαν με ένα νόμισμα που τους επέτρεπε να σφραγίσουν την κατάκτησή τους, να βρεθούν στην αναπαυτική μεριά της Γης.
Το εκδήλωναν με κάθε τρόπο, σε κάθε κρίσιμη συγκυρία. Με την κατάρρευση του κομμουνισμού, μόνο η Αριστερά της Ελλάδας αισθάνθηκε ότι κατέρρεαν οι βεβαιότητες που της εξασφάλιζε ο διπολισμός. Στα αλλεπάλληλα αιματηρά επεισόδια της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, αρκεστήκαμε να συμπαραταχθούμε στην ορθόδοξη Σερβία, στη δολοφονική στρατηγική δηλαδή του πρώην κομμουνιστή και μετέπειτα εθνικιστή Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Κρύψαμε (ή υποβαθμίσαμε) το επεισόδιο γενοκτονίας της Σρεμπρένιτσα, διαμαρτυρηθήκαμε για τον βομβαρδισμό του Βελιγραδίου που απέτρεψε την εθνοκάθαρση του Κοσόβου. Στο τρομοκρατικό κτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου κατά της Αμερικής σπεύσαμε να μιλήσουμε για προβοκάτσια ενώ είπαμε χαιρέκακα για τους Αμερικανούς "καλά να πάθουν". Ταυτόχρονα, ο αντιδυτικισμός οργανωνόταν άριστα γύρω από κινήσεις υψηλού συμβολισμού, όπως η διαμάχη για τις ταυτότητες που εμπνεύστηκε ο τότε αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, και εμπεδωνόταν σε βιβλία με το κιλό που πουλιούνταν από την τηλεόραση και υπόσχονταν ότι η Ελλάδα θα ξαναμεγαλουργήσει χάρη στο "ξανθό γένος" που κάποια μέρα θα 'ρχόταν.
Και το μεν ξανθό γένος έχει τα δικά του ζόρια, ήρθε όμως στη γαλάζια μας χώρα μια χρεοκοπία για να ξαναμπεί ουσιαστικά το δίλημμα, σε συνθήκες μάλιστα κρίσης, οικονομικής καθίζησης και αβεβαιότητας. Υπό οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες, θα επιστρέφαμε στις εποχές της Ψωροκώσταινας. Μέσα στο ευρώ, όμως, σωθήκαμε - με σοβαρές αμυχές, αλλά σωθήκαμε. Ασφαλώς, μαζί με τον χαμηλό δανεισμό μας επιβλήθηκε σοβαρή επιτήρηση, που απαιτούσε να γίνουν σοβαρές μεταρρυθμίσεις ώστε η χώρα μας να γίνει ανταγωνιστική, να μπορούν δηλαδή το παραγωγικό μοντέλο της, το κράτος, η επιχειρηματικότητα και η φορολογία, να προσομοιάσουν με τα ευρωπαϊκά.
Συμφωνήσαμε βεβιασμένα για να πάρουμε το ρευστό (που δεν θα μπορούσαμε να το βρούμε πουθενά) και αναβάλλαμε για αύριο ό,τι ήταν δυνατόν. Κάπως έτσι η πολιτική ζωή γέννησε τέρατα, μεταξύ των οποίων ένα ακραιφνώς νεοναζιστικό κόμμα, τη Χρυσή Αυγή, που ψήφισαν ένας στους δέκα Έλληνες και ένα ριζοσπαστικό λαϊκιστικό αριστερό κόμμα, τον ΣΥΡΙΖΑ, με ισχυρή νεοκομμουνιστική, αντιευρωπαϊκή και νεοκομμουνιστική συνιστώσα. Η κυβέρνηση συνεργασίας υπό τον Αντώνη Σαμαρά, που προέκυψε μετά τις δύσκολες εκλογές του 2012, έπειτα από μια περίοδο προσαρμογής, κατέφυγε στον ακροδεξιό αυταρχισμό και στην αντιμνημονιακή ρητορική, με αποτέλεσμα να ξαναοδηγήσει τη χώρα στα βράχια.
Και πιθανόν, έπειτα από μια πολωμένη, διχαστική, σχεδόν εμφυλιοπολεμική προεκλογική αναμέτρηση, ανάμεσα σε υποτίθεται δυνάμεις του φωτός και σε υποτίθεται δυνάμεις του σκότους, σε μια περιπέτεια στην οποία μπορεί να τεθεί σοβαρά εκ νέου το δίλημμα της εξόδου της χώρας από το ευρώ. Αυτή τη φορά, με την Ευρώπη προετοιμασμένη να μας αφήσει να το διαπράξουμε: να οργανώσουμε την αποχώρησή μας ως λύση επιβίωσης.
***
Η χώρα από σήμερα μπαίνει, ούτως ή άλλως, σε μια νέα περίοδο. Για πρώτη φορά, το ερώτημα που τίθεται είναι σαφές: Θέλουμε μια Ελλάδα ευρωπαϊκή, διατεθειμένη με σοβαρές θυσίες και πολλή δουλειά να εκσυγχρονιστεί; Ή θέλουμε μια Ελλάδα σπαραγμένη, αποκομμένη, απομονωμένη, χωρίς συμμαχίες και χωρίς χρηματοδότηση, μια Ελλάδα που θα μετατραπεί σε Κούβα των Βαλκανίων;
Το δίλημμα είναι ισχυρό. Και ανάλογα με την απόφαση που θα πάρουμε στις επόμενες εκλογές θα απαντήσουμε οριστικά στην ερώτηση που δεκαετίες αποφεύγουμε: Μας αξίζει η Ευρώπη; Ή απλώς μας χρησίμευε όσο την αρμέγαμε;