Του Χρήστου Τσαντήλα
Η ΤΕΡΑΣΤΙΑ σιδερόπορτα, θα έκλεινε για βράδυ. Ακριβώς σε δέκα λεπτά. Στις πεντέμισι. Καμιά εικοσαριά, ίσως και παραπάνω, σκοτεινές και βουβές γυναικείες φιγούρες, αθόρυβα, αργά, αργά, πολύ αργά, λες και τις σπρώχνει κάποιος αόρατος φύλακας, με το ζόρι περπατώντας, θα εξέλθουν από τη βαριά πόρτα και σε λίγο ο γνωστός τσιριχτός θόρυβος από τον σιδηρόδρομο που βρίσκεται στη βάση της, θα σφραγίσει, για μια ακόμη νύχτα, την ήσυχη πολιτεία του νέου κοιμητηρίου της Λάρισας...
ΕΚΕΙ στην πόρτα, ένα ψυχρό απόγευμα τούτης της χριστουγεννιάτικης εβδομάδας, με το κρύο να παγώνει τα μάρμαρα και τον αέρα να σβήνει τα κεριά στα μνήματα, άκουσα από μια γνωστή χαροκαμένη γυναίκα, που είχα να δω έξι χρόνια, από τότε περίπου που έχασε τον εικοσάχρονο γιο της σε τροχαίο, τη φράση που για μέρες στριφογυρίζει στο μυαλό. "Βλέπεις", μου λέει με παγωμένη από πίκρα και πόνο φωνή. "Μόνο οι μανούλες μένουν τελευταίες!". Δεν είχε καθόλου άδικο. Έξι χρόνια τώρα, το ζούσε σχεδόν κάθε βράδυ. Μαζί με τον μονάκριβο γιο της, κάνοντάς του συντροφιά. Το παλικάρι της. Μόνο που εκείνος, δεν καταλάβαινε... Έτσι, τέτοιες σκηνές, σε πολλά μνήματα. Οι νεκροί δεν καταλαβαίνουν τους ζωντανούς...
ΔΕΝ είμαι σ' αυτούς που επισκέπτονται τακτικά το κοιμητήριο. Ευτυχώς, με φύλαξε ο Θεός, δεν έζησα τόσο κοντινό πόνο. Ούτε και μπορώ να καταλάβω πώς νιώθουν όσοι τον έζησαν. Όμως εκεί, στην πολιτεία της σιωπής, αισθάνθηκα κάτι παραπάνω από τα πραγματικά Χριστούγεννα. Βλέπεις, αν το θέλεις, πολύ καθαρά, τι ακριβώς σημαίνει η γιορτή της αγάπης, η ελπίδα από τη Θεία Γέννηση, που κρατάει ζωντανές τις πονεμένες σιλουέτες. Και το βλέπεις μέσα στο σκοτάδι που κρύβεται στην καρδιά όλων αυτών των μανάδων που φεύγουν από το μνήμα των παιδιών τους στις πεντέμισι καθημερινά, πριν η μεγάλη καγκελόπορτα κλείσει πίσω τους για τη νύχτα...
ΣΤΗΝ πολιτεία των νεκρών, μπορεί κανείς να βρει την πεμπτουσία της αγάπης, του πόνου, της εξάρτησης από το συναίσθημα μιας ανέλπιστης προσμονής και το μέγεθος της ματαιότητας. Να δει πόσο ανούσια είναι όλα αυτά τα καταθλιπτικά γεγονότα και οι «πολιτικές αγωνίες» που μονοπωλούν τη ζωή μας. Να δει ότι υπάρχει και κάτι χειρότερο. Μπορεί κανείς ανάμεσα στα μνήματα, να βρει τα όνειρα που χάθηκαν, απίστευτες καταστάσεις αφύσικης αντιμετώπισης του πόνου, «σαλεμένες» από πόνο φιγούρες, να μιλούν με τα μάρμαρα και τις φωτογραφίες, να ακουμπούν δώρα και διάφορα αντικείμενα στο χώμα, που όμως, όσο ανόητες κι αν φαίνονται γιατρεύουν πληγές, δυναμώνουν τις ψυχές και σκορπούν παρηγοριά...
ΑΥΤΑ τα Χριστούγεννα δεν είναι σαν όλα τα άλλα. Το μικρόβιο της πολιτικής και η κοινωνική ανησυχία λόγω των πολιτικών εξελίξεων που γεννούν αβεβαιότητα, δηλητηρίασαν το κλίμα. Σπίτια δεν στολίστηκαν φέτος με γιορτινό διάκοσμο όπως παλιά, ο κόσμος παραμονές της μεγάλης γιορτής, σχηματίζει ουρές στις τράπεζες αντί στις εκκλησιές, ακόμα και ο καιρός δεν ακολουθεί την παράδοση. Ίσως φανεί παράξενο αλλά όλη αυτή την καταθλιπτική ατμόσφαιρα εκείνη η μαυροντυμένη φιγούρα μπροστά στην καγκελόπορτα που έλεγα, με έκανε να την ξεχάσω. Πόσο ακριβή είν’ η ζωή, για να τη δηλητηριάζουν πράγματα ασήμαντα...