Ο κυρ- Βασίλης υπακούοντας στη δύναμη της θέλησής του έκανε πράξη το όνειρο της νιότης του: να γίνει ένας καλός και πετυχημένος επιχειρηματίας. Στην απόφασή του αυτή αρκετοί τον λοιδορούσαν, κάποιοι τον υποτιμούσαν με λόγια του τύπου: «πού πας βρε ξυπόλυτος στ’ αγκάθια;» Άλλοι βέβαια, οι πραγματικοί του φίλοι, τον ενθάρρυναν και τον παρότρυναν στον δρόμο, που επέλεξε...
Ο πρωταγωνιστής του τωρινού μας πονήματος, πάντα έλεγε, ότι την πρόοδο και την ανάπτυξη στην επιχείρηση δεν την φέρει μόνο το μεράκι και η επιμονή του επιχειρηματία, αλλά και το προσωπικό της. Το υγιές και χαρούμενο εργασιακό περιβάλλον. Οι άνθρωποι, που αγόγγυστα εργάζονται και προσφέρουν με τον τίμιο κόπο τους στην επιχείρηση. Αυτή, που τους δίνει τους γλυκύτατους καρπούς της ζωής. Αυτό έκανε καθημερινά και κάθε στιγμή ο κυρ- Βασίλης γι’ αυτούς που είχε στη δούλεψή του. Τους νοιαζότανε σαν παιδιά του. Ήταν πάντα πλάι τους. Φρόντιζε το μεροκάματο που έπαιρναν να είναι πάντα γλυκό κι όχι πικρό...
Και δεν σταματούσε μόνον σ’ αυτά. Τους βοηθούσε σε κάθε δύσκολη στιγμή της ζωής τους: στην αρρώστια, στη χαρά, στην ανάγκη... Γιατί, όπως κι ο ίδιος έλεγε, δεν μπορούσε να κλείσει μάτι και να νιώθει καλά, όταν κάποιος από το εργατικό του δυναμικό αντιμετώπιζε προβλήματα.
Ο κυρ- Βασίλης δεν ήταν μόνον δοτικός και ελεήμων στο προσωπικό της επιχείρησης, αλλά και σε κάθε ανήμπορη ψυχή που ζητούσε την συνδρομή του. Κι αυτό δεν το έπραττε με βόγγο και με ζόρι, αλλά με μια διάθεση απέραντης καλοσύνης, που τον έκανε να νιώθει ευτυχισμένο. Γιατί έβαζε πλάτη με λόγια και με έργα στον αδύναμο συνάνθρωπό του και γινότανε σύμμαχός του στον πόλεμο κατά των βασάνων του, μετριάζοντας έτσι τον μεγάλο πόνο της ψυχής του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο γινότανε δότης ελπίδας και χαράς στον πλησίον του.
Έτσι, ο υποδειγματικός εργοδότης του σημερινού μας άρθρου γέμιζε τη ζωή του. Με την αγάπη στους συνεργάτες του, αλλά και με το μάτι στραμμένο στον διπλανό του. Κι αυτό το πετύχαινε με απλές καθημερινές ενέργειες έμπρακτης αγάπης, βάλσαμο χαράς και συμπαράστασης, που πότιζαν και το δέντρο της δικής του ευτυχίας και το κρατούσαν ζωντανό κι αειθαλές.
Ο κυρ- Βασίλης, αυτός ο καλός επιχειρηματίας, δίδασκε με την καθημερινή του πρακτική ότι η ευτυχία του ανθρώπου δεν κρύβεται στην ύλη ή στη δόξα, αλλά στην καλοσύνη, και στην προσφορά. Κι αυτό το βλέπουμε σε ανθρώπους, που με θεμιτά ή αθέμιτα μέσα κατάφεραν να κατακτήσουν τους στόχους τους: ν’ αποκτήσουν χρήματα, θώκους, εξουσίες κι’ όμως ευτυχισμένοι δε νιώσανε. Γιατί έμειναν μόνοι κι αποξενωθήκανε από τους άλλους με σκοπό να πετύχουν τους στόχους ...και τώρα έχουν μόνον τον εαυτό τους να χαρεί μαζί τους.
Δυστυχώς, όμως στους καιρούς μας κυριαρχεί η αποξένωση. Γιατί κλειστήκαμε στους εαυτούς μας. Ψάχνοντας πάντα την ευτυχία σε μέρη μακρινά, βαθιά, δύσκολα, ενώ αυτή βρίσκεται μπροστά μας, δίπλα μας. Σε πράγματα απλά. Κι αυτό έδειχνε ο κυρ- Βασίλης με τις πράξεις του. Κάνοντας την επιχείρησή του όχι μόνον αναπτυξιακά γόνιμη, αλλά και όαση προσφοράς και αλληλεγγύης στον ανήμπορο άνθρωπο.
Σήμερα ο κυρ- Βασίλης, απόμαχος πια, αναπολεί νοσταλγικά τα όμορφα κι ευτυχισμένα χρόνια της επιχειρηματικής του δραστηριότητας. Και πάντα στην παρέα με τους συντρόφους του γλαφυρά και ταπεινά τονίζει ότι ο καλός επιχειρηματίας, πέρα απ’ την υγιή πορεία της επιχείρησης, πρέπει να νοιάζεται έμπρακτα με αισθήματα αγάπης και προσφοράς προς το προσωπικό της, που αποτελεί την ασπίδα και το δόρυ αυτής.